ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς καὶ ἡ ἀγγελία του
1 Ἡ ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ2 ἔγινε σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι γραμμένον εἰς τοὺς προφήτας: Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὶν ἀπὸ σέ, ὁ ὁποῖος θὰ πρετοιμάσῃ τὸν δρόμον σου ἐμπρός σου.3 Φωνὴ ἕνὸς ποὺ φωνάζει εἰς τὴν ἔρημον· ἐτοιμάσατε τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου, κἀμετε ἴσιους τοὺς δρόμους του.4 Ἐμφανίσθηκε ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος ἐβάπτιζεν εἰς τὴν ἔρημον καὶ ἐκήρυττε βάπτισμα μετανοίας πρὸς συγχώρησιν τῶν ἀμαρτιῶν.5 Καὶ ἐρχότανε πρὸς αὐτὸν ὁλόκληρη ἡ χώρα τῆς Ἰουδαίας καὶ οἱ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐβαπτίζοντο ὅλοι ἀπὸ αὐτὸν εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμόν, ἀφοῦ ἐξωμολογοῦντο τὰς ἁμαρτίας των.6 Ὁ Ἰωάννης ἐφοροῦσε ἔνδυμα ἀπὸ τρίχες καμήλου καὶ δερμάτινην ζώνην γύρω ἀπὸ τὴν μέσην του καὶ ἔτρωγε ἀκρίδες καὶ ἄγριο μέλι.7 Ἐκήρυττε καὶ ἔλεγε, «Ἔρχεται ὕστερα ἀπὸ ἐμὲ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος εἶναι ἰσχυρότερος ἀπὸ ἐμὲ καὶ τοῦ ὁποίου δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ σκύψω καὶ νὰ λύσω τὰ λουριὰ ἀπὸ τὰ ὑποδήματά του.8 Ἐγὼ σᾶς ἐβάπτισα μὲ νερό, αὐτὸς ὅμως θὰ σᾶς βαπτίσῃ μὲ Ἅγιον Πνεῦμα».
Ἡ βάπτισις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
9 Κατ’ ἐκείνας τὰς ἡμέρας ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἐβαπτίσθηκε εἰς τὸν Ἰορδάνην ἀπὸ τὸν Ἰωάννην.10 Καὶ ἐνῷ ἀνέβαινε ἀπὸ τὸ νερὸ, εἶδε νὰ ἀνοίγουν οἱ οὐρανοὶ καὶ τὸ Πνεῦμα σὰν περιστερὰ νὰ κατεβαίνῃ ἐπάνω του.11 Καὶ φωνὴ ἀκούσθηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανούς: Σὺ εἶσαι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς εἰς τὸν ὁποῖον εὐαρεστοῦμε.
Ὁ πειρασμός
12 Καὶ ἀμέσως τὸ Πνεῦμα τὸν ὁδηγεῖ ἔξω εἰς τὴν ἔρημον καὶ ἔμεινε εἰς τὴν ἔρημον σαράντα ἡμέρες,13 πειραζόμενος ἀπὸ τὸν Σατανᾶν. Καὶ ἦτο μαζὶ μὲ τὰ θηρία καὶ οἱ ἄγγελοι τὸν ὑπηρετοῦσαν.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀρχίζει τὸ ἔργον του
14 Μετὰ τὴν σύλληψιν τοῦ Ἰωάννου, ἦλθε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Γαλιλαίαν καὶ ἐκήρυττε τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ15 καὶ ἔλεγε ὅτι ὁ χρόνος ἔχει συμπληρωθῆ καὶ ἐπλησίασε ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε εἰς τὸ εὐαγγέλιον».
Καλοῦνται οἱ πρῶτοι μαθηταί
16 Ἐνῷ περπατοῦσε κοντὰ εἰς τὴν λίμνην τῆς Γαλιλαίας, εἶδε τὸν Σίμωνα καὶ τὸν Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸν τοῦ Σίμωνος, οἱ ὁποῖοι ἔρριχναν τὰ δίχτυα εἰς τὴν λίμνην, διότι ἦσαν ψαράδες.17 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Ἀκολουθήστε με καὶ θὰ σᾶς κάμω ψαράδες ἀνθρώπων».18 Καὶ ἐμέσως ἄφησαν τὰ δίχτυα τους καὶ τὸν ἀκολούθησαν.19 Ὅταν ἐπροχώρησε ὀλίγον, εἶδε τὸν Ἰάκωβον τὸν υἱὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τὸν Ἰωάννην τὸν ἀδελφόν του, μέσα εἰς πλοιάριον νὰ τακτοποιοῦν τὰ δίχτυα, καὶ ἀμέσως τοὺς ἐκάλεσε.20 Αὐτοὶ ἄφησαν τὸν πατέρα τους τὸν Ζεβεδαῖον μέσα εἰς τὸ πλοιάριον μαζὶ μὲ τοὺς μισθωτοὺς καὶ ἔτρεξαν ὀπίσω του.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς θεραπεύει δαιμονισμένον εἰς Καπερναούμ
21 Ἦλθαν εἰς τὴν Καπερναούμ, καὶ τὸ Σάββατον ἐμπῆκε εἰς τὴν συναγωγὴν καὶ ἐδίδασκε.22 Οἱ ἄνθρωποι ἦσαν κατάπληκτοι διὰ τὴν διδασκαλίαν του, διότι τοὺς ἐδίδασκε σὰν νὰ ἔχῃ ἐξουσίαν καὶ ὄχι ὅπως οἱ γραμματεῖς.23 Εἰ τὴν συναγωγήν τους ἦτο κάποιος ποὺ εἶχε πνεῦμα ἀκάθαρτον καὶ ἐφώναξε,24 «Αἴ, τὶ ἐπεμβαίνεις σ’ ἐμᾶς, Ἰησοῦ Ναζαρηνέ; Ἦλθες νὰ μᾶς καταστρέψῃς; Ξέρω ποιὸς εἶσαι, ὁ Ἅγιος τοῦ Θεοῦ».25 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τὸ ἐπέπληξε καὶ εἶπε, «Βουβάσου καὶ ἔβγα ἀπὸ αὐτόν».26 Καὶ τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον, ἀφοῦ τὸν συνετάραξε καὶ ἀφοῦ ἐφώναξε μὲ δυνατὴ φωνήν, ἐβγῆκε ἀπὸ αὐτόν.27 Καὶ ὅλοι κατελήφθησαν ἀπὸ θαυμασμόν, ὥστε νὰ συζητοῦν καὶ νὰ λέγουν, «Τὶ εἶναι αὐτό; Τὶ εἶναι ἡ νέα αὐτὴ διδασκαλία, ἀφοῦ μὲ ἐξουσίαν διατάσσει ἀκόμη καὶ τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα καὶ ὑπακούουν εἰς αὐτόν;».28 Καὶ ἀμέσως διαδόθηκε ἡ φήμη του παντοῦ εἰς ὅλην τὴν περίχωρον τῆς Γαλιλαίας.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς θεραπεύει τὴν πενθερὰν τοῦ Σίμωνος καὶ πολλοὺς ἄλλους
29 Ὅταν ἐβγῆκαν ἀπὸ τὴν συναγωγήν, ἦλθαν εἰς τὸ σπίτι τοῦ Σίμωνος καὶ τοῦ Ἀνδρέα μαζὶ μὲ τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην.30 Ἡ πενθερὰ τοῦ Σίμωνος ἦτο κατάκοιτη ἀπὸ πυρετὸν καὶ ἀμέσως τοῦ μιλοῦν γι’ αὐτήν.31 Καὶ ἀφοῦ ἐπλησίασε, τὴν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὴν ἐσήκωσε. Καὶ ὁ πυρετὸς τὴν ἄφησε καὶ τοὺς ὑπηρετοῦσε.32 Ὅταν ἐβράδυασε καὶ ἔδυσε ὁ ἥλιος, τοῦ ἔφεραν ὅλους τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τοὺς δαιμονισμένους 33 καὶ ὅλη ἡ πόλις εἶχε μαζευθῆ κοντὰ εἰς τὴν πόρτα.34 Καὶ ἐθεράπευσε πολλοὺς ποὺ ὑπέφεραν ἀπὸ διάφορες ἀσθένειες καὶ πολλὰ δαιμόνια ἔβγαλε καὶ δὲ ἄφηνε τὰ δαιμόνια νὰ μιλοῦν, διότι τὸν ἐγνώριζαν ὅτι εἶναι ὁ Χριστός.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀποσύρεται διὰ νὰ προσευχηθῇ καὶ ἀναχωρεῖ ἀπὸ τὴν Καπερναούμ
35 Τὸ πρωΐ, ἐνῷ ἦτο ἀκόμη νύχτα, ἐσηκώθηκε, ἐβγῆκε ἔξω καὶ ἐπῆγε εἰς ἕνα ἀπόμερον τόπον καὶ ἐκεῖ προσευχότανε.36 Καὶ ἔτρεξαν κατόπιν του ὁ Σίμων καὶ οἱ σύντροφοί του,37 καὶ ὅταν τὸν εὑρῆκαν, τοῦ εἶπαν, «Ὅλοι σὲ ζητοῦν».38 Καὶ αὐτὸς τοὺς λέγει, «Ἄς πᾶμε εἰς τὰ γειτονικὰ χωριά, διὰ νὰ κηρύξω καὶ ἐκεῖ· γι’ αὐτὸ ἐβγῆκα».39 Καὶ ἦλθε καὶ ἐκήρυττε εἰς τὰς συναγωγάς των εἰς ὅλην τὴν Γαλιλαίαν καὶ ἔβγαζε τὰ δαιμόνια.
Ἡ θεραπεία λεπροῦ
40 Καὶ ἔρχεται εἰς αὐτὸν ἕνας λεπρὸς, ὁ ὅποῖος τὸν παρακαλοῦσε καὶ, γονατιστός, τοῦ ἔλεγε, «Ἐὰν θέλῃς, μπορεῖς νὰ μὲ καθαρίσῃς».41 Ὁ Ἰησοῦς τὸν σπλαγχνίσθηκε καὶ ἅπλωσε τὸ χέρι του, τὸν ἄγγιξε καὶ τοῦ λέγει, «Θέλω, καθαρίσου».42 Καὶ ἀμέσως τὸν ἄφησε ἡ λέπρα καὶ ἐκαθαρίσθηκε.43 Καὶ ἀφοῦ τοῦ ἐμίλησε εἰς τόνον αὐστηρόν, ἀμέσως τὸν ὡδήγησε ἔξω,44 καὶ τοῦ λέγει, «Κύτταξε νὰ μὴ πῇς τίποτε σὲ κανένα. Ἀλλὰ πήγαινε δεῖξε τὸν ἑαυτόν σου εἰς τὸν ἱερέα καὶ πρόσφερε διὰ τὸν καθαρισμόν σου ἐκεῖνα ποὺ ὥρισε ὁ Μωϋσῆς, διὰ νὰ τοὺς δείξῃς τὴν ὑπακοήν σου».45 Αὐτὸς ὅμως ὅταν ἔφυγε, ἄρχισε νὰ διαλαλῇ πολλὰ καὶ νὰ διαφημίζῃ τὸ γεγονός, ὥστε δὲν μποροῦσε πιὰ ὁ Ἰησοῦς νὰ μπαίνῃ φανερὰ εἰς οἱανδήποτε πόλιν ἀλλὰ ἔμενε ἔξω εἰς ἀπόμερουςτόπους. Καὶ ἤρχοντο εἰς αὐτὸν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Ἡ θεραπεία παραλυτικοῦ
1 Ὅταν ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες ἦλθε πάλιν εἰς τὴν Καπερναούμ, διαδόθηκε ὅτι βρίσκεται σὲ κάποιο σπίτι.2 Καὶ ἀμέσως ἐμαζεύθηκαν πολλοί, ὥστε νὰ μὴν τοὺς χωρῇ πλέον οὔτε ὁ χῶρος ἐμπρὸς εἰς τὴν πόρτα, καὶ τοὺς ἐκήρυττε τὸν λόγον.3 Καὶ ἔρχονται καὶ τοῦ φέρουν ἕνα παραλυτικόν, τὸν ὁποῖον ἐβάσταζαν τέσσερα πρόσωπα.4 Καὶ ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν πλησιάσουν ἐξ αἰτίας τοῦ πλήθους, ἀφήρεσαν τὴν στέγην, ὅπου εὑρίσκετο, ἔκαναν ἕνα ἄνοιγμα καὶ κατέβασαν τὸ κρεββάτι, ὅπου ἤτανε ξαπλωμένος ὁ παραλυτικός.5 Ὅταν ὁ Ἰησοῦς εἶδε τὴν πίστιν τους, λέγει εἰς τὸν παραλυτικόν. «Παιδί μου, σοῦ συγχωροῦνται αἱ ἁμαρτίαι».6 Ἐκάθοντο δὲ ἐκεῖ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς καὶ ἐσκέπτοντο μέσα τους,7 «Γιατὶ λέγει αὐτὸς βλασφημίας κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον; Ποιὸς μπορεῖ νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίας παρὰ μόνον ἕνας, ὁ Θεός;».8 Ὁ Ἰησοῦς ἀμέσως ἐκατάλαβε μέσα του ὅτι αὐτὰ σκέπτονται καὶ τοὺς λέγει, «Γιατὶ κάνετε τὶς σκέψεις αὐτὲς μέσα σας;9 Τὶ εἶναι εὐκολώτερον νὰ πὦ εἰς τὸν παραλυτικόν, «Σοῦ συγχωροῦνται αἱ ἁμαρτίαι» ἢ νὰ πῶ, «Σήκω ἐπάνω καὶ πάρε τὸ κρεββάτι σου καὶ βάδιζε»;10 Ἀλλὰ διὰ νὰ μάθετε ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἐξουσίαν νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς» – λέγει εἰς τὸν παραλυτικόν,11 «Σοῦ λέγω, σήκω ἐπάνω καὶ πάρε τὸ κρεββάτι σου καὶ πήγαινε εἰς τὸ σπίτι σου».12 Καὶ ἐσηκώθηκε ἀμέσως καὶ ἀφοῦ ἐσήκωσε τὸ κρεββάτι ἐβγῆκε ὑπὸ τὰ βλέμματα ὅλων, ὥστε νὰ ἐκπλαγοῦν ὅλοι καὶ νὰ δοξάζουν τὸν Θεὸν καὶ νὰ λέγουν, «Ποτὲ δὲν εἴδαμε τέτοια πράγματα».
Ἡ κλῆσις τοῦ Λευΐ
13 Καὶ ἐβγῆκε πάλιν πρὸς τὴν λίμνην. Καὶ ὅλος ὁ κόσμος ἐρχότανε εἰς αὐτὸν καὶ τοὺς ἐδίδασκε.14 Καὶ ἐνῷ ἐβάδιζε, εἶδε τὸν Λευΐν, τὸν υἱὸν τοῦ Ἀλφαίου, νὰ κάθεται εἰς τὸ τελωνεῖον καὶ τοῦ λέγει, «Ἀκολούθησέ με». Καὶ αὐτὸς ἐσηκώθηκε καὶ τὸν ἀκολούθησε.15 Καὶ ἐνῷ ἐκαθότανε εἰς τὸ τραπέζι εἰς τὸ σπίτι τοῦ Λευΐ, πολλοὶ τελῶναι καὶ ἁμαρτωλοὶ ἔτρωγαν μαζί μὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ τοὺς μαθητάς του. Διότι ἦσαν πολλοὶ ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν.16 Οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι ὅταν τὸν εἶδαν νὰ τρώγῃ μαζὶ μὲ τοὺς τελώνας καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἔλεγαν εἰς τοὺς μαθητάς του, «Γιατὶ τρώγει καὶ πίνει μὲ τοὺς τελώνας καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς;».17 Ὅταν ἄκουσε αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς, τοὺς λέγει, «Δὲν ἔχουν ἀνάγκην ἀπὸ ἱατρὸν οἱ ὑγιεῖς ἀλλ’ οἱ ἀσθενεῖς. Δὲν ἦλθα νὰ καλέσω δικαίους ἀλλ’ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν».
Περὶ νηστείας
18 Ὅταν οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἰωάννου καὶ οἱ Φαρισαῖοι ἐνήστευαν, ἔρχονται μερικοὶ καὶ τοῦ λέγουν, «Γιατὶ οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἰωάννου καὶ οἱ μαθηταὶ τῶν Φαρισαίων νηστεύουν, ἐνῷ οἱ μαθηταί σου δὲν νηστεύουν;».19 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Μποροῦν οἱ καλεσμένοι εἰς γάμον νὰ νηστεύουν, ὅσον καιρὸ εἶναι μαζί τους ὁ γαμβρός; Ὅσον χρόνον ἔχουν τὸν γαμβρὸν μαζί τους δὲν μποροῦν νὰ νηστεύουν.20 Θὰ ἔλθουν ὅμως ἡμέραι, ποὺ θὰ τοὺς πάρουν τὸν γαμβρόν, καὶ τότε θὰ νηστέψουν τὰς ἡμέρας ἐκείνας.21 Κανεὶς δὲν ράβει ἐπάνω σὲ παληὸ ἔνδυμα μπάλωμα ἀπὸ ὕφασμα καινούργιο, διότι ἀλλοιῶς τὸ συμπλήρωμα τὸ καινούργιο τραβᾶ τὸ παληὸ καὶ τὶ σχίσιμο γίνεται χειρότερο.22 Καὶ κανεὶς δὲν βάζει καινούργιο κρασί σὲ παληὰ ἀσκιά· ἀλλοιῶς τὸ κρασὶ θὰ σχίσῃ τὰ ἀσκιά, καὶ τὸ κρασὶ θὰ χυθῇ καὶ τὰ ἀσκιὰ θὰ καταστραφοῦν, ἀλλὰ τὸ καινούργιο κρασὶ πρέπει νὰ τὸ βάζουν σὲ καινούργια ἀσκιά».
