Κυριακή του Ασώτου

[email_link]    [print_link]

 

asotos yios

«Νεκρός ἤν καί ἀνέζησε, καί ἀπολωλῶς ἤν καί εὑρέθη».

Αγλάισμα των παραβολών και ατίμητο κειμήλιο του Ευαγγελικού θησαυρού ονόμασαν, αγαπητοί μου αδελφοί, οι πατέρες τη παραβολή του Ασώτου υιού. Γιατί μέσα από αυτή την παραβολή ζωγραφίζεται από τον «θείο καλλιτέχνη», η απέραντη και ανυπέρβλητη αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο, τον κάθε άνθρωπο. Φαίνεται όλο το ύψος της αγάπης του Θεού, που δεν αγαπά μόνο τους δικαίους, τους ενάρετους και τους εκλεκτούς, αλλά η αγάπη του Θεού αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους με μεγαλύτερη θέρμη και με ειλικρινέστερο πόνο ακόμη και τον χειρότερο αμαρτωλό, εξάλλου ο Χριστός είπε «οὐ γάρ ἦλθον καλέσαι δικαίους ἀλλά ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοια».

Έτσι λοιπόν, συνεχίζει η παραβολή να μας λέει: «εἶδεν αὐτόν ὁ πατήρ αὐτοῦ καί εὐσπλαγχνίσθη καί δραμῶν ἐπέπεσεν ἐπί τόν τράχηλον αὐτοῦ καί κατεφίλησεν αὐτόν», δηλαδή, ο γεμάτος αγάπη πατέρας, όταν είδε από μακριά τον αγνώριστο και σε κακά χάλια υιό του, έτρεξε, τον αγκάλιασε και τον κατεφίλησε. Αγνώριστος ήταν και όμως η αγάπη του πατέρα τον γνώρισε και τον αποκατέστησε στη πρώτη δόξα. Όταν βρισκόταν στο σπίτι τού πατέρα ο μικρότερος υιός, είχε άφθονα όλα τα αγαθά και ήταν χαρούμενος και ευτυχισμένος, γιατί είχε ακόμη την φροντίδα και την στοργή του πατέρα του.

Όμως, από απερισκεψία, θεωρεί την υπακοή στο πατέρα σαν αιχμαλωσία και σκλαβιά, παρακινούμενος μάλλον και από τους «φίλους» ζητάει την ελευθερία του, να χαρεί τα νιάτα του μακριά από την επίβλεψη του πατέρα του. Και αφού ζήτησε την προβλεπόμενη περιουσία έφυγε και πήγε «σέ χώραν μακράν» όπου εκεί κατασπατάλησε όλη την περιουσία του σε πονηρές διασκεδάσεις και σε κτηνώδεις απολαύσεις. Φυσικό και επόμενο ήταν με την τόσο σπάταλη ζωή που έκανε να χάσει όλη την περιουσία του, να δυστυχήσει και να κινδυνέψει να πεθάνει από την πείνα, εάν δεν βρισκόταν κάποιος να τον μαζέψει και να τον προσλάβει ως χοιροβοσκό.

Και όχι μόνο αυτό, αλλά, προσπαθούσε να χορτάσει με την τροφή που έδινε στους χοίρους. Σε αυτό το σημείο επαληθεύονται τα λόγια του Χριστού μας που λέει: «ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καί οἱ πρῶτοι ἔσχατοι». Ο πλούσιος υιός, τώρα χοιροβοσκός!!! Η σκέψη αυτή τον συντάρασσε, τον επανέφερε όμως στα λογικά του και αποφασίζει λέγοντας: «πόσοι μίσθιοί του πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγώ λιμῶ ἀπόλλυμαι! Ἀναστᾶς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου…» δηλαδή πόσοι μισθωτοί του πατέρα μου έχουν άφθονο και περισσεύοντα τον άρτο, ενώ εγώ κινδυνεύω να πεθάνω από την πείνα. Ταπεινώνεται και αμέσως παίρνει τον δρόμο του γυρισμού.

Αυτό ήταν το πρώτο βήμα της μετανοίας του με τον λογισμό, την σκέψη. Προχωρεί με σκυμμένο το κεφάλι, ξυπόλητος, βρώμικος, δυστυχισμένος και αγνώριστος από τις κακουχίες. Σαν πλησίαζε, όμως, στο πατρικό του σπίτι, ο πατέρας τον είδε από μακριά, και αμέσως έτρεξε και τον αγκάλιασε. Ο άσωτος υιός κάνει το δεύτερο βήμα δηλαδή κάνει το λογισμό, τη σκέψη πράξη και ζητά από τον πατέρα του την πλήρη συγχώρεση λέγοντάς του: «ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου. Οὐκέτι εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. Ποίησον μέ ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου». 

