Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, «ο ιατρός ο αγαπητός», όπως τον αποκαλεί ο Απόστολος Παύλος, είναι ο συγγραφέας του «κατά Λουκάν» Ευαγγελίου και των «Πράξεων των Αποστόλων». Καταγόταν από την Αντιόχεια της Συρίας και ανήκε στον χορό των εβδομήκοντα Αποστόλων του Χριστού. Ήταν στενός συνεργάτης του Αποστόλου Παύλου και τον συνόδευσε στις περιοδείες του στην Τρωάδα, τους Φιλίππους, από τους Φιλίππους στα Ιεροσόλυμα και από την Καισάρεια στην Ρώμη. Επίσης, ήταν μαζί του και τις δύο φορές που εκείνος φυλακίσθηκε. Μάλιστα, κατά την δεύτερη φυλάκισή του, ο Απόστολος Παύλος γράφει στην Β πρός Τιμόθεον επιστολή του ότι «Λουκάς εστι μόνος μετ’ εμού».
Ο Ευαγγελιστής Λουκάς εκήρυξε το Ευαγγέλιο στην Δαλματία, την Γαλλία και την Ιταλία. Επίσης στην Βοιωτία, καθώς και στην Αχαΐα όπου και συνέγραψε, όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, το «κατά Λουκάν Ευαγγέλιον». Σύμφωνα με την παράδοση ήταν ζωγράφος και ιστόρησε την Θεοτόκο. Είχε μαρτυρικό τέλος, όπως, άλλωστε, όλοι οι Απόστολοι. Μόνον ο Ευαγγελιστής Ιωάννης «ετελειώθη εν ειρήνη» και αυτό συνέβη, επειδή εβίωσε το μαρτύριο «παρά τω Σταυρώ του Ιησού».
Το λείψανο του Ευαγγελιστού Λουκά μετετέθη στον Ιερό Ναό των αγίων Αποστόλων, στην Κωνσταντινούπολη, το 357 μ. Χ. Ο βίος και η πολιτεία του μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα:
Πρώτον. Το να διακονή κάποιος ένα πρόσωπο που έχει δόξα και εξουσία, αυτό για την λογική του κόσμου είναι πολύ φυσικό και δικαιολογείται η όποια ταλαιπωρία και ο κόπος που ενδεχομένως καταβάλλει, επειδή περιμένει ανταπόδοση. Το να κοπιάζη όμως και να ταλαιπωρήται όταν ο διακονούμενος δεν έχη κοσμική εξουσία και επομένως δεν περιμένει να καρπωθή κάτι, και το κυριότερο να παραμένη κοντά στο πρόσωπο αυτό στις δοκιμασίες και τους πειρασμούς του, αυτό υπερβαίνει την πεπτωκυία ανθρώπινη λογική, ταυτόχρονα όμως αναδεικνύει το μεγαλείο της ανιδιοτελούς αγάπης. Επειδή κάθε τι που δεν συμφωνεί με την πεπτωκυία ανθρώπινη λογική δεν είναι κατ’ ανάγκην παράλογο, αλλά μπορεί να είναι και υπέρλογο, όπως είναι η αληθινή, η ανιδιοτελής αγάπη.
Κάποιος δέχθηκε σε χρονική στιγμή της ζωής του σημαντική τιμή-διάκριση και τότε γνωστό του πρόσωπο τον συνεχάρη λέγοντάς του: -Όταν αναβαίνετε, χαιρόμαστε και αναβαίνουμε και μεις μαζί σας. Και η απάντηση ήταν: -Όταν κατεβαίνω, πονάτε και κατεβαίνετε και σεις μαζί μου; Αυτή είναι η ουσία του θέματος, γιατί το πρώτο γίνεται πολύ εύκολα και ανώδυνα. Το δεύτερο είναι δύσκολο να πραγματοποιηθή, επειδή η αληθινή αγάπη δεν είναι ένα απλό συναίσθημα, αλλά θυσία και σταυρός.