Διὰ τὴν τήρησιν τοῦ Σαββάτου
23 Ἕνα Σάββατον συνέβη νὰ βαδίζῃ μέσα σὲ σπαρμένα χωράφια, καὶ οἱ μαθηταί του, κατὰ τὴν πορείαν, ἄρχισαν νὰ κόβουν τὰ στάχυα.24 Καὶ οἱ Φαρισαῖοι τοῦ ἔλεγαν, «Νά, τὶ κάνουν τὸ Σάββατον, πρᾶγμα ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται».25 Καὶ λέγει εἰς αὐτούς, «Ποτὲ δὲν ἐδιαβάσατε τὶ ἔκανε ὁ Δαυΐδ, ὅταν εὑρέθηκε εἰς ἀνάγκην καὶ ἐπείνασε αὐτὸς καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἦσαν μαζί του;26 Πῶς ἐμπῆκε εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ ὅταν ἦτο ἀρχιερεὺς ὁ Ἀβιάθαρ, καὶ ἔφαγε τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως, τοὺς ὁποίους δὲν ἐπιτρέπεται κανεὶς ἄλλος νὰ φάγῃ παρὰ μόνον οἱ ἱερεῖς, καὶ ἔδωκε καὶ εἰς ἐκείνους, ποὺ ἦσαν μαζί του;».
27 Καὶ προσέθεσε, «Τὸ Σάββατον ἔγινε διὰ τὸν ἄνθρωπον καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ Σάββατον. Ὥστε ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κύριος τοῦ Σαββάτου».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ ξερὸ χέρι
1 Καὶ ἐμπῆκε πάλιν εἰς τὴν συναγωγὴν καὶ ἐκεῖ ἤτανε ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ εἶχε ξερὸ τὸ χέρι.2 Καὶ ἐπρόσεχαν καλὰ νὰ ἰδοῦν ἐὰν θὰ τὸν θεραπεύσῃ τὸ Σάββατον, διὰ νὰ τὸν κατηγορήσουν.3 Καὶ λέγει εἰς τὸν ἄνθρωπον ποὺ εἶχε ξερὸ τὸ χέρι, «Στάσου εὶ ἰς τὸ μέσον».4 Καὶ λέγει εἰς αὐτούς, «Ἐπιτρέπεται τὸ Σάββατον νὰ κάνῃ κανεὶς καλὸ ἢ νὰ κάνῃ κακό; Νὰ σώσῃ μιὰ ζωὴ ὴ νὰ σκοτώσῃ;».5 Αὐτοὶ ἐσιωποῦσαν. Καὶ ἀφοῦ ἔρριψε γύρω τους μιὰ ματιὰ μὲ ὀργήν, λυπημένος διὰ τὴν πώρωσιν τῆς καρδιᾶς των, λέγει εἰς τὸν ἄνθρωπον, «Ἅπλωσε τὸ χέρι σου». Καὶ τὸ ἅπλωσε καὶ ἔγινε πάλι γερὸ τὸ χέρι του ὅπως τὸ ἄλλο.6 Καὶ ὅταν ἐβγῆκαν οἱ Φαρισαῖοι, ἀμέσως ἔλαβαν ἀπόφασιν μαζὶ μὲ τοὺς Ἡρωδιανοὺς ἐναντίον του, διὰ νὰ τὸν ἐξολοθρεύσουν.
Ἄλλαι θεραπεῖαι
7 Ὁ Ἰησοῦς μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του ἀνεχώρησε πρὸς τὴν λίμνην. Καὶ τὸν ἀκολούθησε πολὺς κόσμος ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν, ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν,8 ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ἀπὸ τὴν Ἰδουμαίαν καὶ ἀπὸ τὴν χώραν πέραν ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην καὶ ἀπὸ τὰ μέρη γύρω ἀπὸ τὴν Τύρον καὶ Σιδῶνα, πολὺς κόσμος ἦλθε σ’ αὐτόν, ἐπειδὴ ἄκουσαν ὅσα ἔκανε.9 Καὶ παρήγγειλε εἰς τοὺς μαθητάς του νὰ παραμένῃ ἕνα πλοιάριον εἰς τὴν διάθεσίν του, διὰ νὰ μὴ τὸν συνθλίβῃ ὁ κόσμος,10 διότι πολλοὺς ἐθεράπευσε, ὥστε ἔπεφταν ἐπάνω του ὅσοι ἦσαν ἄρρωστοι, διὰ νὰ τὸν ἀγγίξουν.11 Καὶ τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα, ὅταν τὸν ἔβλεπαν, τὸν προσκυνοῦσαν καὶ ἐφώναζαν, «Σὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ».12 Καὶ πολὺ αὐστηρὰ τὰ διέτασσε νὰ μὴ τὸν φανερώσουν.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐκλέγει τοὺς δώδεκα ἀποστόλους
13 Καὶ ἀνεβαίνει σ’ ἕνα βουνὸ καὶ προσκαλεῖ ἐκείνους, ποὺ αὐτὸς ἤθελε, καὶ ἐπῆγαν εἰς αὐτόν.14 Καὶ διώρισε δώδεκα διὰ νὰ τὸν συνοδεύσουν καὶ διὰ νὰ τοὺς ἀποστέλλῃ νὰ κηρύττουν15 καὶ νὰ ἔχουν ἐξουσίαν νὰ θεραπεύουν τὰς ἀσθενείας καὶ νὰ ἐκβάλλουν δαιμόνια.16 Τὸν Σίμωνα, τὸν ὁποῖον ὠνόμασε Πέτρον,17 τὸν Ἰάκωβον, τὸν υἱὸν τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ τὸν Ἰωάννην, τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἰακώβου καὶ τοὺς ὠνόμασε Βοανεργές, τὸ ὁποῖον σημαίνει υἱοὶ βροντῆς·18 τὸν Ἀνδρέαν, τὸν Φίλιππον, τὸν Βαρθολομαῖον, τὸν Ματθαῖον, τὸν Θωμᾶν, τὸν Ἰάκωβον, τὸν υἱὸν τοῦ Ἀλφαίου, τὸν Θαδδαῖον, τὸν Σίμωνα τὸν Κανανίτην,19 καὶ τὸν Ἰούδαν τὸν Ἰσκαριώτην, ὁ ὁποῖον καὶ τὸν παρέδωκε.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀντικρούει τὴν κατηγορίαν ὅτι ἐνεργεῖ διὰ τοῦ Σατανᾶ
20 Καὶ ἔρχονται εἰς ἕνα σπίτι. Καὶ ἐμαζεύτηκε πάλιν κόσμος, ὥστε νὰ μὴ μποροῦν οὔτε νὰ φύγουν.21 Ὅταν ἄκουσαν αὐτὸ οἱ δικοί του, ἐβγῆκαν νὰ τὸν πιάσουν, διότι ἔλεγαν ὅτι εἶναι ἐκτὸς ἑαυτοῦ.22 Καὶ οἱ γραμματεῖς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κατεβῆ ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ἔλεγαν ὅτι ἔχει τὸν Βεελζεβοὺλ καὶ ὅτι διὰ τοῦ ἄρχοντος τῶν δαιμονίων βγάζει τὰ δαιμόνια.23 Καὶ ἀφοῦ τοὺς προσκάλεσε, τοὺς ἔλεγε μὲ παραβολάς, «Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ Σατανᾶς νὰ διώξῃ τὸν Σατανᾶν;24 Ἐὰν ἕνα βασίλειον νὰ χωρισθῇ εἰς ἀντιμαχόμενα μέρῃ, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σταθῇ τὸ βασίλειον ἐκεῖνο.25 Καὶ ἐὰν μία οἰκογένεια χωρισθῇ, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σταθῇ ἡ οἰκογένεια ἐκείνη.26 Καὶ ἐὰν ὁ Σατανᾶς ἐσηκώθηκε ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ ἐχωρίσθηκε σὲ μερίδες, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σταθῇ ἀλλὰ θὰ λάβῃ τέλος.27 Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μπῆ εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἰσχυροῦ καὶ νὰ ἁρπάσῃ τὰ σκεύη του, ἐὰν δὲν δέσῃ πρῶτα τὸν ἰσχυρὸν καὶ τότε θὰ μπορέσῃ νὰ λεηλατήσῃ τὸ σπίτι του.28 Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι ὅλαι αἱ ἁμαρτίαι καὶ ὅ,τι δήποτε βλασφημίας ἐκστομίσουν οἱ ἄνθρωποι θὰ τοὺς συγχωρηθοῦν.29 Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ θὰ βλασφημήσῃ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, δὲν ἔχει ποτὲ συγχώρησιν ἀλλ’ εἶναι ἔνοχος αἰωνίου κρίσεως».30 Διότι ἔλεγαν, «Ἔχει πνεῦμα ἀκάθαρτον».
Οἱ πραγματικοὶ ἀδελφοί
31 Καὶ ἔρχονται ἡ μητέρα του καὶ οἱ ἀδελφοί του, οἱ ὁποίοι ἐστάθηκαν ἔξω καὶ ἔστειλαν νὰ τὸν καλέσουν.32 Γύρω του ἐκαθότανε πολὺς κόσμος καὶ τοῦ εἶπαν, «Νὰ ἡ μητέρα σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου εἶναι ἔξω καὶ σὲ ζητοῦν».33 Αὐτὸς τοὺς ἀπεκρίθη, «Ποιὰ εἶναι ἡ μητέρα μου ἢ οἱ ἀδελφοί μου;».34 Καὶ ἀφοῦ ἔφερε τὸ βλέμμα του γύρω εἰς ἐκείνους ποὺ ἐκάθοντο ὁλόγυρά του, λέγει, «Νὰ ἡ μητέρα μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου.35 Ἐκεῖνος ποὺ θὰ κάνῃ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀδελφός μου καὶ ἀδελφή μου καὶ μητέρα».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Ἡ παραβολὴ τοῦ σπορέως
1 Πάλιν ἄρχισε νὰ διδάσκῃ κοντὰ εἰς τὴν λίμνην. Καὶ μαζεύεται πλησίον του κόσμος πολύς, ὥστε νὰ ἀναγκασθῇ νὰ μπῇ σὲ πλοιάριον καὶ νὰ παραμείνῃ εἰς τὴν λίμνην, ἐνῷ ὅλος ὁ κόσμος εὑρίσκετο εἰς τὴν ξηρὰν κοντὰ εἰς τὴν λίμνην.2 Καὶ τοὺς ἐδίδασκε μὲ παραβολὰς πολλὰ καὶ τοὺς ἔλεγε κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς διδασκαλίας του.3 «Ἀκοῦτε· ἐβγῆκε ὁ γεωργὸς διὰ νὰ σπείρῃ.4 Καὶ ἐνῷ ἔσπερνε, μερικοὶ σπόροι ἔπεσαν κοντὰ εἰς τὸν δρόμον καὶ ἦλθαν τὰ πτηνὰ καὶ τοὺς ἔφαγαν.5 Ἄλλοι ἔπεσαν εἰς πετρῶδες ἔδαφος, ὄπου δὲν ὑπῆρχε πολὺ χῶμα καὶ γρήγορα ἐβλάστησαν, διότι δὲν ὑπῆρχε βάθος γῆς.6 Ἀλλ’ ὅταν ἀνέτειλε ὁ ἥλιος, ἐκάησαν καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχαν ρίζαν ἐξεράθηκαν.7 Ἄλλοι ἔπεσαν εἰς τὰ ἀγκάθια καὶ ἀνέβηκαν τὰ ἀγκάθια καὶ τοὺς ἔπνιξαν καὶ δὲν ἀπέδωκαν καρπόν.8 Καὶ ἄλλοι ἔπεσαν εἰς καλὸν ἔδαφος καὶ ἀνέβαιναν καὶ ἐμεγάλωναν καὶ ἔφεραν καρπὸν μὲ ἀπόδοσιν τριάντα καὶ ἑξῆντα καὶ ἑκατὸ φορὲς περισσότερο».9 Καὶ τοὺς ἔλεγε, «Ὅποιος ἔχει αὐτιὰ διὰ νὰ ἀκούῃ, ἂς ἀκούῃ».10 Καὶ ὅταν ἦτο μόνος, τὸν ἐρωτοῦσαν ἐκεῖνοι ποὺ ἦσαν μαζί του καὶ οἱ δώδεκα, σχετικῶς μὲ τὴν παραβολήν.11 Καὶ τοὺς ἔλεγε, «Σ’ ἐσᾶς ἔχει δοθῆ τὸ νὰ γνωρίσετε τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, εἰς δὲ τοὺς ἔξω, ὅλα γίνονται μὲ παραβολάς,12 ὥστε νὰ κυττάζουν καλὰ ἀλλὰ νὰ μὴν βλέπουν, καὶ νὰ ἀκούουν καλὰ ἀλλὰ νὰ μὴν καταλαβαίνουν, μὴ τυχὸν μετανοήσουν καὶ συγχωρηθοῦν αἱ ἁμαρτίαι των».13 Καὶ τοὺς λέγει, «Δὲν καταλαβαίνετε τὴν παραβολὴν αὐτὴν καὶ πῶς θὰ καταλάβετε ὅλας τὰς παραβολάς;14 Ἐκεῖνος ποὺ σπέρνει, σπέρνει τὸν λόγον.15 Οἱ σπόροι, ποὺ ἔπεσαν κοντὰ εἰς τὸν δρόμον, εἰκονίζουν ἐκείνους, εἰς τοὺς ὁποίους σπέρνεται ὁ λόγος καὶ ὅταν ἀκούσουν, ἀμέσως ἔρχεται ὁ Σατανᾶς καὶ ἀφαιρεῖ τὸν λόγον τὸν σπαρμένον εἰς τὴν καρδιά τους.16 Ὁμοίως αὐτοὶ ποὺ ἐσπάρθηκαν εἰς τὰ πετρώδη, εἰκονίζουν ἐκείνους, ποὺ ὅταν ἀκούσουν τὸν λόγον ἀμέσως τὸν δέχονται μὲ χαράν,17 δὲν ἔχουν ὅμως ρίζαν μέσα τους ἀλλ’ εἶναι προσωρινοί· ἔπειτα ὅταν ἔλθη στενοχώρια ἢ διωγμὸς ἐξ αἰτίας τοῦ λόγου, ἀμέσως κλονίζονται.18 Καὶ αὐτοί, ποὺ σπέρνονται εἰς τὰ ἀγκάθια, εἰκονίζουν ἐκείνους ποὺ ἄκουσαν τὸν λόγον,19 ἀλλ’ αἱ κοσμικαὶ μέριμναι καὶ ἡ παραπλάνησις ἀπὸ τὸν πλοῦτον καὶ αἱ ἐπιθυμίαι διὰ τὰ λοιπὰ πράγματα μπαίνουν καὶ συμπνίγουν τὸν λόγον καὶ γίνεται ἄκαρπος.20 Καὶ ὅσοι ἐσπάρθηκαν εἰς τὸ καλὸν ἔδαφος εἰκονίζουν ἐκείνους, ποὺ ἀκούουν τὸν λόγον καὶ τὸν δέχονται καὶ φέρουν καρπὸν τριάντα καὶ ἑξῆντα καὶ ἑκατὸ φορὲς περισσότερο».