Η αγάπη του πατέρα δέχεται την πραγματική συγνώμη του ασώτου, και αμέσως, πρόσταξε τους δούλους να του φέρουν τα καλύτερα ρούχα, τα καλύτερα υποδήματα, το δακτυλίδι του, και να σφάξουν τον «μόσχο τόν σιτευτόν»  ώστε να γιορτάσουν την επιστροφή του υιού του, διότι «νεκρός ἤν καί ἀνάζησε, καί ἀπολωλῶς ἤν καί εὑρέθη». Μια εικόνα απείρου κάλους, θεϊκής αγάπης, και πάλι μου έρχονται τα θεία λόγια στη σκέψη: «Χαρά γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπί ἐνί ἁμαρτωλῶ µἐτανοούντι».

Πόσοι όμως άνθρωποι, αγαπητοί μου αδελφοί, σε κάθε εποχή, πόσο μάλλον σήμερα, μοιάζουν με τον Άσωτο της παραβολής; Πόσοι σπαταλούν την περιουσία τους, τα νιάτα τους και φθείρουν την υγεία τους σε αμαρτωλές διασκεδάσεις; Πόσες οικογένειες έχουν καταστραφεί από την ασωτία είτε των ανδρών είτε των γυναικών; Τόσα διαβάζουμε καθημερινά στις εφημερίδες για φοβερά εγκλήματα τα οποία είναι αποτέλεσμα της ασωτίας και της ανηθικότητας!!! Οι κοινωνία μας είναι γεμάτη από άσωτους, κάθε ηλικίας, κάθε φύλου, κάθε τάξεως. Ο άσωτος της παραβολής όμως, κάποτε μετανόησε και γύρισε στο πατέρα του. Ποια ευλογία Θεού θα ήταν και ευτυχία της κοινωνίας, εάν όλοι οι άσωτοι, κάθε εποχής, ακολουθούσαν το παράδειγμα του νεώτερου υιού της παραβολής δηλαδή στην επιστροφή του στο πατρικό σπίτι!

Η αγάπη του Θεού και πατέρα μας είναι πολύ μεγάλη για κάθε αμαρτωλό άνθρωπο. Η αγκαλιά Του, αγαπητοί μου αδελφοί, είναι πάντα ανοικτή και περιμένει την επιστροφή όλων μας, διότι η μακροθυμία Του ανέχεται και υπομένει. Το μόνο που ζητεί, είναι τη μετάνοιά μας, όπως αυτή του Άσωτου υιού που είπε στον πατέρα του «ἥμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν σου. Οὐκέτι εἰμί ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. Ποίησον μέ ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου».  Η παραβολή του ασώτου είναι το μεγάλο μάθημα. Τώρα μάλιστα στην αρχή της Μεγάλης και Αγίας Τεσσαρακοστής, ή Εκκλησία καλεί τον καθένα μας σε συναίσθηση και στη μεγάλη απόφαση: «Ἀναστάς πορεύσομαι πρὸς τὸν Πατέρα μου».

Ο Χριστός αποπλύνει τους ρύπους της ψυχής με το Τίμιο Αίμα του, ενδύει με την στολή της αγιότητος, δίνει τον αραβώνα του Πνεύματος και τα υποδήματα της αρετής και παραθέτει την τράπεζα της αληθινής χαράς. Ένα μόνο χρειάζεται από μας την μετάνοιά μας. Αυτό είναι το μεγάλο θαύμα. Όσοι μετανοούν είναι οι νεκροί που ανασταίνονται. Οι χαμένοι που ξαναβρίσκονται. Εμπρός λοιπόν, όσοι ακολουθήσαμε τον άσωτο στο δρόμο της αποστασίας, ας τον ακολουθήσουμε μέχρι τέλους στο δρόμο της επιστροφής και της μετάνοιας.  Ας σπάσουμε τα δεσμά της αμαρτίας και ας πάρουμε την μεγάλη απόφαση της επιστροφής.

Και όταν μετά την κουραστική περιπλάνηση αξιωθούμε επί τέλους να βρεθούμε μπροστά στην ευσπλαχνία του Θεού ας μή διστάσουμε να γονατίσουμε ταπεινά μπροστά του και να πούμε: «Τήν τοῦ ἀσώτου φωνήν προσφέρω σοι, Κύριε. Ἥμαρτον ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν σου, ἀγαθέ, ἐσκόρπισα τόν πλοῦτον τῶν χαρισμάτων σου· ἀλλά δέξαι με μετανοῦντα, Σωτήρ, καί σῶσόν με». Έτσι αδελφοί μου είναι ευκαιρία τώρα που προετοιμαζόμαστε για το Θείο Πάθος να γυρίσουμε και εμείς ως ο Άσωτος και να ζητήσουμε από τον Θεό πατέρα την συγχώρεση ώστε να ακούσουμε και εμείς τό «νεκρός ἤν καί ἀνάζησε, καί ἀπολωλῶς ἤν καί εὑρέθη».  Αμήν.

 

[email_link]    [print_link]