Η Μεταμόρφωση του Κυρίου

metamorfosis1

Eξι Αὐγούστου σήμερα ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, καὶ ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν Θεία Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Προβαλλοντας  αὐτὸ τὸ γεγονός, ἐπιθυμεῖ να ἀποκαλύψει στα ματίᾳ τῶν ἀνθρώπων τὴν πραγματικὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Δόξα, ἡ ὁποία ἀποκαλύπτεται στα ἀνθρώπινα μέτρα καὶ γίνεται γνωστὴ μὲ τὴν ἀνθρωπίνη δυνατότητα. Ἄρα λοιπόν, ἡ θεία Μεταμόρφωση στο Θαβώριο ὅρος ἤταν μερική, γιατὶ ἀπευθυνόταν στους ἀνθρώπους.

Γι’ αὐτὸ ὁ ἱερὸς ὑμνῳδὸς στο ἀπολυτίκιο τῆς ἡμέρας τονίζει πως ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ στῇ Μεταμόρφωση ἔγινε στο μέτρο που θὰ μπορούσαν οἱ Μαθητὲς να κατανοήσουν. «Ἔδειξες», λέει ὁ ὑμνῳδός, «τῇ δόξᾳ Σου στους Μαθητές, καθὼς μπορούσαν να τὴν καταλάβουν». Ὄχι περισσότερο. Γιατὶ περισσότερο θὰ ἤταν περιττό, ἀφοῦ θὰ ἔμενε ἀπροσέγγιστο καὶ ἀκατανόητο. Στο Εὐαγγέλιό του ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, περιγράφοντας τὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως, σημειώνει πως, «μεταμορφώθηκε μπροστὰ στους Μαθητὲς καὶ ἔλαμψε τὸ προσωπὸ Τοῦ σὰν τὸν ἥλιο, τὰ δὲ ἐνδύματά Του ἔγιναν λευκὰ σὰν τὸ φῶς».

Γίνεται ἀντιληπτὸ ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, πὼς ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς βρίσκεται μπροστὰ σὲ μία δυσκολία. Δυσκολία, ἡ ὁποία προκύπτει ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς ἀδυναμίας περιγραφῆς τοῦ γεγονότος. Ἡ λάμψη τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ λευκὸ χρῶμα τῶν ἐνδυμάτων Τοῦ εἶναι κάτι πολὺ περισσότερο καὶ πλουσιότερο ἀπὸ τῇ σχετικῇ διηγήσῃ. Εἲναι κάτι ἀνώτερο, κάτι παρὰ πάνω. Ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστὴς ὅμως χρησιμοποιεῖ αὐτές τις ἀνθρώπινες ἐκφράσεις, γιατὶ ἀκριβῶς ὁ ἥλιος εἲναι τὸ μόνο γνωστὸ ἄστρο μὲ τόσο πολὺ λαμπρὸ φωτισμό. Δεν ὑπάρχει ἄλλο δυνατότερο καὶ λαμπρότερο.

Τὸ ὅτι ὅμως ἤταν κάτι πολὺ ἀνώτερο καὶ περισσότερο, γίνεται ἀντιληπτὸ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι «οἱ Μαθητὲς ἔπεσαν μὲ τὸ προσωπο στο χῶμα». Ἔπεσαν στο ἔδαφος οἱ Μαθητὲς μπροστὰ σὲ αὐτὴ τῇ λάμψη καὶ τὸ φῶς. Ὅμως κάθε μέρα ἀντικρίζουμε τὸ φῶς τοῦ ἡλίου καὶ δεν πέφτουμε στο ἔδαφος. Γι’  αὐτὸ ὁ ἱερὸς Δαμασκηνὸς σημειώνει μὲ νόημα: «Ἐὰν λοιπόν, γράφει, δεν ἤταν ἐκεῖνο τὸ φῶς κάτι τὸ ὑπερβολικό, ἀλλὰ στα μέτρα τοῦ φωτὸς τοῦ ἡλίου, οἱ Μαθητὲς δεν θὰ ἐπεφταν στο ἔδαφος».

Ἀντιλαμβανόμαστε τὸ μέγεθος τοῦ γεγονότος τῆς Μεταμορφώσεως καὶ τὴν ἀδυναμία περιγραφῆς τοῦ. Καὶ ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι καὶ ὡς πρὸς τὸ μέτρο που ἔγινε καὶ ὡς πρὸς τὸ μέτρο που κατανοεῖται, μένει ἀκόμη χῶρος ἀνέγγιχτος καὶ ἀκατανόητος δηλαδὴ χῶρός που δεν μπορεὶς να τὸν ἀγγίξεις καὶ να τὸν κατανοήσεις μὲ ἀνθρώπινα καὶ λογικὰ κριτήρια. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ὅ,τι πράττει, ὅ,τι διδάσκει, δεν τὸ κάνει για ἐπιδείξῃ ἡ ἐντυπωσιασμὸ τῶν ἀνθρώπων.