Διδάγματα ἀπὸ τὸ λυχνάρι καὶ τὸν σπόρον
21 Καὶ τοὺς ἔλεγε, «Μήπως φέρουν τὸ λυχνάρι διὰ νὰ τοποθετηθῇ κάτω ἀπὸ τὸ μόδι ἢ κάτω ἀπὸ τὸ κρεββάτι; Δὲν τοποθετεῖται ἐπάνω εἰς τὸν λυχνοστάτην;22 Διότι δὲν ὑπάρχει κρυφὸ πρᾶγμα, παρὰ διὰ νὰ γίνῃ φανερόν, οὔτε μυστικὸν παρὰ διὰ νὰ φανερωθῇ.23 Ἐὰν κανεὶς ἔχῃ αὐτιὰ διὰ νὰ ἀκούῃ, ἂς ἀκούῃ».24 Τοὺς ἔλεγε ἐπίσης, «Προσέχετε εἰς ὅ,τι ἀκοῦτε. Μὲ τὸ μέτρον ποὺ μετρᾶτε θὰ μετρηθῇ καὶ σ’ ἐσᾶς καὶ θὰ προστεθῇ καὶ ἄλλο σ’ ἐσᾶς ποὺ ἀκοῦτε.25 Διότι εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἔχει κάτι, θὰ δοθῇ καὶ ἄλλο, καὶ ἀπὸ ἐκεῖνον, ποὺ δὲν ἔχει, θὰ τοῦ ἀφαιρεθῇ καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἔχει».26 Καὶ ἔλεγε, «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι σὰν νὰ ρίχνῃ ἕνας ἄνθρωπος τὸν σπόρον εἰς τὴν γῆν,27 καὶ κοιμᾶται καὶ σηκώνεται νύχτα καὶ ἡμέραν καὶ ὁ σπόρος βλαστάνει καὶ μεγαλώνει κατὰ τρόπον ποὺ καὶ ὁ ἴδιος δὲν ξέρει.28 Αὐτομάτως ἡ γῆ φέρει καρπόν, πρῶτα χορτάρι, ἔπειτα στάχυ καὶ ἔπειτα ἀνεπτυγμένο σιτάρι εἰς τὸ στάχυ.29 Ὄταν δὲ ὡριμάσῃ ὁ καρπός, ἀμέσως στέλλει τὸ δρεπάνι, διότι ἔχει ἔλθει ὁ καιρὸς τοῦ θερισμοῦ».30 Καὶ ἔλεγε, «Μὲ τὶ θὰ παρομοιάσωμεν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἢ μὲ ποιὰν παραβολὴν νὰ τὴν περιγράψωμεν;31 Μὲ ἕνα σπόρον σιναπιοῦ, ὁ ὁποῖος ὅταν σπέρνεται εἰς τὴν γῆν, εἶναι μικρότερος ἀπὸ ὅλους τοὺς σπόρους, ποὺ σπέρνονται εἰς τὴν γῆν,32 ἀλλ’ ὅταν σπαρῇ, βλαστάνει καὶ γίνεται μεγαλύτερον ἀπὸ ὅλα τὰ λαχανικὰ καὶ κάνει κλαδιὰ μεγάλα, ὥστε νὰ μποροῦν κάτω ἀπὸ τὴν σκιάν του νὰ κάνουν τὴν φωληά τους πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ».33 Καὶ μὲ τέτοιες πολλὲς παραβολὲς τοὺς ἐκήρυττε τὸν λόγον, σύμφωνα μὲ τὴν δυνατότητα ποὺ εἶχαν νὰ ἐννοοῦν.34 Χωρὶς παραβολὴν δὲν τοὺς ἐμιλοῦσε, ἀλλὰ ἐξηγοῦσε ὄλα ἰδιαιτέρως εἰς τοὺς μαθητάς του.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς σταματᾶ τὴν θύελλαν
35 Τὴν ἡμέραν ἐκείνην, ὄταν ἐβράδυασε, τοὺς εἶπε, «Ἂς περάσωμεν εἰς τὴν ἀπέναντι ὄχθην».36 Καὶ ἀφοῦ ἄφησαν τὸν κόσμον, τὸν ἐπῆραν μαζί τους, ὅπως ἦτο, μέσα εἰς τὸ πλοιάριον. Ἦσαν καὶ ἄλλα πλοιάρια μαζί του.37 Καὶ γίνεται θύελλα μεγάλη καὶ τὰ κύματα ἐκτυποῦσαν ἐπάνω εἰς τὸ πλοιάριον, ὥστε ἄρχισε νὰ γεμίζῃ ἀπὸ νερά.38 Αὐτὸς δὲ ἤτανε εἰς τὴν πρύμνην καὶ ἐκοιμότανε ἐπάνω εἰς τὸ προσκέφαλον. Τότε τὸν ξυπνοῦν καὶ τοῦ λέγουν, «Διδάσκαλε, δὲν σὲ ἐνδιαφέρει ποὺ χανόμαστε;».39 Καὶ ἀφοῦ σηκώθηκε, ἐπέπληξε τὸν ἄνεμον καὶ εἶπε εἰς τὴν θάλασσαν, «Σώπα, βουβάσου». Καὶ ἐσταμάτησε ὁ ἄνεμος καὶ ἔγινε μεγάλη γαλήνη.40 Καὶ τοὺς εἶπε, «Γιατὶ εἶσθε τόσον δειλοί; Πῶς δὲν ἔχετε πίστιν;»41 Καὶ κατελήφθησαν ἀπὸ μεγάλον φόβον καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους, «Ποιὸς ἄραγε εἶναι αὐτὸς, ἀφοῦ καὶ ὁ ἄνεμος καὶ ἡ θάλασσα τὸν ὑπακούουν;».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Ὁ δαιμονισμένος Γαδαρηνὸς θεραπεύεται
1 Καὶ ἦλθαν εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης, εἰς τὴν χῶραν τῶν Γαδαρηνῶν.2 Καὶ κατὰ τὴν ἔξοδόν του ἀπὸ τὸ πλοιάριον, ἀμέσως τὸν συνήντησε ἕνας, ὁ ὁποῖος ἐρχότανε ἀπὸ τὰ μνήματα καὶ εἶχε ἀκάθαρτον πνεῦμα3 καὶ κατοικοῦσε εἰς τὰ μνήματα καὶ οὔτε μὲ ἁλυσίδες μποροῦσε νὰ τὸν δέσῃ κανείς,4 διότι πολλὲς φορὲς τὸν εἶχαν δέσει μὲ δεσμὰ καὶ ἁλυσίδες ἀλλ’ αὐτὸς εἶχε σπάσει τὶς ἁλυσίδες καὶ συντρίψει τὰ δεσμὰ καὶ κανεὶς δὲν εἶχε τὴν δύμναμιν νὰ τὸν δαμάσῃ.5 Πάντοτε νύχτε καὶ ἡμέραν ἔμενε εἰς τὰ μνήματα καὶ τὰ βουνὰ καὶ ἐφώναζε καὶ ἐτραυμάτιζε τὸν ἑαυτόν του μὲ πέτρες.6 Ὄταν εἶδε τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ μακρυά, ἔτρεξε, τὸν προσκύνησε καὶ ἐφώναξε δυνατά,7 «Τὶ ἐπεμβαίνεις σ’ ἐμέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου; Σὲ ἐξορκίζω εἰς τὸν Θεὸν νὰ μὴ μὲ βασανίσῃς».8 Διότι τοῦ ἔλεγε ὁ Ἰησοῦς, «Πνεῦμα ἀκάθαρτον, ἔβγα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον».9 Καὶ τὸν ἐρώτησε, «Ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομά σου;» καὶ αὐτὸς ἀπήντησε, «Λεγεὼν εἶναι τὸ ὄνομά μου, διότι εἴμεθα πολλοί».10 Καὶ πολὺ τὸν παρακαλοῦσε νὰ μὴ τοὺς στείλῃ ἔξω ἀπὸ τὴν χώραν.11 Ἐκεῖ κοντὰ εἰς τὸ ὄρος ἔβοσκε μία μεγάλη ἀγέλη ἀπὸ χοίρους,12 καὶ τὸν παρεκάλεσαν ὅλοι οἱ δαίμονες καὶ τοῦ εἶπαν, «Στείλε μας εἰς τοὺς χοίρους, διὰ νὰ μποῦμε μέσα σ’ αὐτούς».13 Καὶ τοὺς τὸ ἐπέτρεψε. Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκαν τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα, ἐμπῆκαν εἰς τοὺς χοίρους καὶ ὥρμησε ἡ ἀγέλη κάτω πρὸς τὸν κρημνὸν εἰς τὴν λίμνην, ἦσαν δὲ περίπου δύο χιλιάδες καὶ ἐπνίγησαν εἰς τὴν λίμνην.14 Ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς ἔβοσκαν, ἔφυγαν καὶ τὸ ἀνήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τὴν ὕπαιθρον.15 Καὶ ἦλθαν οἱ κάτοικοι νὰ ἰδοῦν τὶ ἔγινε. Ἦλθαν εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ εἶδαν τὸν δαιμονισμένον, ποὺ εἶχε τὸν λεγεῶνα, νὰ κάθεται ντυμένος καὶ νὰ λογικεύεται, καὶ ἐφοβήθηκαν.16 Καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ εἶχαν ἰδῆ τὶ συνέβη εἰς τὸν δαιμονισμένον καὶ εἰς τοὺς χοίρους τοὺς τὰ διηγήθηκαν.17 Καὶ ἄρχισαν νὰ παρακαλοῦν τὸν Ἰησοῦν νὰ φύγῃ ἀπὸ τὰ σύνορά τους.18 Καὶ ἐνῷ ἔμπαινε εἰς τὸ πλοιάριον, τὸν παρακαλοῦσε ἐκεῖνος, ποὺ εἶχε τὰ δαιμόνια, νὰ πάῃ μαζί του.19 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως δὲν τοῦ ἐπέτρεψε ἀλλὰ τοῦ εἶπε, «Πήγαινε εἰς τὸ σπίτι σου, εἰς τοὺς δικούς σου, καὶ νὰ τοὺς πῇς ὄσα ὁ Κύριος σοῦ ἔκανε καὶ πῶς σὲ ἐλέησε».20 Αὐτὸς ἔφυγε καὶ ἄρχισε νὰ κηρύττῃ εἰς τὴν Δεκάπολιν τὶ τοῦ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς καὶ ὅλοι ἐθαύμαζαν.
Ἡ ἀνάστασις τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου καὶ ἡ θεραπεία τῆς αἱμορροούσης
21 Ὅταν ἐπέρασε ὁ Ἰησοῦς μὲ τὸ πλοιάριον εἰς τὴν ἀπέναντι ὄχθην, ἐμαζεύθηκε πολὺς κόσμος γύρω του καὶ ἤτανε κοντὰ εἰς τὴν λίμνην.22 Καὶ ἔρχεται ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχισυναγωγοὺς, ὀνομαζόμενος Ἰάειρος,23 καὶ μόλις τὸν εἶδε, πέφτει εἰς τὰ πόδια του καὶ τὸν παρακαλοῦσε θερμῶς καὶ ἔλεγε, «Τὸ μικρό μου κοριτσάκι βρίσκεται εἰς τὰ τελευταῖα του. Ἔλα νὰ βάλῃς τὰ χέρια σου ἐπάνω της, διὰ νὰ σωθῇ καὶ νὰ ζήσῃ».24 Καὶ ἔφυγε μαζί του καὶ πολὺς κόσμος τὸν ἀκολουθοῦσε καὶ τὸν συμπίεζε.25 Μία γυναῖκα, ἡ ὁποία ἔπασχε ἀπὸ αἱμορραγίαν ἐπὶ δώδεκα ἔτη,26 καὶ εἶχε πολλὰ πάθει ἀπὸ πολλοὺς ἰατροὺς καὶ εἶχε δαπανήσει ὅλα ὅσα εἶχε χωρὶς νὰ ἰδῇ καμμίαν ὠφέλειαν, ἀλλὰ μᾶλλον εἶχε χειροτερέψει,27 ὅταν ἄκουσε ὅσα ἔλεγαν διὰ τὸν Ἰησοῦν, ἦλθε διὰ μέσου τοῦ πλήθους ἀπὸ πίσω καὶ ἄγγιξε τὸ ἔνδυμά του,28 διότι ἔλεγε μέσα της, «Καὶ ἂν ἀκόμη ἀγγίξω τὰ ἐνδύματά του θὰ γίνω καλά».29 Καὶ ἀμέσως ἐξεράθηκε ἡ πηγὴ τῆς αἱμορραγίας της καὶ κατάλαβε εἰς τὸ σῶμά της ὅτι ἐθεραπεύθηκε ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια της.30 Ὁ Ἰησοῦς ἀμέσως ἔννοιωσε μέσα του ὅτι ἐβγῆκε ἀπὸ αὐτὸν δύναμις καὶ ἀφοῦ ἐστράφηκε πρὸς τὸ πλῆθος εἶπε, «Ποιὸς μοῦ ἄγγιξε τὰ ἐνδύματα;».31 Οἱ μαθηταί του τοῦ ἔλεγαν, «Βλέπεις τὸν κόσμον νὰ σὲ συμπιέζῃ καὶ λὲς «Ποιὸς μὲ ἄγγιξε»;».32 Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς ἐκύτταζε γύρω τοῦ διὰ νὰ ἰδῇ ἐκείνην ποὺ τὸ εἶχε κάνει.33 Ἡ γυναῖκα φοβισμένη καὶ τρομαγμένη, ἐπειδὴ ἤξερε τὶ τῆς εἶχε γίνει, ἦλθε καὶ ἔπεσε εἰς τὰ πόδια του καὶ τοῦ εἶπε ὄλη τὴν ἀλήθεια.34 Αὐτὸς δὲ τῆς εἶπε, «Κόρη μου, ἡ πίστις σου σὲ ἔκανε καλά, πήγαινε εἰς εἰρήνην καὶ νὰ εἶσαι ὑγιὴς ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια σου».35 Ἐνῷ αὐτὸς ἀκόμη μιλοῦσε, ἔρχονται ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυναγωγοῦ καὶ λέγουν, «Ἡ θυγατέρα σου ἐπέθανε. Γιατὶ ἐνοχλεῖς ἀκόμη τὸν διδάσκαλον;».36 Ὁ Ἰησοῦς, ἀμέσως ὅταν ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια, λέγει εἰς τὸν ἀρχισυναγωγόν, «Μὴ φοβᾶσαι, μόνον πίστευε».37 Καὶ δὲν ἐπέτρεψε σὲ κανένα νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ παρὰ εἰς τὸν Πέτρον, τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην, τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἰακώβου.38 Καὶ ἔρχεται εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυναγωγοῦ καὶ βλέπει ταραχὴν καὶ ἀνθρώπους νὰ κλαίουν καὶ νὰ ὀδύρωνται δυνατά.39 Ὅταν ἐμπῆκε τοὺς λέγει, «Γιατὶ ταράσσεσθε καὶ κλαῖτε; Τὸ κορίτσι δὲν ἐπέθανε ἀλλὰ κοιμᾶται».40 Καὶ τὸν εἰρωνεύοντο. Ἀλλ’ αὐτὸς ἀφοῦ τοὺς ἔδιωξε ὅλους, παίρνει μαζί του τὸν πατέρα τοῦ κοριτσιοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ ἐκείνους ποὺ ἦσαν μαζί του καὶ μπαίνει ἐκεῖ, ὅπου ἦτο ξαπλωμένο τὸ κορίτσι.41 Καὶ ἀφοῦ ἔπιασε τὸ χέρι τοῦ κοριτσιοῦ, τῆς λέγει, « Ταλιθὰ κοῦμι», τὸ ὁποῖο μεταφρασμένο σημαίνει, «Κορίτσι, σοῦ λέγω, σήκω ἐπάνω».42 Καὶ ἀμέσως ἐσηκώθηκε τὸ κορίτσι καὶ περπατοῦσε· ἦτο δώδεκα ἐτῶν.43 Καὶ ἔμειναν ἀμέσως ἐκστατικοί. Αὐτὸς δὲ τοὺς ἔδωκε αὐστηρὰν παραγγελίαν νὰ μὴ τὸ μάθῃ κανεὶς καὶ εἶπε νὰ τῆς δώσουν νὰ φάγῃ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Εἰς τὴν Ναζαρὲτ δυσπιστοῦν εἰς τὸν Ἰησοῦν
1 Ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἦλθε εἰς τὴν πατρίδα του καὶ τὸν ἀκολούθησαν οἱ μαθηταί του.2 Καὶ ὅταν ἦλθε τὸι Σάββατον, ἄρχισε νὰ διδάσκῃ εἰς τὴν συναγωγὴν καὶ πολλοὶ ποὺ τὸν ἄκουαν ἐδοκίμαζαν ἔκπληξιν καὶ ἔλεγαν, «Ἀπὸ ποῦ τοῦ ἔρχονται αὐτά;», καὶ «Τί σοφία εἶναι αὐτὴ ποὺ τοῦ ἐδόθηκε, διότι ἀκόμη καὶ θαύματα γίνονται μὲ τὰ χέρια του;3 Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ ξυλουργός, ὁ υἱὸς τῆς Μαρίας καὶ ἀδελφὸς τοῦ Ἰακώβου, τοῦ Ἰωσῆ, τοῦ Ἰούδα καὶ τοῦ Σίμωνος; Καὶ δὲν εἶναι οἱ ἀδελφές του ἐδῶ μαζί μας;» καὶ δυσπιστοῦσαν εἰς αὐτόν.4 Ὁ Ἰησοῦς δὲ ἔλεγε, «Δὲν ὑπάρχει προφήτης περιφρονημένος παρὰ εἰς τὴν πατρίδα του καὶ μεταξὺ συγγενῶν του καὶ τῆς οἰκογένειάς του».5 Καὶ δὲν μποροῦσε ἐκεῖ νὰ κάνῃ κανένα θαῦμα παρὰ μόνον ἔβαλε τὰ χέρια εἰς ὀλίγους ἀρρώστους καὶ τοὺς ἐθεράπευσε.6 Καὶ ἐξεπλάγη διὰ τὴν ἀπιστίαν τους. Καὶ περιώδευε τὰ γύρω χωριὰ καὶ ἐδίδασκε.
Ἡ ἀποστολὴ τῶν δώδεκα
7 Καὶ προσκαλεῖ πλησίον του τοὺς δώδεκα καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς ἀποστέλλῃ δύο δύο καὶ τοὺς ἔδωκε ἐξουσίαν ἐπάνω εἰς τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα,8 καὶ τοὺς παρήγγειλε νὰ μὴν βαστάζουν ἐπάνω τους εἰς τὸν δρόμον τίποτε παρὰ μόνον ράβδον, οὔτε ψωμί, οὔτε σάκκον, οὔτε χάλκινα χρήματα εἰς τὴν ζώνην,9 ἀλλὰ νὰ ἔχουν εἰς τὰ πόδια σανδάλια καὶ νὰ μὴ φοροῦν δύο ὑποκάμισα.10 Καὶ τοὺς ἔλεγε, «Εἰς ὅποιο σπίτι μπῆτε, μείνετε ἐκεῖ ἕως ὅτου φύγετε ἀπ’ ἐκεῖνο τὸ μέρος.11 Καὶ ὅσοι δὲν σᾶς δεχθοῦν καὶ δὲν σᾶς ἀκούσουν, τότε, ὅταν θὰ φύγετε ἀπ’ ἐκεῖ, τινάξετε τὴν σκόνην ποὺ εἶναι κάτω ἀπὸ τὰ πόδια σας, διὰ νὰ τοὺς χρησιμεύσῃ ὡς μαρτυρία. Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὀλιγώτερον θὰ ὑποφέρουν τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως παρὰ ἡ πόλις ἐκείνη».12 Αὐτοὶ ἀνεχώρησαν καὶ ἐκήρρυταν ὅτι πρέπει νὰ μετανοήσουν οἱ ἄνθρωποι13 καὶ ἔβγαζαν πολλὰ δαιμόνια καὶ ἄλειφαν πολλοὺς ἀρρώστους μὲ λάδι καὶ τοὺς ἐθεράπευαν.