Δεύτερον. Στο 24ο κεφάλαιο του «κατά Λουκάν» Ευαγγελίου ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρεται στο γεγονός της συναντήσεώς του με τον αναστάντα Χριστό, τρεις ημέρες μετά την ταφή Του. Ενώ πορευόταν στην κώμη Εμμαούς μαζί με τον Απόστολο Κλεόπα και συζητούσαν στον δρόμο λυπημένοι, για όσα συνέβησαν τις ημέρες εκείνες, τους πλησίασε ο αναστάς Κύριος και συμπορευόταν μαζί τους. Είναι γνωστά τα γεγονότα που ακολούθησαν, ότι δηλαδή τους ερμήνευσε από τις Γραφές τα γεγονότα που αναφέρονταν στα Πάθη Του και την Ανάστασή Του, ενώ οι καρδιές τους φλέγονταν. Δεν τον ανεγνώρισαν όμως. Αυτό έγινε αργότερα «εν τη κλάσει του άρτου». Δηλαδή την ώρα που ευλόγησε τον άρτο, τον μετέβαλε σε Σώμα του και τους τον προσέφερε προς βρώση. Στην πραγματικότητα Τον ανεγνώρισαν, μάλλον ο Χριστός «εγνώσθη αυτοίς», δηλαδή απεκάλυψε τον εαυτό Του σ’ αυτούς, στην θεία Λειτουργία. Και παρ’ όλο που την ίδια στιγμή έγινε άφαντος, εν τούτοις η καρδιά τους, που νωρίτερα καιγόταν, πλημμύρισε από χαρά. Γι’ αυτό και έφυγαν αμέσως πίσω στην Ιερουσαλήμ για να αναγγείλουν το χαρμόσυνο γεγονός της αναστάσεως του Χριστού στους ένδεκα μαθητές Του.
Οι καρδιές που φλέγονται από την αγάπη του Χριστού, έχουν την δυνατότητα, με τις καταλληλες προϋποθέσεις, να Τον γνωρίσουν στην θεία Λειτουργία, «εν τη κλάσει του άρτου». Δεν πρόκειται για γνωριμία συναισθηματική και ψυχολογική, αλλά υπαρξιακή και οντολογική. Ο άγιος Θεοφύλακτος, Αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας, λέγει ότι όσοι μεταλαμβάνουν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, εννοείται με τις κατάλληλες προϋποθέσεις, ανοίγονται τα μάτια της ψυχής τους και τον γνωρίζουν, επειδή η σάρκα του Κυρίου έχει μεγάλη δύναμη και προξενεί μεγάλη χαρά. «Τοις μεταλαμβάνουσι του ευλογημένου άρτου, διανοίγονται οι οφθαλμοί εις το επιγνώναι αυτόν. Μεγάλην γαρ και άφατον δύναμιν έχει η του Κυρίου σαρξ… Ούτω γαρ εχάρησαν (οι δύο μαθηταί), ώστε αυτή τη ώρα αναστήναι και υποστρέψαι εις Ιερουσαλήμ».
Είδαμε πιο πάνω, στην συνάντηση του Χριστού με τους δύο μαθητές Του που πορεύονταν «εις Εμμαούς», ότι η ερμηνεία των θείων Γραφών προηγήθηκε της θείας Μεταλήψεως. Το ίδιο ακριβώς επαναλαμβάνεται σε κάθε θεία Λειτουργία. Προηγείται η ανάγνωση και ερμηνεία των αποστολικών και ευαγγελικών Περικοπών και ακολουθεί ο καθαγιασμός των Τιμίων Δώρων και η θεία Κοινωνία. Και πριν από τα αναγνώσματα προηγείται η ευχή, την οποία διαβάζει μυστικώς ο ιερεύς, και δια της οποίας παρακαλεί τον Θεόν να λάμψη το θείο Του Φως στην καρδιά του και να του ανοίξη τον νουν, για να κατανοήση τα Αναγνώσματα, ούτως ώστε να μπορέση να τα ερμηνεύση και να τα μεταδώση στον λαό με τρόπο κατανοητό και κυρίως ορθόδοξο. Επίσης, παρακαλεί τον Θεό να εμφυτεύση στην ψυχή του τον θείο φόβο, για να μπορέση να καταπατήση τις σαρκικές επιθυμίες και να βιώση την πνευματική ζωή, η οποία είναι δύσκολη και χωρίς την Χάρη του Θεού ακατόρθωτη.
Η διακονία «του πλησίον», του κάθε ανθρώπου χωρίς διακρίσεις, και ιδιαιτέρως των απλών και περιφρονημένων, «των ελαχίστων», με ανιδιοτέλεια, είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των αγίων, που γνωρίζουν υπαρξιακά την Αυτοαγάπη, ήτοι τον Τριαδικό Θεό, αλλά σε ανάλογο βαθμό και όλων εκείνων, που αγωνίζονται να επιτύχουν τον προσωπικό τους αγιασμό.