Πολὺ  περισσότερο δεν ἐπιθυμεῖ να ἐκφοβήσει. Γιατὶ μία τέτοια ἐνέργειά του καθιστᾲ τὸν ἀνθρωπο ἀνελεύθερο καὶ ἐγκλωβισμένο μέσα στον φόβο καὶ τῇ σύγχυση. Ὅμως, οὔτε ὁ φόβος μπορεῖ να γεννήσει μία ὁλοκληρωμένη καὶ ἐλεύθερη πιστή, οὔτε ἡ σύγχυση ἀποτελεῖ στέρεο ἔδαφος, ποὺ μπορεῖ να εὐδοκιμήσει μία τέτοια καταστάσῃ. Ἄλλη πρέπει να εἲναι ἡ προϋπόθεση, ποὺ ἀναδεικνύει τὸν πιστὸ ἀνθρωπο καὶ γνώστῃ τῶν θείων μυστηρίων ἀληθειῶν.

Καὶ αὐτὴ ἡ προϋπόθεση εἲναι ἡ ἐλεύθερη βουλήσῃ τοῦ ἀνθρώπου. Μόνο ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, διὰ τῆς προσωπικῆς τοῦ ἐλευθερίας καὶ τοῦ δικοῦ τοῦ ἀγῶνα, μέσα στῇ χαρῇ τοῦ Χριστοῦ, γίνεται μύστης τῆς πίστεως. Καὶ μόνο τότε ἡ πιστὴ μπορεῖ να θεωρηθεῖ ὅτι στηρίζεται σὲ στερέῃ βάσῃ καὶ μένει ἀκλονήτη καὶ σταθερή. Κάθε ἄλλη πιστή που δημιουργεῖται ἀπὸ φόβο, ἔχει προσκαιρο χαρακτῆρα καὶ περιεχόμενο. Μόλις τὸ γεγονός που προξένησε τὸ φόβο ἐκλείψει, τότε ἡ πιστὴ ἑξαφανίζεται. Ἑξαφανίζεται ὡς ἐπιπόλαιο καὶ χωρὶς ἠθικὸ ὑποβαθρο γεγονός.

Γι’  αὐτό, δεν ἔχει σημασία ἂν μποροῦμε να κατανοήσουμε τὰ θεῖα γεγονότα καὶ μάλιστα στην ὁλότητα τούς. Δεν εἲναι ἀρνητικὸ τὸ γεγονός πως πολλὰ ἀπὸ  αὐτὰ μενοῦν μακριὰ ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες δυνατότητες καὶ δεν ἀποκαλύφθηκαν ὅλα στον ἀνθρωπο. Γιατὶ ἐκεῖνό που θὰ πρέπει να μας ἐνδιαφέρει εἲναι πως ὁ Χριστὸς ἀποκάλυψε ὅλα ὅσα εἲναι ἀρκετὰ για τῇ δικῇ μας σωτηρίᾳ. Δεν ἀπέκρυψε τίποτε, δεν παρέλειψε ὅλα αὐτά που θὰ μας βοηθήσουν καὶ θὰ διευκολύνουν τὴν πορεία μας για τὴν Οὐράνια Βασιλεία Τοῦ.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ σημερινὴ ἑορτὴ τῆς θείας Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ἀποτελεῖ μία γλυκεῖα προγεύσῃ τῆς δόξας καὶ τῆς μεγαλειότητάς Του. Τὸ φῶς καὶ ἡ λάμψη τῆς εἶναι προάγγελος τοῦ φωτὸς τῆς αἰωνιότητας. Εἲναι τὸ γεγονός πως ἐμεὶς ἀξιωνόμαστε να γίνουμε μέτοχοι τῆς δικῆς τοῦ λαμπρότητας. Μὰ πρωτίστως, ἐφ’  ὅσον ζοῦμε σε  αὐτὸν τὸν κόσμο, ἀποτελεῖ μία οὐσιαστικὴ καὶ βασικὴ ἐπικλῄσῃ καὶ προσευχὴ πρὸς τὸν Χριστό, να λάμψει μὲ τὸ δικὸ Τοῦ φῶς ὅλη μας ἡ ζωὴ καὶ ὅλη μας ἡ ὑπάρξῃ.

Γι’  αὐτό, μαζὶ μὲ τὸν ἱερὸ ὑμνωδὸ ἂς ψάλλουμε καὶ ἐμεὶς σήμερα μεταξὺ τῶν ἄλλων, ζητώντας ἀπὸ τὸν Φωτοδότη Σωτηρὰ Χριστὸ «να λάμψει καὶ σὲ ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς τὸ φῶς Τοῦ τὸ αἰώνιο», ἔτσι ὥστε να λάβουμε παρρησία να φωτισθοῦμε καὶ φωτιζόμενοι να συμβιώσουμε αἰώνια πρὸς δόξα τῆς τρισήλιας καὶ μοναρχικωτάτης λαμπρότητός του. Διότι Σ’ Αὐτὸν πρέπει να ἀνηκεῖ κάθε δόξᾳ, τιμῇ καὶ προσκύνησις, μαζὶ μὲ τὸν Ἀναρχο Πατέρα καὶ τὸ Πανάγιο καὶ ζωοποιὸ Τοῦ Πνεῦμα, καὶ τώρα καὶ πάντοτε καὶ στους αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.