Ὁ θάνατος τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ
14 Ὁ βασιλεὺς Ἡρώδης ἄκουσε διὰ τὸν Ἰησοῦν, διότι τὸ ὄνομά του εἶχε γίνει γνωστόν, καὶ ἔλεγε ὅτι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς ἀναστήθηκε ἐκ τῶν νεκρῶν καὶ γι’ αὐτὸ αἱ θαυματουργικαὶ δυνάμεις ἐνεργοῦν δι’ αὐτοῦ.15 Ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι εἶναι ὁ Ἠλίας, ἄλλοι ὅτι εἶναι προφήτης σὰν ἕνας ἀπὸ τοὺς Προφήτας.16 Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ Ἡρώδης, εἶπε, «Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰωάννης, τὸν ὁποῖον ἐγὼ ἀποκεφάλισα. Ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν».17 Διότι ὁ Ἡρώδης εἶχε στείλει καὶ συλλάβει τὸν Ἰωάννην καὶ τὸν ἔδεσεν εἰς τὴν φυλακὴν ἐξ αἰτίας τῆς Ἡρωδιάδος, τῆς γυναίκας τοῦ Φιλίππου, τοῦ ἀδελφοῦ του, διότι τὴν εἶχε νυμφευθῆ.18 Καὶ ὁ Ἰωάννης ἔλεγε εἰς τὸν Ἡρώδην, «Δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ ἔχῃς τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου».19 Ἡ δὲ Ἡρωδιὰς ἔτρεφε μνησικακίαν ἐναντίον του καὶ ἤθελε νὰ τὸν σκοτώσῃ, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε,20 διότι ὁ Ἡρώδης ἐφοβότανε τὸν Ἰωάννην, ἐπειδὴ ἤξερε ὅτι ἦτο ἄνδρας δίκαιος καὶ ἅγιος καὶ τὸν ἐπροστάτευε. Τὸν ἄκουε εὐχαρίστως, ἀλλὰ ὅσα ἄκουε τὸν ἔφεραν εἰς μεγάλην ἀπορίαν.21 Κατάλληλη εὐκαιρία παρουσιάσθηκε, ὅταν ὁ Ἡρώδης, τὴν ἑορτὴν τῶν γενεθλίων του, παρέθεσε δεῖπνον εἰς τοὺς μεγιστᾶνας του καὶ εἰς τοὺς χιλιάρχους καὶ εἰς τοὺς προύχοντας τῆς Γαλιλαίας.22 Ὅταν ἐμπῆκε ἡ θυγατέρα τῆς Ἡρωδιάδος καὶ ἐχόρεψε, ἄρεσε εἰς τὸν Ἡρώδην καὶ εἰς τοὺς καλεσμένους, καὶ εἶπε ὁ βασιλεὺς εἰς τὸ κορίτσι, «Ζήτησέ μου ὅ,τι θέλεις καὶ θὰ σοῦ τὸ δώσω».23 Καὶ ὡρκίσθηκε εἰς αὐτήν, «Ὅ,τι δήποτε καὶ ἂν ζητήσῃς, θὰ σοῦ τὸ δώσω, ἕως τὸ μισὸ βασίλειόν μου».24 Αὐτὴ ἐβγῆκε ἔξω καὶ εἶπε εἰς τὴν μητέρα της, «Τί νὰ ζητήσω;». Ἡ μητέρα της τῆς εἶπε, «Τὸ κεφάλι τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ».25 Καὶ ἀμέσως ἐμπῆκε μὲ βῆμα ταχὺ καὶ ἐζήτησε ἀπὸ τὸν βασιλέα, «Θέλω ἀμέσως νὰ μοῦ δώσῃς σ’ ἕνα πιάτο τὸ κεφάλι τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ».26 Καὶ ἐλυπήθηκε ὁ βασιλεύς, ἀλλ’ ἐξ αἰτίας τῶν ὅρκων καὶ τῶν καλεσμένων δὲν ἤθελε νὰ τῆς ἀρνηθῇ.27 Ἀμέσως ὁ βασιλεὺς ἔστειλε δήμιον καὶ διέταξε νὰ φέρῃ τὸ κεφάλι τοῦ Ἰωάννου. Καὶ ἐκεῖνος ἐπῆγε καὶ τὸν ἀπεκεφάλισε εἰς τὴν φυλακὴν28 καὶ ἔφερε τὸ κεφάλι του σ’ ἕνα πιάτο καὶ τὸ ἔδωκε εἰς τὸ κορίτσι καὶ τὸ κορίτσι τὸ ἔδωκε εἰς τὴν μητέρα της.29 Καὶ ὅταν τὸ ἄκουσαν οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἰωάννου, ἦλθαν καὶ ἐπῆραν τὸ σῶμα του καὶ τὸ ἔβαλαν σὲ μνημεῖον.
Ἐπάνοδος τῶν ἀποστόλων
30 Οἱ ἀπόστολοι ἐπέστρεψαν εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ τοῦ ἀνήγγειλαν ὅλα ὅσα ἔκαναν καὶ ἐδίδαξαν.31 Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Ἐλᾶτε μόνοι σας ἰδιαιτέρως εἰς ἀπόμερον τόπον νὰ ἀναπαυθῆτε ὀλίγον», διότι ἦσαν πολλοὶ ποὺ ἤρχοντο καὶ ἔφευγαν καὶ δὲν εἶχαν εὐκαιρίαν οὔτε νὰ φάγουν.32 Καὶ ἔφυγαν μὲ πλοιάριον εἰς ἔρημον τόπον μόνοι τους.33 Πολλοὶ τοὺς εἶδαν νὰ φεύγουν καὶ τοὺς ἀνεγνώρισαν καὶ ἔτρεξαν ἐκεῖ πεζῆ ἀπὸ ὅλας τὰς πόλεις καὶ ἔφθασαν πρῖν ἀπὸ αὐτούς.34 Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐβγῆκε εἰς τὴν ξηράν, εἶδεν πολὺν κόσμον καὶ τοὺς σπλαγχνίσθηκε, διότι ἦσαν σὰν πρόβατα, ποὺ δὲν εἶχαν βοσκόν. Καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς διδάσκῃ πολλά.35 Καὶ ὅταν εἶχεν ἤδη περάσει πολλὴ ὥρα, τὸν ἐπλησίασαν οἱ μαθηταί του καὶ τοῦ ἔλεγαν, «Ὁ τόπος εἶναι ἔρημος καὶ ἡ ὥρα ἔχει περάσει.36 Ἄφησέ τους, νὰ πάνε εἰς τὰ γύρω χωριὰ καὶ τὰς κωμοπόλεις καὶ νὰ ἀγοράσουν διὰ τὸν ἑαυτόν τους ψωμί, διότι δὲν ἔχουν τί νὰ φάγουν».37 Ἐκεῖνος δὲ ἀπήντησε, «Δῶστέ τους σεῖς νὰ φάγουν». Καὶ τοῦ λέγουν, «Νὰ πᾶμε νὰ ἀγοράσωμε ψωμιὰ ἀξίας διακοσίων δηναρίων καὶ νὰ τοὺς δώσουμε νὰ φάγουν;».38 Αὐτὸς δὲ τοὺς λέγει, «Πόσα ψωμιὰ ἔχετε; Πηγαίνετε νὰ ἰδῆτε». Καὶ ἀφοῦ ἐξακρίβωσαν, εἶπαν, «Πέντε καὶ δύο ψάρια».39 Καὶ τοὺς διέταξε νὰ ξαπλώσουν ὅλοι ἐπάνω εἰς τὸ χλωρὸ χορτάρι ὁμάδες ὁμάδες.40 Καὶ ἐξαπλώθηκαν ὁμάδες ὁμάδες εἰς τὸ πράσινο χορτάρι ἀνὰ ἑκατὸ καὶ ἀνὰ πενῆντα.41 Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρε τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ τὰ δύο ψάρια καὶ ἔστρεψε τὸ βλέμμα εἰς τὸν οὐρανόν, εὐλόγησε καὶ ἔκοψε τὸ ψωμὶ σὲ κομμάτια καὶ τὰ ἔδωκε εἰς τοὺς μαθητὰς διὰ νὰ τοὺς τὰ δώσουν. Ἐμοίρασε καὶ τὰ δύο ψάρια ψάρια εἰς ὅλους.42 Καὶ ἔφαγαν ὅλοι καὶ ἐχόρτασαν.43 Καὶ ἐσήκωσαν δώδεκα κοφίνια γεμᾶτα ἀπὸ κομμάτια καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια.44 Καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ ἔφαγαν τὰ ψωμιὰ ἦσαν πέντε χιλιάδες ἄνδρες.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς περπατεῖ ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν
45 Καὶ ἀμέσως ἀνάγκασε τοὺς μαθητάς του νὰ μποῦν εἰς τὸ πλοιάριον καὶ νὰ μεταβοῦν πρὶν ἀπὸ αὐτὸν εἰς τὸ ἀντικρυνὸ μέρος πρὸς τὴν Βηθσαϊδάν, ἕως ὅτου αὐτὸς διαλύσῃ τὸν κόσμον.46 Καὶ ἀφοῦ τοὺς ἀπεχαιρέτησε, ἐπῆγε εἰς τὸ βουνὸ διὰ νὰ προσευχηθῇ.47 Καὶ ὅταν ἐβράδυασε, τὸ πλοιάριον ἦτο εἰς τὸ μέσον τῆς λίμνης καὶ αὐτὸς ἦτο μόνος εἰς τὴν ξηράν.48 Καὶ ὅταν τοὺς εἶδε νὰ βασανίζωνται μὲ τὴν κωπηλασίαν, διότι ὁ ἄνεμος τοὺς ἦτο ἀντίθετος, κατὰ τὴν τετάρτην νυχτερινὴ βάρδια, ἔρχεται πρὸς αὐτοὺς περπατώντας ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἤθελε νὰ τοὺς προσπεράσῃ.49 Αὐτοὶ ὅταν τὸν εἶδαν νὰ περπατῇ ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν, ἐνόμισαν ὅτι εἶναι φάντασμα καὶ ἐφώναξαν, διότι ὅλοι τὸν εἶχαν ἰδῆ, καὶ ἐταράχθησαν.50 Αὐτὸς ἀμέσως τοὺς μίλησε καὶ τοὺς εἶπε, «Ἔχετε θάρρος, ἐγὼ εἶμαι. Μὴ φοβᾶσθε».51 Καὶ ἀνέβηκε σ’ αὐτοὺς εἰς τὸ πλοιάριον καὶ ἐσταμάτησε ὁ ἄνεμος καὶ ἐδοκίμασαν μέσα τους πολὺ μεγάλην ἔκπληξιν καὶ ἐθαύμαζαν,52 διότι δὲν εἶχαν καταλάβει τί εἶχε γίνει μὲ τὰ ψωμιὰ ἀλλ’ ἡ καρδιά τους ἦτο πωρωμένη.
Θεραπεῖαι εἰς Γεννησαρέτ
53 Ἀφοῦ διέσχισαν τὴν λίμνην, ἦλθαν εἰς τὴν Γεννησαρὲτ καὶ ἀγκυροβόλησαν.54 Ὅταν ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸ πλοιάριον, ἀμέσως οἱ ἄνθρωποι τὸν ἀνεγνώρισαν55 καὶ περιέτρεξαν ὅλα τὰ περίχωρα ἐκεῖνα καὶ ἄρχισαν νὰ φέρουν τοὺς ἀσθενεῖς ἐπάνω σὲ κρεββάτια, ἐκεῖ ποὺ ἄκουσαν ὅτι βρίσκεται.56 Καὶ ὅπου ἔμπαινε, σὲ χωριὰ ἢ σὲ πόλεις ἢ στὴν ὕπαιθρον, ἔβαζαν τοὺς ἀσθενεῖς εἰς τὴν ἀγορὰν καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς ἀφήσῃ νὰ ἀγγίξουν ἔστω καὶ τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός του, καὶ ὅσοι τὸν ἄγγιζαν ἐγιατρεύοντο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀποκρίνεται εἰς τὰς ἐπικρίσεις ὅτι παραβαίνει τοὺς τύπους τοῦ νόμου
1 Οἱ Φαρισαῖοι καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἔλθει ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα,2 ἐμαζεύθηκαν πλησίον του καὶ ὅταν εἶδαν ὅτι μερικοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητάς του τρώγουν ψωμὶ μὲ ἀκάθαρτα χέρια, δηλαδὴ ἄπλυτα,3 τοὺς κατηγοροῦσαν – διότι οἱ Φαρισαῖοι καὶ ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι, ἐὰν δὲν πλύνουν τὰ χέρια μέχρι τοῦ καρποῦ, δὲν τρώγουν, έπειδὴ κρατοῦν τὴν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων,4 καὶ ὅταν ἐπιστρέφουν ἀπὸ τὴν ἀγοράν, ἐὰν δὲν πλυθοῦν, δὲν τρώγουν. Ὑπάρχουν καὶ ἄλλαι πολλαὶ παραδόσεις ποὺ κρατοῦν, πλύσεις ποτηριῶν καὶ σκευῶν καὶ χαλκίνων ἀντικειμένων καὶ κλινῶν5 ἔπειτα τὸν ἐρωτοῦν οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς, «Γιατὶ δὲν βαδίζουν οἱ μαθηταί σου σύμφωνα πρὸς τὴν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων ἀλλὰ τρώγουν μὲ ἀκάθαρτα χέρια;».6 Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε, «Καλὰ ἐπροφήτευσε ὁ Ἡσαΐας γιὰ σᾶς τοὺς ὑποκριτάς, καθὼς εἶναι γραμμένον, Ὁ λαὸς αὐτὸς μὲ τὰ χείλη μὲ τιμᾶ, ἐνῷ ἡ καρδιά τους εἶναι μακρυὰ ἀπὸ ἐμέ,7 τοῦ κάκου μάλιστα μὲ σέβονται, διότι διδάσκουν διδασκαλίας, ποὺ εἶναι ἀνθρώπιναι ἐντολαί.8 Ἀφήνετε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ καὶ κρατᾶτε τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, πλύσεις σκευῶν καὶ ποτηριῶν καὶ ἄλλα τέτοια παρόμοια κάνετε».9 Καὶ τοὺς ἔλεγε, «Ὡραῖα, παραβαίνετε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ φυλάξετε τὴν παράδοσίν σας.10 Ὁ Μωϋσῆς εἶπε, «Νὰ τιμᾷς τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου» καὶ «Ἐκεῖνος ποὺ λέγει κακὰ ἐναντίον τοῦ πατέρα του ἢ τῆς μητέρας του, πρέπει νὰ θανατώνεται».11 Σεῖς ὅμως λέτε, «Ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος πῇ εἰς τὸν πατέρα του ἢ τὴν μητέρα του, Ἐκεῖνο ποὺ ἔχεις νὰ ὠφεληθῇς ἀπὸ ἐμὲ εῑναι Κορβᾶν», δηλαδὴ δῶρον εἰς τὸν Θεόν,12 τότε δὲν τὸν ἀφήνετε νὰ κάμῃ πλέον τίποτε διὰ τὸν πατέρα του ἢ τὴν μητέρα του13 καὶ ἔτσι ἀκυρώνετε τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν παράδοσίν σας,τὴν ὁποίαν διαβιβάζετε. Καὶ πολλὰ παρόμοια πράγματα κάνετε».14 Καὶ ἀφοῦ προσκάλεσε πάλιν τὸ πλῆθος τοὺς ἔλεγε, «Ἀκοῦστε με ὅλοι καὶ καταλάβετε.15 Κανένα πρᾶγμα, ποὺ μπαίνει εἰς τὸν ἄνθρωπον ἀπ’ ἔξω, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὸν κάνῃ ἀκάθαρτον. Ἀλλ’ ἐκεῖνα ποὺ βγαίνουν, αὐτὰ κάνουν τὸν ἄνθρωπον ἀκάθαρτον. [Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει αὐτιὰ διὰ νὰ ἀκούῃ, ἂς ἀκούῃ]».16 Καὶ ὅταν ἔφυγαν ἀπὸ τὸ πλῆθος καὶ ἐμπῆκαν εἰς τὸ σπίτι,17 τὸν ἐρωτοῦσαν οἱ μαθηταί του σχετικῶς μὲ τὴν παραβολήν.18 Καὶ τοὺς λέγει, «Ἀκόμη καὶ σεῖς εἶσθε ἀνόητοι; Δὲν καταλαβαίνετε ὅτι κάθε τι, ποὺ μπαίνει εἰς τὸν ἄνθρωπον ἀπ’ ἔξω, δὲν μπορεῖ νὰ τὸν κάνῃ ἀκάθαρτον;19 Διότι δὲν μπαίνει μέσα εἰς τὴν καρδιά του ἀλλὰ εἰς τὴν κοιλιὰ καὶ ἀποβάλλεται εἰς τὸ ἀποχωρητήριον».20 Καὶ ἔτσι ὅλα τὰ φαγητὰ τὰ κηρύττει καθαρά, ἔλεγε δέ, «Ἐκεῖνο, ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, αὐτὸ κάνει τὸν ἄνθρωπον ἀκάθαρτον.21 Διότι ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιὰ τῶν ἀνθρώπων βγαίνουν αἱ σκέψεις αἱ κακαί, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, φόνοι,22 κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, ἀσέλγεια, ὀφθαλμὸς πονηρός, βλασφήμια, ὑπερηφάνεια, μωρία.23 Ὅλα αὐτὰ τὰ κακὰ βγαίνουν ἀπὸ μέσα καὶ κάνουν τὸν ἄνθρωπον ἀκάθαρτον».
Θεραπεία μιᾶς ἐθνικῆς κόρης
24 Ἀπ’ ἐκεῖ ἐσηκώθηκε καὶ ἐπῆγε εἰς τὰ σύνορα τῆς Τύρου καὶ τῆς Σιδῶνος. Ἐμπῆκε εἰς ἕνα σπίτι καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὸ μάθῃ κανείς, δὲν μπόρεσε ὅμως νὰ δθαφύγῃ τὴν προσοχήν.25 Ἀλλ’ ἀμέσως μιὰ γυναῖκα, τῆς ὁποίας τὸ κοριτσάκι εἶχε πνεῦμα ἀκάθαρτον, ὅταν ἄκουσε γι’ αὐτόν, ἦλθε καὶ ἔπεσε εἰς τὰ πόδια του.26 Ἦτο δὲ ἡ γυναῖκα εἰδωλολάτρις καὶ κατὰ τὴν καταγωγὴν Συροφοινίκισσα καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ βγάλῃ τὸ δαιμόνιον ἀπὸ τὴν θυγατέρα της.27 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τῆς εἶπε, «Ἄφησε πρῶτα νὰ χορτάσουν τὰ παιδιά, διότι δὲν εἶναι σωστὸ νὰ πάρωμε τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν καὶ νὰ τὸ ρίξουμε στὰ σκυλιά».28 Αὐτὴ δὲ ἀπήντησε, «Ναί, Κύριε, καὶ τὰ σκυλιὰ κάτω ἀπὸ τὸ τραπέζι τρώγουν ἀπὸ τὰ ψίχουλα τῶν παιδιῶν».29 Καὶ αὐτὸς τῆς εἶπε, «Γι’ αὐτὸ ποὺ εἶπες πήγαινε, ἔχει φύγει τὸ δαιμόνιον ἀπὸ τὴν θυγατέρα σου».30 Καὶ ὅταν ἐπῆγε εἰς τὸ σπίτι της εὑρῆκε τὸ παιδὶ ξαπλωμένο εἰς τὸ κρεββάτι καὶ τὸ δαιμόνιον εἶχε ἤδη φύγει.
Θεραπεία κωφαλάλου
31 Πάλιν ἐβγῆκε ἀπὸ τὰ σύνορα τῆς Τύρου καὶ Σιδῶνος καὶ ἦλθε εἰς τὴν λίμνην τῆς Γαλιλαίας διὰ μέσου τῶν συνόρων τῆς Δεκαπόλεως.32 Καὶ τοῦ φέρνουν ἕναν κωφὸ καὶ μουγγόν, καὶ τὸν παρακαλοῦν νὰ βάλῃ τὸ χέρι ἐπάνω του.33 Ἀφοῦ τὸν ἐπῆρε κατὰ μέρος, μακρυὰ ἀπὸ τὸ πλῆθος, ἔβαλε τὰ δάκτυλά του εἰς τὰ αὐτιά του καὶ ἀφοῦ ἔφτυσε, ἄγγιξε τὴν γλῶσσα του.34 Ἔστρεψε κατόπιν τὸ βλέμμα του εἰς τὸν οὐρανόν, ἐστέναξε καὶ τοῦ λέγει, «Ἐφφαθά», τὸ ὁποῖον σημαίνει, «Ν’ ἀνοιχθῇς».35 Καὶ ἄνοιξαν τὰ αὐτιά του καὶ ἐλύθηκε τὸ δέσιμο τῆς γλῶσσας του καὶ μιλοῦσε ὀρθά.36 Καὶ παρήγγειλε εἰς αὐτοὺς νὰ μὴ τὸ ποῦν σὲ κανένα. Ὅσον δὲ τοὺς παρήγγειλε τόσον περισσότερον αὐτοὶ τὸ διεκήρυτταν.37 Καὶ ἐδοκίμαζαν μεγάλην ἔκπληξιν καὶ ἔλεγαν, «Ὅλα τὰ ἔκανε καλά· καὶ τοὺς κωφοὺς κάνει νὰ ἀκούουν καὶ τοὺς μουγγοὺς νὰ μιλοῦν».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Ὁ χορτασμὸς τῶν τεσσάρων χιλιάδων
1 Κατ’ ἐκείνας τὰς ἡμεράς, ἐπειδὴ εἶχεν μαζευθῆ πάλιν πολὺς κόσμος καὶ δὲν εἶχαν νὰ φάγουν, προσκάλεσε ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητάς του,2 καὶ τοὺς λέγει, «Σπλαγχνίζομαι τὸ πλῆθος, διότι ἤδη ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας εἶναι μαζί μου καὶ δὲν ἔχουν τὶ νὰ φάγουν,3 Καὶ ἐὰν τοὺς στείλω νηστικοὺς εἰς τὸ σπίτι τους, εἰς τὸν δρόμον θὰ ἀποκάμουν. Διότι μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔχουν ἔλθει ἀπὸ μακρυνὰ μέρη».4 Καὶ οἱ μαθηταί του τοῦ ἀπεκρίθησαν, «Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ τοὺς χορτάσῃ κανεὶς ἀπὸ ψωμὶ ἐδῶ εἰς τὸν ἔρημον τόπον;».5 Καὶ τοὺς ἐρώτησε, «Πόσα ψωμιὰ ἔχετε;», ἐκεῖνοι δὲ εἶπαν, «Ἑπτά».6 Καὶ παραγγέλει εἰς τὸ πλῆθος νὰ ξαπλώσουν εἰς τὴν γῆν. καὶ ἀφοῦ ἐπῆρε τὰ ἑτπὰ ψωμιὰ καὶ εὐχαρίστησε τὸν Θεόν, τὰ ἔκοψε σὲ κομμάτια καὶ τὰ ἔδωσε εἰς τοὺς μαθητάς του διὰ νὰ τὰ προσφέρουν, καὶ αὐτοὶ τὰ προσέφεραν εἰς τὸ πλῆθος.7 Καὶ εἶχαν λίγα ψαράκια· καὶ ἀφοῦ τὰ εὐλόγησε, εἶπε νὰ προσφέρουν καὶ αὐτά.8 Καὶ ἔφαγαν καὶ ἐχόρτασαν καὶ ἐσήκωσαν ὅ,τι περίσσεψε, ἑπτὰ κοφίνια γεμᾶτα ἀπὸ κομμάτια.9 Ἦσαν δὲ περίπου τέσσερις χιλιάδες. Καὶ τοὺς διέλυσε.10 Καὶ ἀμέσως ἐμπῆκε εἰς τὸ πλοιάριον μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του καὶ ἦλθε εἰς τὰ μέρη Δαλμανουθά.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐπικρίνει τὴν τύφλωσιν τῶν μαθητῶν
11 Ἦλθαν οἱ Φαρισαῖοι καὶ ἄρχισαν νὰ συζητοῦν μαζί του καὶ τοῦ ζητοῦσαν ἕνα θαῦμα ἀπὸ τὸν οὐρανόν, μὲ σκοπὸν νὰ τὸν ἐκθέσουν.12 Καὶ ἀναστέναξε μέσα του καὶ ἔλεγε, «Διατὶ ἡ γενεὰ αὐτὴ ζητεῖ θαῦμα; Ἀλήθεια σᾶς λέγω, δὲν θὰ δοθῇ θαῦμα εἰς τὴν γενεὰν αὐτήν».13 Καὶ ὅταν τοὺς ἄφησε ἐμπῆκε εἰς τὸ πλοιάριον καὶ ἔφυγε εἰς τὴν ἀντίπεραν.14 Εἶχαν λησμονήσει νὰ πάρουν ψωμὶ καὶ δὲν εἶχαν παρὰ ἕνα καρβέλι μαζί τους εἰς τὸ πλοιάριον.15 Καὶ τοὺς καθιστοῦσε προσεκτικοὺς καὶ τοὺς ἔλεγε, «Ἔχετε τὸν νοῦ σας, προσέχετε ἀπὸ τὸ προζύμι τῶν Φαρισαίων καὶ ἀπὸ τὸ προζύμι τοῦ Ἡρώδη”»16 Καὶ αὐτοὶ ἐσκέπτοντο μεταξύ τους ὅτι δὲν ἔχουν ψωμί.17 Ὅταν τὸ ἀντελήφθη τοὺς λέγει, «Γιατὶ σκέπτεσθε ὅτι δὲν ἔχετε ψωμί; Ἀκόμη δὲν ἐννοεῖτε καὶ δὲν καταλαβαίνετε; Ἀκόμη ἔχετε πωρωμένη τὴν καρδιά σας;18 Ἄν καὶ ἔχετε μάτια, δὲν βλέπετε, καὶ ἄν καὶ ἔχετε αὐτιά, δὲν ἀκοῦτε;19 Δὲν θυμᾶσθε ὅταν ἔκοψα τὰ πέντε ψωμιὰ διὰ τοὺς πέντε χιλιάδες ἀνθρώπους, πόσα κοφίνια γεμᾶτα ἀπὸ κομμάτια ἐσηκώσατε;».20 Λέγουν εἰς αὐτόν, «Δώδεκα». «Ὅταν δὲ ἔκοψα τὰ ἑπτὰ ψωμιὰ διὰ τοὺς τέσσερις χιλιάδες ἀνθρώπους, πόσα κοφίνια γεμᾶτα ἐπὸ κομμάτια ἐσηκώσατε;».21 Αυτοὶ εἶπαν, «Ἑπτά». Καὶ τοὺς εἶπε, «Ἀκόμη δὲν καταλαβαίνετε;».
Θεραπεία τυφλοῦ τῆς Βηθσαϊδά
22 Καὶ ἔρχεται εἰς τὴν Βηθσαϊδάν. Καὶ τοῦ φέρνουν ἕναν τυφλὸν καὶ τὸν παρακαλοῦν νὰ τὸν ἀγγίξῃ.23 Καὶ ἐπῆρε τὸν τυφλὸν ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν ἔφερε ἔξω ἀπὸ τὸ χωριὸ καὶ ἀφοῦ ἔφτυσε εἰς τὰ μάτια του καὶ ἔβαλε τὰ χέρια ἐπάνω του, τὸν ἐρωτοῦσε, ἐὰν βλέπῃ τίποτε.24 Καὶ αὐτὸς ἐκύτταξε πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ εἶπε, «Βλέπω τοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ φαίνονται σὰν δένδρα νὰ περπατοῦν».25 Ἔπειτα πάλιν ἔβαλε τὰ χέρια εἰς τὰ μάτια του καὶ τὸν ἔκαμε νὰ βλέπῃ καλὰ καὶ ἀποκαταστάθηκε καὶ ἔβλεπε ὅλους καθαρά.26 Καὶ τὸν ἔστειλε εἰς τὸ σπίτι του καὶ τοῦ εἶπε, «Οὔτε στὸ χωριὸ νὰ μπῇς οὐτε σὲ κανένα τοῦ χωριοῦ νὰ πῇς τίποτε».
Ὁ Πέτρος ὁμολογεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός
27 Ἐβγῆκε ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταί του εἰς τὰ χωριὰ τῆς Καισαρείας, τὴν ὁποίαν ἔκτισε ὁ Φίλιππος. Καὶ εἰς τὸν δρόμον ἐρωτοῦσε τοὺς μαθητάς του, «Ποιὸς λέγουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶμαι;».28 Αὐτοὶ δὲ ἀπήντησαν, «Ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς καὶ ἄλλοι ὁ Ἠλίας, ἄλλοι δὲ ἕνας ἀπὸ τοὺς προφήτας».29 Καὶ αὐτὸς τοὺς ἐρώτησε, «Σεῖς ποιὸς λέτε ὅτι εἶμαι;». Ἀπεκρίθη ὁ Πέτρος, «Σὺ εἶσαι ὀ Χριστός».
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς προλέγει τὸν θάνατον καὶ τὴν ἀνάστασίν του
30 Καὶ τοὺς διέταξε αὐστηρὰ νὰ μὴ μιλοῦν σὲ κανένα γι’ αὐτόν.31 Καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς διδάσκῃ ὅτι πρέπει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ πάθῃ πολλὰ καὶ νὰ ἀποδοκιμασθῇ ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς γραμματεῖς καὶ νὰ θανατωθῇ καὶ μετὰ τρεῖς ἡμέρας νὰ ἀναστηθῇ.32 Καὶ ἔλεγε αὐτὰ φανερά, ὁ δὲ Πέτρος τὸν ἐπῆρε ἰδιαιτέρως καὶ ἄρχισε νὰ τὸν ἐπιπλήττῃ.33 Ἐκεῖνος δὲ ἀφοῦ ἐστράφηκε πρὸς τὰ πίσω καὶ εἶδε τοὺς μαθητάς του, ἐπέπληξε τὸν Πέτρον καὶ εἶπε, «Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ, διότι δὲν φρονεῖς ἐκεῖνα, ποὺ ἀρέσουν εἰς τὸν Θεὸν ἀλλ’ ἐκεῖνα ποὺ ἀρέσουν εἰς τοὺς ἀνθρώπους».
Κλῆσις εἰς αὐταπάρνησιν
34 Καὶ ἀφοῦ ἐκάλεσε τὸ πλῆθος μαζί μὲ τοὺς μαθητάς του τοὺς εἶπε, «Ἐὰν κανεὶς θέλῃ νὰ μὲ ἀκολουθήσῃ, ἂς ἀπαρνηθῇ τὸν ἑαυτόν του καὶ ἂς σηκώσῃ τὸν σταυρόν του καὶ ἂς μὲ ἀκολουθήσῃ.35 Διότι ὅποιος θέλει νὰ σώσῃ τὴν ζωήν του, αὐτὸς θὰ τὴν χάσῃ, ἐκεῖνος δὲ ποὺ θὰ χάσῃ τὴν ζωήν του ἐξ αἰτίας ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, αὐτὸς θὰ τὴν σώσῃ.36 Διότι τὶ θὰ ὠφελήσῃ τὸν ἄνθρωπον νὰ κερδίσῃ τὸν κόσμον ὅλον καὶ νὰ ζημιωθῇ τὴν ψυχήν του;37 Ἢ τί ἀντάλλαγμα εἶναι δυνατὸν νὰ δώσῃ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὴν ψυχήν του;
38 Διότι ὅποιος ἐντρέπεται δι’ ἐμὲ καὶ διὰ τοὺς λόγους μου εἰς τὴν γενεὰν αὐτὴν τὴν μοιχαλίδα καὶ ἁμαρτωλὴν καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ αἰσθανθῇ ντροπὴ γι’ αὐτόν, ὅταν ἔλθῃ μὲ ὅλην τὴν δόξαν τοῦ Πατέρα του μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
1 Καὶ τοὺς ἔλεγε «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι ὑπάρχουν μερικοὺ ἀπὸ αὐτοὺς, ποὺ στέκονται ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ γευθοῦν θάνατον, ἕως ὅτου ἰδοῦν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ νὰ ἔρχεται μὲ δύναμιν».
Ἡ Μεταμόρφωσις
2 Καὶ ὕστερα ἀπὸ ἕξη ἡμέρας παίρνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρον, τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην καὶ τοὺς ἀνεβάζει σ’ ἕνα ψηλὸ βουνὸ ἰδιαιτέρως μόνους καὶ μεταμορφώθηκε μπροστά τους.3 Καὶ τὰ ἐνδύματά του ἔγιναν ἀστραφτερά, πολὺ λευκὰ σὰν τὸ χιόνι, ὅσον κανεὶς βαφεὺς εἰς τὴν γῆν δὲν μπορεῖ νὰ τὰ λευκάνῃ.4 Καὶ παρουσιάσθηκε εἰς αὐτοὺς ὁ Ἠλίας μαζὶ μὲ τὸν Μωϋσῆν καὶ συνωμιλοῦσαν μὲ τὸν Ἰησοῦν.5 Τότε ἔλαβε τὸν λόγον ὁ Πέτρος καὶ εἶπε εἰς τὸν Ἰησοῦν, «Ραββί, καλὸν εἶναι νὰ μείνωμεν ἐδῶ· ἄς κάνωμεν τρεῖς σκηνές, μίαν γιὰ σένα, μίαν διὰ τὸν Μωϋσῆν καὶ μίαν διὰ τὸν Ἠλίαν».6 Δὲν ἤξερε τὶ νὰ πῇ, διότι ἦσαν τρομαγμένοι.7 Τότε ἦλθε ἕνα σύννεφο καὶ τοὺς ἐσκέπασε καὶ φωνὴ ἀκούσθηκε ἀπὸ τὸ σύννεφο, «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υ»΄ος μου ὁ ἀγαπητός, αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε».8 Καὶ ἔξαφνα ὅταν ἔστρεψαν τὰ βλέμματα γύρω, δὲν εἶδαν πλέον κανένα μαζί τους παρὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον.9 Καὶ ἐνῷ κατέβαιναν ἀπὸ τὸ βουνό, τοὺς διέταξε νὰ μὴ διηγηθοῦν σὲ κανένα ὅσα εἶδαν, παρὰ μόνο ὅταν ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀναστηθῇ ἐκ νεκρῶν.10 Καὶ ἐκράτησαν τὸν λόγον καὶ συζητοῦσαν μεταξύ τους τὶ σημαίνει τὸ νὰ ἀναστηθῇ ἐκ νεκρῶν.11 Καὶ τὸν ρωτοῦσαν, «Γιατὶ λέγουν οἱ γραμματεῖς ὅτι πρέπει νὰ ἔλθῃ πρῶτα ὁ Ἠλίας;».12 Αὐτὸς δὲ τοὺς ἀπάντησε, «Ὁ Ἠλίας ἀφοῦ ἔλθῃ πρῶτα, θὰ ἀποκαταστήσῃ ὅλα. Καὶ πῶς εἶναι γραμμένον διὰ τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ὅτι θὰ πάθῃ πολλὰ καὶ θὰ περοφρονηθῇ;13 Ἀλλὰ σᾶς λέγω, ὅτι καὶ ὁ Ἠλίας ἔχει ἔλθει καὶ τοῦ ἔκαμαν ὅσα ἠθέλησαν, καθὼς εἶναι γραμμένον γι’ αὐτόν».14 Ὅταν ἦλθε εἰς τοὺς μαθητάς, εἶδε νὰ τοὺς ἔχῃ περιστοιχίσει πολὺς κόσμος καὶ γραμματεῖς νὰ συζητοῦν μαζί τους.15 Καὶ ἀμέσως ὅλος ὁ κόσμος, μόλις τὸν εἶδαν, ἐθαμβώθηκαν καὶ ἔτρεξαν νὰ τὸν χαιρετίσουν.16 Καὶ αὐτὸς ἐρώτησε τοὺς γραμματεῖς, «Τὶ συζητεῖτε μαζί τους;».17 Καὶ ἕνας ἀπὸ τὸ πλῆθος ἀπεκρίθη, «Διδάσκαλε σοῦ ἔφερα τὸν υἱόν μου, ποὺ ἔχει πνεῦμα ἄλαλον.18 Ὅταν τὸν πιάσῃ, τὸν ρίχνει κάτω καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τὰ δόντια καὶ γίνεται ξερός. Καὶ εἶπα εἰς τοὺς μαθητάς σου νὰ τὸ βγάλουν ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν».19 Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη, «Ὦ γενεὰ ἄπιστη, ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας, ῎εως πότε θὰ σᾶς ἀνέχομαι; Φέρετέ τον σ’ ἐμέ».20 Καὶ τοῦ τὸν ἔφεραν. Καὶ μόλις τὸ πνεῦμα τὸν εἶδε, ἀμέσως τὸν συνετάραξε καὶ ἔπεσε εἰς τὴν γῆν καὶ ἐκυλιότανε καὶ ἄφριζε.21 Καὶ ἐρώτησε τὸν πατέρα του, «Πόσος καιρὸς εἶναι ἀπὸ τότε ποὺ συνέβη αὐτό;». Αὐτὸς δὲ εἶπε, «Ἀπὸ παιδικῆς ἡλικίας.22 Πολλὲς φορὲς καὶ στὴν φωτιὰ τὸν ἔρριξε καὶ στὰ νερά, διὰ νὰ τὸν ἐξολοθρεύσῃ. Ἀλλ’ ἂν μπορῇς νὰ κάνῃς τίποτε βοήθησέ μας, σπλαγχνίσου μας».23 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Ἐὰν μπορῇς νὰ πιστέψῃς ὅλα εἶναι δυνατὰ εἰς ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει».24 Τότε φώναξε ἀμέσως ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ καὶ μὲ δάκρυα εἶπε, «Πιστεύω, Κύριε, βοήθησε τὴν ἀπιστίαν μου».25 Ὅταν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶδε ὅτι μαζεύεται κόσμος, ἐπέπληξε τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον καὶ τοῦ εἶπε, «Τὸ ἄλαλον καὶ κωφὸν πνεῦμα, ἐγὼ σὲ διατάσσω, ἔβγα ἀπὸ αὐτὸν καὶ νὰ μὴ μπῇς ποτὲ πλέον μέσα του».26 Αὐτὸ, ἀφοῦ ἐφώναξε καὶ τὸν ἐσπάραξε δυνατά, ἐβγῆκε, τὸ δὲ παιδὶ ἔγινε σὰν νεκρός, ὥστε πολλοὶ νὰ λέγουν ὅτι πέθανε.27 Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι, τὸν ἐσήκωσε καὶ ἐστάθηκε ὄρθιος.28 Καὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐμπῆκε εἰς τὸ σπίτι, τὸν ἐρώτησαν οἱ μαθηταί του ἰδιαιτέρως, «Γιατὶ ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νὰ τ[ο βγάλωμε;».29 Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Τὸ γένος αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ βγῇ μὲ κανένα ἄλλο μέσον παρὰ μὲ προσευχὴ καὶ νηστείαν».
Δεύτερη πρόρρησις τοῦ θανάτου του
30 Καὶ ὅταν ἔφυγαν ἀπὸ ἐκεῖ, ἐπερνοῦσαν διὰ τῆς Γαλιλαίας καὶ ὁ Ἰησοῦς δὲν ἤθελε νὰ μάθῃ κανεὶς τίποτε,31 διότι ἐδίδασκε τοὺς μαθητάς του καὶ τοὺς ἔλεγε ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ παραδοθῇ εἰς τὰ χέρια ἀνθρώπων καὶ θὰ τὸν θανατώσουν καὶ ἀφοῦ θανατωθῇ, τὴν τρίτην ἡμέραν θὰ ἀναστηθῇ.32 Ἀλλ’ αὐτοὶ δὲν καταλάβαιναν τὶ ἔλεγε καὶ ἐφοβοῦντο νὰ τὸν ἐρωτήσουν.
Διδασκαλία περὶ ταπεινοφροσύνης καὶ ἀνοχῆς
33 Καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Καπερναοὺμ. Καὶ ὅταν ἤτανε στὸ σπίτι, τοὺς ἐρώτησε, «Τὶ συζητούσατε εἰς τὸν δρόμον;».34 Αὐτοὶ δ’ ἐσιωποῦσαν, διότι εἶχαν συζητήσει ἀναμεταξύ τους εἰς τὸν δρόμον, ποιός εἶναι μεγαλύτερος.35 Καὶ ἀφοῦ ἐκάθησε, ἐφώναξε τοὺς δώδεκα καὶ τοὺς λέγει, «Ἐὰν κανεὶς θέλῃ νὰ εἶναι πρῶτος, πρέπει νὰ εἶναι ὁ τελευταῖος ὅλων καὶ ὑπηρέτης ὅλων».36 Ὕστερα ἐπῆρε ἕνα παιδί, τὸ ἔβαλε εἰς τὸ μέσον καὶ ἀφοῦ τὸ ἀγκάλιασε τοὺς εἶπε,37 «Ὅποιος δεχθῇ ἕνα τέτοιο παιδὶ εἰς τὸ ὄνομά μου, δέχεται ἐμέ, καὶ ὅποιος δεχθῇ ἐμέ, δὲν δέχεται ἐμὲ ἀλλὰ ἐκεῖνον ποὺ μὲ ἔστειλε».38 Ὁ Ἰωάννης τοῦ εἶπε, «Διδάσκαλε, εἴδαμε κάποιον νὰ βγάζῃ δαιμόνια μὲ τὸ ὄνομά σου, ὁ ὁποῖος δὲν μᾶς ἀκολουθεῖ καὶ τὸν ἐμποδίσαμε, διότι δὲν μᾶς ἀκολουθοῦσε».39 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε, «Μὴ τὸν ἐμποδίζετε, διότι δὲν εἶναι κανεὶς ὁ ὁποῖος θὰ κάνῃ θαῦμα μὲ τὸ ὄνομά μου καὶ θὰ μπορέσῃ γρήγορα νὰ μὲ κακολογήσῃ.40 Διότι ὅποιος δἒν εἶναι ἐναντίον μας, εἶναι μὲ τὸ μέρος μας.41 Καὶ ὅποιος σᾶς ποτίσῃ ἕνα ποτῆρι νερὸ εἰς τὸ ὄνομά μου, διότι εἶσθε τοῦ Χριστοῦ, ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι δὲν θὰ χάσῃ τὴν ἀνταμοιβήν του».
Δι’ ὅσους γίνονται πρόσκομμα εἰς τοὺς ἄλλους
42 «Καὶ ὅποιος σκανδαλίσῃ ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς μικρούς, ποὺ πιστεύουν σ’ ἐμέ, εῑναι καλύτερα γι’ αὐτὸν νὰ κρεμάσῃ εἰς τὸν τράχηλόν του μιὰ μυλόπετρα καὶ νὰ ριφθῇ εἰς τὴν θάλασσαν.43 Καὶ ἐὰν τὸ χέρι σου σὲ σκανδαλίζῃ, κόψς το, διότι εἶναι καλύτερα νὰ μπῇς εἰς τὴν ζωὴν κουλλὸς παρὰ νὰ ἔχῃς δύο χέρια καὶ νὰ πᾷς εἰς τὴν γέεναν,44 εἰς τὴν φωτιά, ποὺ δὲν σβήνει, [ὅπου τὸ σκουλῆκι τους δὲν πεθαίνει καὶ ἡ φωτιὰ δὲν σβήνει.45 Καὶ ἐὰν τὸ πόδι σου σὲ σκανδαλίζῃ, κόψε το· εἶναι καλύτερα νὰ μπῆς εἰς τὴν ζωὴν χωλὸς παρὰ νὰ ἔχῃς δύο πόδια καὶ νὰ ριφθῇς εἰς τὴν γέεναν,46 εἰς τὴν φωτιὰ, ποὺ δὲν σβήνει, [ὅπου τὸ σκουλῆκι τους δὲν πεθαίνει καὶ ἡ φωτιὰ δὲν σβήνει].47 Καὶ ἐὰν τὸ μάτι σου σὲ σκανδαλίζῃ, βγάλε το· εἶναι καλύτερα νὰ μπῆς μονόφθαλμος εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ παρὰ νὰ ἔχῃς δύο μάτια καὶ νὰ ριφθῇς εἰς τὴν γέεναν,48 ὅπου τὸ σκουλῆκι τους δὲν πεθαίνει καὶ ἡ φωτιὰ δὲν σβήνει.49 Διότι ὁ καθένας μὲ τὴν φωτιὰ θὰ ἁλατισθῇ ὅπως κάθε θυσία μὲ τὸ ἀλάτι θὰ ἁλατισθῇ.50 Τὸ ἁλάτι εἶναι καλὸ. Ἐὰν ὅμως τὸ ἁλάτι γίνῃ ἀνάλατο, μὲ τί θὰ τὸ ἀρτύσετε; Διατηρεῖτε μέσα σας ἁλάτι καὶ ἔχετε εἰρήνη μεταξύ σας».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Περὶ διαζυγίου
1 Καὶ ἔφυγε ἀπ’ ἐκεῖ καὶ ἦλθε εἰς τὰ σύνορα τῆς Ἰουδαίας καὶ πέραν ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην. Καὶ βαδίζει μαζί του πάλιν πολὺς κόσμος, καί, ὅπως συνήθιζε, πάλιν τοὺς ἐδίδασκε.2 Καὶ ἦλθαν οἱ Φαρισαῖοι καὶ τὸν ἐρωτοῦσαν, μὲ σκοπὸν νὰ τὸν πειράξουν, ἐὰν ἐπιτρέπεται εἰς τὸν ἄνδρα νὰ χωρίσῃ τὴν γυναῖκα του.3 Αὐτὸς δὲ τοὺς ἀπεκρίθη, «Τί σᾶς διέταξε ὁ Μωϋσῆς;».4 Ἐκεῖνοι εἶπαν, «Ὁ Μωϋσῆς ἐπέτρεψε νὰ γράψῃ ὁ ἄνδρας ἕνα ἔγγραφον διαζυγίου καὶ νὰ τὴν χωρίσῃ».5 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Ἐξ αἰτίας τῆς σκληροκαρδίας σας ἔγραψε ὁ Μωϋσῆς τὴν ἐντολὴν αὐτήν, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τῆς δημιουργίας ἄνδρες καὶ γυναῖκες τοὺς ἐδημιούργησε ὁ Θεός.7 Γι’ αὐτὸ ὁ ἄνδρας θὰ ἐγκαταλείψῃ τὸν πατέρα του καὶ τὴν μητέρα του καὶ θὰ προσκολληθῇ εἰς τὴν γυναῖκά του καὶ θὰ ἀποτελέσουν οἱ δύο μίαν σάρκα.8 Ὥστε δὲν εἶναι πλέον δύο ἀλλὰ μία σάρκα.9 Ἐκεῖνο λοιπὸν ποὺ ὁ Θεὸς ἕνωσε, ὁ ἄνθρωπος δὲν πρέπει νὰ τὸ χωρίζῃ».10 Καὶ εἰς τὸ σπίτι πάλιν τὸν ἐρώτησαν οἱ μαθηταί του διὰ τὸ ζήτημα αὐτό.11 Καὶ τοὺς λέγει, «Ἐκεῖνος ποὺ θὰ χωρίσῃ τὴν γυναῖκά του καὶ θὰ νυμφευθῇ ἄλλην, αὐτὸς διαπράττει μοιχείαν ἐναντίον της.12 Καὶ ἄν μία γυναῖκα χωρίσῃ τὸν ἄνδρα της καὶ πάρῃ ἄλλον, διαπράττει μοιχείαν».
Ὁ Ἰησοῦς εὐλογεῖ τὰ μικρὰ παιδιά
13 Τοῦ ἔφεραν παιδιὰ διὰ νὰ τὰ ἀγγίξῃ, ἀλλ’ οἱ μαθηταὶ τοὺς ἐπέπλητταν.14 Ὅταν εἶδε αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς, ἀγανάκτησε καὶ τοὺς εἶπε, «Ἀφῆστε τὰ παιδιὰ νὰ ἔλθουν σ’ ἐμέ, μὴ τὰ ἐμποδίζετε, διότι σὲ τέτοιους ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.15 Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ἐκεῖνος ποὺ δὲν θὰ δεχθῇ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ σὰν παιδί, δὲν θὰ μπῇ σ’ αὐτήν».16 Καὶ ἀφοῦ τὰ ἀγκάλιασε, ἔβαλε τὰ χέρια του ἐπάνω τους καὶ τὰ εὐλόγησε.
Ἕνας πλούσιος νέος ζητεῖ τὴν αἰώνιον ζωήν
17 Καὶ ἐνῷ ἔβγαινε εἰς τὸν δρόμον, ἕνας ἔτρεξε νὰ τὸν πλησιάσῃ καί, γονατιστός, τὸν ἐρωτοῦσε, «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τὶ νὰ κάνω διὰ νὰ κληρονομήσω ζωὴν αἰώνιον;».18 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Γιατὶ μὲ λὲς ἀγαθόν; Δὲν εἶναι κανεὶς ἀγαθὸς παρὰ μόνον ὁ Θεός.19 Τὰς ἐντολὰς τὰ ξέρεις; Νὰ μὴ μοιχεύσῃς, νὰ μὴ φονεύσῃς, νὰ μὴ κλέψῃς, νὰ μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, νὰ μὴ ἐξαπατήσῃςμ νὰ τιμᾷς τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου».20 Αὐτὸς δὲ τοῦ εἶπε, «Διδάσκαλε, ὅλα αὐτὰ τὰ ἐφύλαξα ἀπὸ τὴν νεότητά μου».21 Ὁ Ἰησοῦς τὸν ἐκύτταξε κατὰ πρόσωπον, τὸν ἀγάπησε καὶ τοῦ εἶπε, «Ἕνα σοῦ λείπει· πήγαινε, πώλησε ὅσα ἔχεις καὶ δός τα σὲ πτωχοὺς καὶ θὰ ἔχῃς θησαυρὸν εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσῃς, ἀφοῦ σηκώσῃς τὸν σταυρόν σου».22 Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἐκεῖνος ἔγινε σκυθρωπὸς καὶ ἔφυγε λυπημένος, διότι εἶχε πολλὰ κτήματα.
Τὸ ἐμπόδιον τοῦ πλούτου
23 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἔστρεψε γύρω τὸ βλέμμα του καὶ λέγει εἰς τοὺς μαθητάς του, «Πόσον δύσκολα ἐκεῖνοι, ποὺ ἔχουν χρήματα, θὰ μποῦν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».24 Οἱ μαθηταὶ κατεπλάγησαν μὲ τὰ λόγια του. Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔλαβε πάλιν τὸν λόγον καὶ τοὺς εἶπε, «Παιδιά μου, πόσο δύσκολον εἶναι δι’ ἐκείνους ποὺ ἔχουν τὴν ἐμπιστοσύνην τους εἰς τὰ χρήματα νὰ μποῦν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.25 Εἶναι εὐκολώτερον νὰ περάσῃ μία καμήλα ἀπὸ τὴν τρύπα μιᾶς βελόνας παρὰ νὰ μπῇ πλούσιος εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».26 Ἀλλ’ αὐτοὶ ἐδοκίμαζαν μεγαλύτερην ἔκπληξιν καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους, «Τότε ποιὸς μπορεῖ νὰ σωθῇ;».27 Ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἐκύτταξε κατὰ πρόσωπον καὶ λέγει, «Διὰ τοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον ἀλλ’ ὄχι διὰ τὸν Θεόν. Ὅλα εἶναι δυνατὰ εἰς τὸν Θεόν».28 Τότε ἄρχισε ὁ Πέτρος νὰ τοῦ λέγῃ, «Νά, ἐμεῖς ἀφήσαμεν ὅλα καὶ σὲ ἀκολουθήσαμε».29 Ὁ Ἰησοῦς εἶπε, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ ἄφησε σπίτι ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ παιδιὰ ἢ χωράφια ἐξ αἰτίας ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου,30 ποὺ δὲν θὰ λάβῃ ἐκατὸ φορὲς περισσότερα τώρα στὸν κόσμον αὐτὸν σπίτια καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφὰς καὶ μητέρας καὶ παιδιὰ καὶ χωράφια ἐν μέσῳ διωγμῶν, εἰς δὲ τὸν μέλλοντα κόσμον ζωὴν αἰώνιον.31 Πολλοὶ ποὺ εἶναι πρῶτοι, θὰ γίνουν τελευταῖοι, καὶ οἱ τελευταῖοι πρῶτοι.
Τρίτη πρόρρησις τοῦ θανάτου του
32 Ἀνέβαιναν τὸν δρόμον πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐβάδιζε πρὶν ἀπ’ αὐτοὺς καὶ ἦσαν κατάπληκτοι, ἐκεῖνοι δὲ ποὺ ἀκολουθοῦσαν ἐφοβοῦντο. Καὶ ἐπῆρε πάλιν κατὰ μέρος τοὺς δώδεκα καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς λέγῃ τὰ μέλλοντα νὰ τοῦ συμβοῦν, ὅτι,33 «Ἰδού, ἀναβαίνομεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ παραδοθῇ εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς γραμματεῖς καὶ θὰ τὸν καταδικάσουν εἰς θάνατον καὶ θὰ τὸν παραδώσουν εἰς τοὺς ἐθνικούς.34 Θὰ τὸν ἐμπαίξουν καὶ θὰ τὸν μαστιγώσουν, θὰ τὸν φτύσουν καὶ θὰ τὸν θανατώσουν καὶ τὴν Τρίτη ἡμέραν θὰ ἀναστηθῇ».
Τὸ αἴτημα τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωάννου
35 Καὶ τὸν πλησιάζουν ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης, οἱ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τοῦ λέγουν, «Διδάσκαλε, θέλομεν ἐκεῖνο, ποὺ θὰ σοῦ ζητήσωμεν, νὰ μᾶς τὸ κάνῃς».36 Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε, «Τί θέλετε νὰ σᾶς κάνω;».37 Ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν, «Δός μας νὰ καθήσωμεν ὁ ἕνας εἰς τὰ δεξιά σου καὶ ὁ ἄλλος εἰς τὰ ἀριστερά σου ὅταν ἔλθῃ ἡ ἡμέρα τῆς δόξης σου».38 Ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε. Μπορεῖτε νὰ πιῆτε τὸ ποτῆρι, ποὺ ἐγὼ πίνω καὶ νὰ βαπτισθῆτε τὸ βάπτισμα, ποὺ ἐγὼ βαπτίζομαι;».39 Ἐκεῖνοι εἶπαν, «Μποροῦμε». Ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Τὸ ποτῆρι, ποὺ ἐγὼ θὰ πιῶ, θὰ τὸ πιῆτε καὶ θὰ βαπτισθῆτε τὸ βάπτισμα, τὸ ὁποῖον ἐγὼ βαπτίζομαι.40 Τὸ νὰ σᾶς βάλω ὅμως νὰ καθήσετε εἰς τὰ δεξιά μου ἢ εἰς τὰ ἀριστερά, δὲν εἶναι δικαίωμά μου νὰ τὸ δώσω ἀλλ’ εἶναι δι’ ἐκείνους, διὰ τοὺς ὁποίους ἔχει ἐτοιμασθῆ».
Ὁ ἀληθινὰ μεγάλος
41 Καὶ ὅταν οἱ δέκα τὸ ἄκουσαν, ἄρχισαν νὰ ἀγανακτοῦν ἐναντίον τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωάννου.42 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς ἐκάλεσε καὶ τοὺς λέγει, «Ξέρετε ὄτι ἐκεῖνοι ποὺ θεωροῦνται ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν, τὰ καταδυναστεύουν, καὶ οἱ μεγάλοι ἄνδρες τους τὰ καταπιέζουν.43 Μεταξύ σας ὅμως δὲν θὰ συμβαίνῃ τὸ ἴδιο. Ἀλλ’ ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ γίνῃ μεγάλος μεταξύ σας, θὰ εἶναι ὑπηρέτης σας,44 καὶ ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ εἶναι μεταξύ σας πρῶτος, θὰ εἶναι δοῦλος ὅλων.45 Διότι καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦλθε νὰ ὑπηρετηθῇ ἀλλὰ νὰ ὑπηρετήσῃ καὶ νὰ δώσῃ τὴν ζωήν του λύτρον διὰ πολλούς».
Ἡ θεραπεία τοῦ τυφλοῦ Βαρτιμαίου
46 Καὶ ἔρχονται εἰς τὴν Ἱεριχώ. Καὶ ὅταν ἔβγαινε ἀπὸ τὴν Ἱεριχὼ αὐτὸς καὶ οἱ μαθηταί του καὶ λαὸς ἀρκετός, ὁ υἱός τοῦ Τιμαίου, ὁ Βαρτίμαιος, τυφλός, ἐκαθότανε κοντὰ εἰς τὸν δρόμον καὶ ζητοῦσε ἐλεημοσύνην.47 Καὶ ὅταν ἄκουσε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ἦτο ἐκεῖ, ἄρχισε νὰ φωνάζῃ καὶ νὰ λέγῃ, «Υἱὲ τοῦ Δαυΐδ, Ἰησοῦ, ἐλέησέ με».48 Καὶ πολλοὶ τὸν ἐπέπλητταν διὰ νὰ σιωπήσῃ· ἀλλ’ αὐτὸς πολὺ περισσότερον ἐφώναζε, «Υἱὲ τοῦ Δαυΐδ ἐλέησέ με».49 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐστάθηκε καὶ εἶπε, «Φωνάξτε τον». Καὶ φωνάζουν τὸν τυφλὸν καὶ τοῦ λέγουν, «Ἔχε θάρρος, σήκω, σὲ φωνάζει».50 Αὐτὸς ἐπέταξε τὸ ἐπανωφόρι του, ἐσηκώθηκε καὶ ἦλθε εἰς τὸν Ἰησοῦν.51 Ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω;». Ὁ τυφλὸς τοῦ ἀπαντᾶ, «Διδάσκαλε, νὰ ἀνακτήσω τὴν ὅρασίν μου».
52 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Πήγαινε, ἡ πίστις σου σὲ ἔσωσε». Καὶ ἀμέσως ἀπέκτησε πάλιν τὴν ὅρασίν του καὶ ἀκολουθοῦσε τὸν Ἰησοῦν εἰς τὸν δρόμον.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
Θριαμβευτικὴ εἴσοδος τοῦ Ἰησοῦ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα
1 Καὶ ὅταν ἐπλησίασαν εἰς τὰ Ἰεροσόλυμα, εἰς τὴν Βηθφαγὴ καὶ τὴν Βηθανίαν πλησίον τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν, στέλλει δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του2 καὶ τοὺς λέγει, «Πηγαίνετε εἰς τὸ ἀπέναντί σας χωριό, καὶ ἀμέσως μόλις μπῆτε θὰ βρῆτε ἕνα πουλάρι δεμένο, εἰς τὸ ὁποῖον κανεὶς ἄνθρωπος ἀκόμη δὲν ἐκάθησε. Λύσατέ το καὶ φέρετέ το.3 Καὶ ἐὰν κανεὶς σὰς πῆ, «Γιατὶ τὸ κάνετε αὐτό;», νὰ πῆτε: «Ὁ Κύριος τὸ ἔχει ἀνάγκη καὶ ἀμέσως θὰ τὸ στείλῃ πάλιν ἐδῶ».4 Τότε ἔφυγαν καὶ εὑρῆκαν ἕνα πουλάρι δεμένο κοντὰ σὲ μία πόρτα ἔξω εἰς τὸν δρόμον καὶ τὸ ἔλυσαν.5 Μερικοὶ ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἐστέκοντο ἐκεῖ, τοὺς εἶπαν, «Τὶ κάνετε καὶ λύνετε τὸ πουλάρι;».6 Αὐτοὶ τοὺς ἀπήντησαν ὅπως τοὺς παρήγγειλε ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐκεῖνοι τοὺς ἄφησαν.7 Καὶ ἔφεραν τὸ πουλάρι εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ βάζουν εἰς αὐτὸ τὰ ἐνδύματά τους καὶ ἐκάθησε ἐπάνω του.8 Καὶ πολλοὶ ἔστρωσαν τὰ ἐνδύματά τους εἰς τὸν δρόμον, ἄλλοι δὲ ἔκοβαν κλαδιὰ ἀπὸ τὰ δένδρα καὶ ἔστρωναν εἰς τὸν δρόμον.9 Καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐβάδιζαν ἐμπρὸς καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀκολουθοῦσαν, ἐφώναζαν, Ὡσαννά· εὐλογημένος ἐκεῖνος, ποὺ ἔρχεται εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου.10 Εὐλογημένη ἄς εἶναι ἡ ἐρχομένη βασιλεία εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου τοῦ πατέρα μας Δαυΐδ, Ὡσαννά· ἐν τοῖς ὑψίστοις.11 Καὶ ἐμπῆκε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα εἰς τὸν ναὸν καὶ ἀφοῦ ἐκύτταξε γύρω παντοῦ, ἐπειδὴ ἡ ὥρα ἦτο ἤδη προχωρημένη, ἐβγῆκε εἰς τὴν Βηθανίαν μαζὶ μὲ τοὺς δώδεκα.
Ἡ ἄκαρπη συκιά
12 Τὴν ἑπομένην ἡμέραν, ὅταν ἐβγῆκαν ἀπὸ τὴν Βηθανίαν, ἐπείνασε.13 Καὶ ὅταν εἶδε ἀπὸ μακρυὰ μιὰ συκιὰ μὲ φύλλα, ἐπῆγε μήπως τυχὸν βρῆ κάτι σ’ αὐτὴν. Ἀλλ’ ὅταν ἦλθε ἐκεῖ, δὲν βρῆκε τίποτε παρὰ φύλλα διότι δὲν ἦτο ὁ καιρὸς τῶν σύκων.14 Καὶ τότε τῆς εἶπε, «Κανεὶς πλέον νὰ μὴ φάγῃ ποτὲ καρπὸν ἀπὸ σέ». Καὶ ἄκουαν οἱ μαθηταί του.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀποκαθαρίζει τὸν ναόν
15 Καὶ ἔρχονται εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ ὅταν ἐμπῆκε εἰς τὸν ναόν, ἄρχισε νὰ διώχνῃ ἐκείνους ποὺ ἐπωλοῦσαν καὶ ἀγόραζαν εἰς τὸν ναόν καὶ ἀνέτρεψε τὰ τραπέζια τῶν ἀργυραμοιβῶν καὶ τὰ καθίσματα ἐκείνων που ἐπωλοῦσαν περιστέρια16 καὶ δὲν ἐπέτρεπε νὰ μεταφέρῃ κανεὶς τίποτε διὰ μέσου τοῦ ναοῦ.17 Καὶ ἐδίδασκε καὶ τοὺς ἔλεγε, «Δὲν εἶναι γραμμένον ὅτι ὁ οἶκός μου θὰ ὀνομασθῇ οἶκος προσευχὴς δι’ ὅλα τὰ ἔθνη; Σεῖς ὅμως τὸν ἐκάνατε φωληὰ ληστῶν».18 Οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς ἄκουσαν τὶ συνέβη καὶ ἐζητοῦσαν μέσον διὰ νὰ τὸν ἐξολοθρεύσουν, διότι τὸν ἐφοβοῦντο ἐπειδὴ ὅλος ὁ κόσμος ἦτο κατάπληκτος ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν του.19 Καὶ ὅταν ἐβράδυασε ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν πόλιν.
Ἡ δύναμις τῆς πίστεως
20 Τὸ πρωΐ καθὼς ἐπερνοῦσαν ἀπὸ κοντὰ εἶδαν τὴν συκιὰ ξεραμένη ἀπὸ τὴν ρίζαν.21 Καὶ ἐθυμήθηκε ὀ Πέτρος καὶ τοῦ λέγει, «Ραββί, κύτταξε, ἡ συκιὰ ποὺ καταράσθηκες, ἔχει ξεραθῇ».22 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπεκρίθη, «Νὰ ἔχετε πίστιν εἰς τὸν Θεόν.23 Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι ὅποιος πῇ εἰς τὸ βουνὸ αὐτὸ, «Σήκω καὶ μετατοπίσου εἰς τὴν θάλασσαν», καὶ δὲν ἀμφιβάλλει μέσα του ἀλλὰ πιστεύει ὅτι ἐκεῖνο ποὺ λέγει, γίνεται, θὰ τοῦ γίνῃ ὅ,τι ἄν πῇ.24 Διὰ τοῦτο σᾶς λέγω, ὅτι ὅλα ὅσα ζητᾶτε ὅταν προσεύχεσθε, νὰ πιστεύετε ὅτι θὰ τὸ πάρετε, καὶ θὰ σᾶς γίνουν.25 Καὶ ὅταν στέκεσθε νὰ προσευχηθῆτε, συγχωρῆστε ἐὰν ἔχετε κάτι ἐναντίον οἰουδήποτε, διὰ νὰ συγχωρήσῃ τὰς ἀμαρτίας σας καὶ ὁ Πατέρας σας, ποὺ εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς.26 [Ἀλλ’ ἐὰν σεῖς δὲν συγχωρῆτε, οὔτε ὁ Πατέρας σας θὰ συγχωρήσῃ τὰς ἁμαρτίας σας]».
Ἀμφισβητεῖται ἡ ἐξουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
27 Καὶ ἔρχονται πάλιν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ ἐνῷ περπατοῦσε εἰς τὸν ναόν, ἔρχονται πρὸς αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι28 καὶ τοῦ λέγουν, «Μὲ ποιὰν ἐξουσίαν κάνεις αὐτά; Ποιὸς σοῦ ἔδωκε αὐτὴν τὴν ἐξουσίαν νὰ κάνῃς αὐτά;».29 Ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπάντησε, «Θὰ σᾶς κάνω καὶ ἐγὼ μίαν ἐρώτησιν καὶ νὰ μοῦ ἀπαντήσετε καὶ τότε θὰ σᾶς πῶ μὲ ποιὰν ἐξουσίαν κάνω αὐτά.30 Τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ἦτο ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἢ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους; Ἀποκριθῆτε μου».31 Καὶ συνεσκέπτοντο μεταξύ τους, «Ἐὰν ποῦμε, ἀπὸ τὸν οὐρανόν», θὰ πῇ: «Γιατὶ λοιπὸν δὲν ἐπιστέψατε σ’ αὐτόν;».32 Ἀλλ’ ἐὰν ποῦμε, «Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους», – ἐφοβοῦντο τὸν λαὸν, διότι ἐπίστευαν ὅτι ὁ Ἰωάννης ἦτο πραγματικὰ προφήτης.33 Καὶ ἀπεκρίθησαν εἰς τὸν Ἰησοῦν, «Δὲν γνωρίζομεν». Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς λέγει, «Οὔτε ἐγὼ σᾶς λέγω μὲ ποιὰν ἐξουσίαν κάνω αὐτά».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
Ἡ παραβολὴ τοῦ ἀμπελιοῦ
1 Καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς μιλῇ μὲ παραβολές, «Ἕνας ἄνθρωπος ἐφύτεψε ἕνα ἀμπέλι, τὸ περιέφραξε, ἔσκαψε στέρνα κάτω ἀπὸ τὸ πατητῆρι καὶ ἔκτισε πύργον. Τὸ ἐνοίκιασε εἰς γεωργοὺς καὶ ἔφυγε εἰς ξένην χώραν.2 Ὅταν ἦλθε ὁ καιρὸς ἔστειλε εἰς τοὺς γεωργοὺς ἕνα δοῦλον, διὰ νὰ πάρῃ ἀπὸ τοὺς γεωργοὺς τὸ μερίδιόν του ἀπὸ τοὺς καρποὺς τοῦ ἀμπελιοῦ.3 Αὐτοὶ τὸν ἔπιασαν, τὸν ἔδειραν καὶ τὸν ἔστειλαν πίσω μὲ ἀδειανὰ χέρια.4 Καὶ πάλιν ἔστειλε εἰς αὐτοὺς ἄλλον δοῦλον, τὸν ὁποῖον ἐλιθοβόλησαν, τὸν ἐτραυμάτισαν εἰς τὸ κεφάλι καὶ τὸν ἀπέστειλαν κακοποιημένον.5 Ἔστειλε καὶ ἄλλον, τὸν ὁποῖον ἐσκότωσαν, καὶ πολλοὺς ἄλλους, ἐκ τῶν ὁποίων μερικοὺς ἔδειραν καὶ ἄλλους ἐσκότωσαν.6 Τοῦ ἔμεινε ἀκόμη ἕνας, ὁ υἱός του ὁ ἀγαπητός, τοὺς ἔστειλε καὶ αὐτὸν τελευταῖον καὶ εἶπε, «Θὰ ἐντραποῦν τὸν υἱόν μου».7 Οἱ γεωργοὶ ὅμως εἶπαν μεταξύ τους, «Αὐτὸς εἶναι ὁ κληρονόμος. Ἐμπρὸς νὰ τὸν σκοτώσουμε καὶ ἡ κληρονομία θὰ εἶναι δική μας».8 Καὶ ἀφοῦ τὸν συνέλαβαν, τὸν ἐσκότωσαν καὶ τὸν ἔρριξαν ἔξω ἀπὸ τὸ ἀμπέλι.9 Τί λοιπὸν θὰ κάμῃ ὁ κύριος τοῦ ἀμπελιοῦ; Θὰ ἔλθῃ καὶ θὰ ἐξολοθρεύσῃ τοὺς γεωργοὺς τούτους καὶ θὰ δώσῃ τὸ ἀμπέλι σὲ ἄλλους.10 Οὔτε τὴν γραφὴν αὐτὴν διαβάσατε: Ὁ λίθος ποὺ ἀπέρριψαν οἱ οἰκοδόμοι, ἔγινε ἀκρογωνιαῖος λίθος·11 ἀπὸ τὸν Κύριον ἔγινε αὐτὸν καὶ φαίνεται θαυμαστὸν εἰς τὰ μάτια μας;».12 Ἐζητοῦσαν δὲ νὰ τὸν συλλάβουν διότι ἐννόησαν ὅτι δι’ αὐτοὺς εἶπε τὴν παραβολήν, ἀλλ’ ἐφοβήθησαν τὸν λαόν. Καὶ τὸν ἄφησαν καὶ ἔφυγαν.
Περὶ καταβολῆς δασμοῦ εἰς τὸν Καίσαρα
13 Στέλλουν εἰς αὐτὸν μερικοὺς ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους καὶ τοὺς Ἡρωδιανοὺς διὰ νὰ τὸν πιάσουν μὲ λόγια.14 Αὐτοὶ δὲ ἦλθαν καὶ τοῦ λέγουν, «Διδάσκαλε, ξέρομεν ὅτι εἶσαι ἀληθὴς καὶ δὲν σὲ μέλει γιὰ κανένα, διότι δὲν λαβαίνεις ὑπ’ ὄψιν σου τὸ πρόσωπον τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ διδάσκεις τὸν δρόμον τοῦ Θεοῦ σύμφωνα πρὸς τὴν ἀλήθειαν. Ἐπιτρέπεται νὰ δώσωμεν φόρον εἰς τὸν Καίσαραν ἢ ὄχι; Νὰ δώσωμεν ἢ νὰ μὴ δώσωμεν;».15 Αὐτὸς, ἐπειδὴ γνώριζε τὴν ὑποκρισίαν τους, τοὺς εἶπε, «Γιατὶ μὲ πειράζετε;Φέρετέ μου ἕνα δηνάριον νὰ ἰδῶ».16 Ὅταν τοῦ τὸ ἔφεραν, τοὺς λέγει, «Τίνος εἶναι αὐτὴ ἡ εἰκόνα καὶ ἡ ἐπιγραφή;». Ἐκεῖνοι εἶπαν, «Τοῦ Καίσαρος».17 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Δῶστε εἰς τὸν Καίσαρα ὅσα ὀφείλονται εἰς τὸν Καίσαρα καὶ εἰς τὸν Θεὸν ὅσα ὀφείλονται εἰς τὸν Θεόν». Καὶ αὐτοὶ τὸν ἐθαύμασαν.
Περὶ ἀναστάσεως
18 Ἔρχονται εἰς αὐτὸν οἱ Σαδδουκαῖοι, οἱ ὁποῖοι λέγουν ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀνάστασις νεκρῶν, καὶ τοῦ ἔθεσαν τὴν ἑξῆς ἐρώτησιν,19 «Διδάσκαλε, ὁ Μωϋσῆς μᾶς ἄφησε γραπτὴν ἐντολὴν ὅτι ἐὰν πεθάνῃ ὁ ἀδελφὸς ἑνὸς καὶ ἀφήσῃ γυναῖκα ἀλλὰ δὲν ἀφήσῃ παιδί, νὰ πάρῃ ὁ ἀδελφός του τὴν γυναῖκα διὰ νὰ φέρῃ ἀπογόνους εἰς τὸν ἀδελφόν του.20 Ὴσαν λοιπὸν ἑπτὰ ἀδελφοί. Καὶ ὁ πρῶτος ἐπῆρε μιὰ γυναῖκα καὶ ὅταν πέθανε δὲν ἄφησε ἀπόγονον.21 Καὶ ὁ δεύτερος τὴν ἐπῆρε καὶ ἐπέθανε, ἀλλ’ οὔτε καὶ αὐτὸς ἄφησε ἀπόγονον καὶ ὁ τρίτος ὁμοίως.22 Καὶ οἱ ἑπτὰ τὴν ἐπῆραν καὶ δὲν ἄφησαν ἀπόγονον. Τελευταία ἀπὸ ὅλους ἐπέθανε καὶ ἡ γυναῖκα.23 Κατὰ τὴν ἀνάστασιν, ὅταν θὰ ἀναστηθοῦν, σὲ ποιὸν ἀπὸ αὐτοὺς θὰ ἀνήκῃ ἡ γυναῖκα; Διότι καὶ οἱ ἑπτὰ τὴν εἶχαν σύζυγον».24 Ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπήντησε, «Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ λόγος ποὺ πλανᾶσθε, τὸ ὅτι δὲν γνωρίζετε τὰς γραφὰς οὔτε τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ;25 Διότι ὅταν ἀναστηθοῦν ἐκ νεκρῶν, οὔτε νυμφεύονται οὔτε ὑπανδρεύονται, ἀλλὰ εἶναι ὅπως οἱ ἄγγελοι εἰς τοὺς οὐρανούς.26 Ὅσον ἀφορᾶ δὲ τοὺς νεκροὺς ὅτι θὰ ἀναστηθοῦν, δὲν ἐδιαβάσατε εἰς τὸ βιβλίον τοῦ Μωϋσέως ὅπου γίνεται λόγος περὶ τῆς βάτου, τί εἶπε εἰς αὐτὸν ὁ Θεός, Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς τοὺ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ Ἰακώβ;27 Δὲν εἶναι Θεὸς νεκρῶν ἀλλὰ ζώντων. Βρίσκεσθε εἰς μεγάλην πλάνην.
Περὶ τῆς μεγαλυτέρας ἐντολῆς
28 Καὶ ἐπλησίασε ἕνας άπὸ τοὺς γραμματεῖς, ὁ ὁποῖος τοὺς ἄκουσε νὰ συζητοῦν καὶ ἐπειδὴ ἐκατάλαβε ὅτι καλὰ ἀπεκρίθη, τὸν ἐρώτησε, «Ποιὰ εἶναι ἡ πρώτη ἀπὸ ὅλας τὰς ἐντολάς;.29 Ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπεκρίθη, «Ἡ πρώτη ἐντολὴ εἶναι, Ἄκουε, Ἰσραήλ, ὁ Κύριος ὁ Θεός μας εἶναι ἕνας Κύριος.30 Καὶ νὰ ἀγαπᾷς τὸν Κύριον τὸν Θεόν σου μὲ ὅλην σου τὴν καρδιὰ καὶ μὲ ὅλην σου τὴν ψυχὴν καὶ μὲ ὅλην σου τὴν διάνοιαν καὶ μὲ ὅλην σου τὴν δύναμιν.31 Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη ἐντολή. Ἡ δεύτερη εἶναι αὐτή, Νὰ ἀγαπᾷς τὸν πλησίον σου σὰν τὸν ἑαυτόν σου. Δὲν ὑπάρχει ἐντολὴ μεγαλύτερη ἀπὸ αὐτές».32 Καὶ εἶπε εἰς αὐτὸν ὁ γραμματεύς, «Καλά, Διδάκαλε. Ὀρθὰ εἶπες ὅτι ἕνας Θεὸς ὑπάρχει καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλος ἐκτὸς ἀπὸ αὐτόν,33 καὶ τὸ νὰ ἀγαπᾶμε αὐτὸν μὲ ὅλην τὴν καρδιὰ καὶ μὲ ὅλην τὴν διάνοιαν καὶ μὲ ὅλην τὴν ψυχὴν καὶ τὸ νὰ ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον ὅπως τὸν ἑαυτόν μας, ἀξίζει περισσότερον ἀπὸ ὅλα τὰ ὁλοκαυτώματα καὶ τὰς θυσίας».34 Καὶ ὁ Ἰησοῦς, ἐπειδὴ εἶδε ὅτι συνετὰ ἀπεκρίθη, τοῦ εἶπε, «Δὲν εἶσαι μακρυὰ ἀπὸ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Καὶ κανεὶς πλέον δὲν ἐτολμοῦσε νὰ τὸν ἐρωτήσῃ.
Ὁ Χριστός υἱὸς τοῦ Δαυΐδ
35 Καὶ ἔλεγε ὁ Ἰησοῦς κατὰ τὴν διδασκαλίαν του εἰς τὸν ναόν, «Πῶς λέγουν οἱ γραμματεῖς ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι υἱὸς τοῦ Δαυΐδ;36 Διότι ὁ ἴδιος ὁ Δαυΐδ εἶπε, ἐμπνευσθεὶς ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, «Εἶπε ὁ Κύριος εἰς τὸν Κύριόν μου, Κάθησε εἰς τὰ δεξιά μου ἕως ὅτου κάνω τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδιῶν σου.37 Ὁ ἴδιος λοιπὸν ὁ Δαυΐδ τὸν λέγει Κύριον, πῶς λοιπὸν εἶναι υἱός του;».
Ποῖοι οἱ γραμματεῖς
38 Πολὺς λαὸς τὸν ἄκουε εὐχάριστα. Καὶ κατὰ τὴν διδασκαλίαν του ἔλεγε, «Προσέχετε ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς, εἰς τοὺς ὁποίους ἀρέσει νὰ κυκλοφοροῦν στολισμένοι καὶ ἀγαποῦν τοὺς χαιρετισμοὺς εἰς τὰς ἀγορᾶς39 καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας εἰς τὰς συναγωγὰς καὶ τὰς πρώτας θέσεις εἰς τὰ δείπνα.40 Αὐτοὶ ποὺ τρώγουν τὰς περιουσίας τῶν χηρῶν καὶ γιὰ πρόφασι κάνουν μακρὰς προσευχὰς, αὐτοὶ θὰ κατακριθοῦν περισσότερον».
Ἡ προσφορὰ τῆς χήρας
41 Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐκάθησε ἀπέναντι ἀπὸ τὸ θησαυροφυλάκιον, παρατηροῦσε πῶς ὁ κόσμος ρίχνει χάκλινα νομίσματα εἰς τὸ θησαυροφυλάκιον καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔριχναν πολλά.42 Ἦλθε καὶ μία χήρα πτωχὴ καὶ ἔρριξε δύο λεπτά, δηλαδὴ ἕνα κοδράντην.43 Καὶ προσκάλεσε τοὺς μαθητάς του καὶ τοὺς εἶπε, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι αὐτὴ ἡ πτωχὴ χήρα ἔρριξε περισσότερον ἀπὸ ὄλους ὅσοι ρίχνουν εἰς τὸ θησαυροφυλάκιον.
44 Διότι ὅλοι ἔρριξαν ἀπὸ τὸ περίσσευμά τους, ἀλλ’ αὐτὴ ἀπὸ τὸ ὑστέρημά της, ὅλα ὅσα εἶχε τὰ ἔρριξε, ὁλόκληρη τὴν περιουσία της».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς προλέγει τὴν καταστροφὴν τοῦ ναοῦ καὶ τὴν συντέλειαν τοῦ αἰῶνος
1 Ἐνῷ ἔβγαιναν ἀπὸ τὸν ναόν, τοῦ λέγει ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, «Διδάσκαλε, κύτταξε πόσον μεγάλοι εἶναι οἱ λίθοι καὶ πόσον μεγάλα τὰ κτίρια».2 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπεκρίθη, «Βλέπεις αὐτὰ τὰ μεγάλα κτίρια; Δὲν θὰ μείνῃ ἐδῶ πέτρα ἐπάνω σὲ πέτρα ποὺ νὰ μὴ γκρεμισθῇ».3 Καὶ ἐνῷ ἐκαθότανε εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ἀπέναντι ἀπὸ τὸν ναόν, τὸν ἐρωτοῦσαν ἰδιαιτέρως ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος, ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἀνδρέας,4 «Πές μας πότε θὰ γίνουν αὐτὰ καὶ ποιὸ εἶναι τὸ σημεῖον, ὅταν μέλλουν ὅλα αὐτὰ νὰ συμβοῦν;»5 Ὁ Ἰησοῦς ἄρχισε τότε νὰ τοὺς λέγῃ, «Προσέχετε μήπως κανεὶς σᾶς πλανήσῃ6 Πολλοὶ θὰ ἔλθουν εἰς τὸ ὄνομά μου καὶ θὰ λέγουν, «Ἐγὼ εἶμαι», καὶ θὰ πλανήσουν πολλούς.7 Καὶ ὅταν θὰ ἀκούσετε πολέμους καὶ φήμας περὶ πολέμων, μὴ φοβᾶσθε· διότι πρέπει νὰ γίνουν· ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀκόμη τὸ τέλος.8 Διότι θὰ ἐγερθῇ ἔθνος ἐναντίον ἔθνους καὶ βασίλειον ἐναντίον βασιλείου καὶ θὰ γίνουν σεισμοὶ κατὰ τόπους, θὰ γίνῃ πεῖνα καὶ ταραχαί. Αὐτὰ θὰ εἶναι ἀρχὴ τῶν πόνων.9 Προσέχετε δὲ τοὺς ἑαυτούς σας. Θὰ σᾶς παραδώσουν εἰς συνέδρια καὶ θὰ δαρῆτε εἰς τὰς συναγωγὰς καὶ θὰ σταθῆτε ἐξ αἰτίας μου ἐνώπιον ἡγεμόνων καὶ βασιλέων διὰ νὰ δώσετε μαρτυρίαν εἰς αὐτούς.10 Ἀλλὰ πρέπει πρῶτα νὰ κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον εἰς ὅλα τὰ ἔθνη.11 Καὶ ὅταν θὰ σᾶς ὁδηγοῦν διὰ νὰ σᾶς παραδώσουν, μὴ φροντίζετε ἐκ τῶν προτέρων διὰ τὸ τί θὰ πῆτε οὔτε νὰ προμελετᾶτε τίποτε, ἀλλ’ ἐκεῖνο ποὺ θὰ σᾶς δοθῇ κατ’ ἐκείνην τὴν ὤραν, αὐτὸ θὰ πῆτε, διότι δὲν εἶσθε σεῖς ποὺ θὰ μιλᾶτε ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον.12 Θὰ παραδώσῃ ὀ ἀδελφὸς τὸν ἀδελφὸν εἰς θάνατον καὶ ὁ πατέρας τὸ παιδὶ καὶ θὰ ἐπαναστατήσουν παιδιὰ ἐναντίον γονέων καὶ θὰ τοὺς θανατώσουν.13 Καὶ θὰ εἶσθε μισητοὶ ἀπὸ ὅλους ἐξ αἰτίας τοῦ ὀνόματός μου. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ θὰ ὑπομείνῃ ἕως τὸ τέλος, αὐτὸς θὰ σωθῇ.14 Ὅταν δὲ ἰδῆτε τὸ βδέλυμα τῆς ἐρημώσεως, ποὺ ἐπροφητεύθηκε ἀπὸ τὸν Δανιὴλ τὸν προφήτην, νὰ στέκεται ἐκεῖ, ὅπου δὲν πρέπει – ὁ ἀναγνώστης ἂς καταλάβῃ – τότε ὅσοι βρίσκονται εἰς τὴν Ἰουδαίαν ἂς φύγουν πρὸς τὰ βουνά.15 Καὶ ἐκεῖνος ποὺ εἶναι εἰς τὴν ταράτσα ἂς μὴ κατεβῇ οὔτε νὰ μπῇ γιὰ νὰ πάρῃ κάτι ἀπὸ τὸ σπίτι του.16 Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ εἶναι εἰς τὸ χωράφι, ἂς μὴ γυρίσῃ πίσω νὰ πάρῃ τὸ ἔνδυμά του.17 Ἀλλοίμονον δὲ εἰς ἐκείνας, ποὺ θὰ εἶναι ἔγκυοι καὶ θὰ θηλάζουν κατ’ ἐκείνας τὰς ἡμέρας.18 Νὰ προσεύχεσθε νὰ μὴ γίνῃ ἡ φυγή σας κατὰ τὸν χειμώνα.19 Τέτοια θλῖψις θὰ γίνῃ κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας, ποὺ δὲν ἔγινε ποτὲ ἕως σήμερα ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου, τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε, οὔτε καὶ θὰ γίνῃ.20 Καὶ ἂν ὁ Κύριος δὲν ἐσυντόμευε τὰς ἡμέρας, κανεὶς ἄνθρωπος δὲν θὰ ἐσώζετο. Ἀλλὰ πρὸς χάριν τῶν ἐκλεκτῶν, τοὺς ὁποίους ἐδιάλεξε, ἐσυντόμευσε τὰς ἡμέρας.21 Καὶ τότε, ἐὰν κανεὶς σᾶς πῇ, «Νά, ἐδῶ εἶναι ὁ Χριστός», ἢ «Νά, ἐκεῖ εἶναι», μὴ πιστεύετε.22 Θὰ ἐμφανισθοῦν ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ θὰ κάνουν θαύματα καὶ τέρατα, διὰ νὰ ἀποπλανήσουν, ἐὰν εἶναι δυνατὸν, καὶ τοὺς ἐκλεκτούς.23 Σεῖς ὅμως νὰ προσέχετε· σᾶς τὰ προεῖπα ὅλα.24 Κατ’ ἐκείνας τὰς ἡμέρας, ὕστερα ἀπὸ τὴν θλῖψιν ἐκείνην,25 ὁ ἥλιος θὰ σκοτεινιάσῃ καὶ ἡ σελήνη δὲν θὰ φέγγῃ καὶ τὰ ἄστρα θὰ πέφτουν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ οἱ οὐράνιαι δυνάμεις θὰ σαλευθοῦν26 καὶ τότε θὰ ἰδοῦν τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἔρχεται μέσα σὲ σύννεφα μὲ δύναμιν μεγάλην καὶ δόξαν.27 Καὶ τότε θὰ στείλῃ τοὺς ἀγγέλους του καὶ θὰ μαζέψῃ τοὺς ἐκλεκτούς του ἀπὸ τοὺς τέσσερις ἀνέμους, ἀπὸ τὸ ἄκρον τῆς γῆς ἔως τὸ ἄκρον τοῦ οὐρανοῦ».
Ἀνάγκη ἐγρηγόρσεως
28 «Ἀπὸ τὴν συκιὰ καταλάβατε τὴν παραβολήν. Ὅταν ὁ κλάδος της γίνῃ ἤδη ἀπαλὸς καὶ βλαστήσουν τὰ φύλλα, καταλαβαίνετε ὅτι πλησιάζει τὸ καλοκαίρι.29 Ἔτσι καὶ σεῖς, ὅταν ἰδῆτε νὰ γίνωνται αὐτά, νὰ ξέρετε ὅτι εἶναι πλησίον εἰς τὴν πόρτα.30 Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι δὲν θὰ περάσῃ ἡ γενεὰ αὐτὴ πρὶν γίνουν ὅλα αὐτά.31 Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ θὰ παρέλθουν, οἱ λόγοι μου ὅμως θὰ παρέλθουν.32 Τὴν ἡμέραν ὅμως ἐκείνην ἢ τὴν ὤραν δὲν ξέρει κανεὶς, οὔτε οἱ ἄγγελοι εἰς τὸν οὐρανόν οὔτε ὁ Υἱός, παρὰ μόνον ὁ Πατέρας.33 Προσέχετε, ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε, διότι δὲν ξέρετε πότε εἶναι ὁ καιρός.34 Ὅπως ἂν ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔφυγε εἰς τὴν ξενιτιὰ καὶ ἄφησε τὶ σπίτι του καὶ ἔδωκε εἰς τοὺς δούλους τπυ τὴν ἐπιτήρησιν, εἰς τὸν καθένα τὸ ἔργον του, καὶ τὸν θυρωρὸν διέταξε νὰ ἀγρυπνῇ.35 Ἀγρυπνεῖτε λοιπόν, διότι δὲν ξέρετε πότε ἔρχεται ὁ κύριος τοῦ σπιτιοῦ, τὸ βράδυ ἢ τὰ μεσάνυχτα ἢ ὅταν λαλοῦν οἱ πετεινοὶ ἢ τὸ πρωΐ,36 μήπως ἔλθῃ ἄξαφνα καὶ σᾶς βρῇ νὰ κοιμᾶσθε.37 Ἐκεῖνα ποὺ λέγω σ’ ἐσᾶς, τὰ λέγω σὲ ὅλους. Ἀγρυπνεῖτε».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14
Συνωμοσία πρὸς θανάτωσιν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
1 Ὕστερα ἀπὸ δύο ἡμέρες ἦτο ἡ ἑορτὴ τοῦ πάσχα καὶ τῶν ἀζύμων. Καὶ ἐζητοῦσαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς τρόπον νὰ τὸν συλλάβουν μὲ δόλον καὶ νὰ τὸν σκοτώσουν.2 Διότι ἔλεγαν νὰ μὴ τὸν συλλάβουν κατὰ τὴν ἑορτήν, μήπως γίνῃ θόρυβος ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ.
Ὁ Ἰησοῦς μυρώνεται εἰς Βηθανίαν
3 Καὶ ὅταν ἤτανε εἰς τὴν Βηθανίαν εἰς τὸ σπίτι τοῦ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, ἐνῷ ἐκαθότανε εἰς τὸ τραπέζι, ἦλθε μία γυναῖκα, ἡ ὁποία εἶχε ἕνα δοχεῖον ἀλαβάστρινον μὲ μύρον, κατασκευασμένον ἀπὸ γνήσιον, πολύτιμον νάδρον. Καὶ ἀφοῦ ἔσπασε τὸ ἀλαβάστρινον δοχεῖον, ἔχυσε τὸ μῦρον εἰς τὸ κεφάλι του.4 Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς παρόντας ἀγανάκτησαν μέσα τους καὶ ἔλεγαν, «Γιατὶ ἔγινε ἡ σπατάλη αὐτὴ τοῦ μύρου;5 Διότι θὰ μποροῦσε αὐτὸ τὸ μύρον νὰ πωληθῇ περισσότερον ἀπὸ τριακόσια δηνάρια καὶ νὰ δοθῇ εἰς τοὺς πτωχούς». Καὶ τὴν ἐπέπλητταν.6 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε, «Ἀφῆστέ την. Γιατὶ τὴν ἐνοχλεῖτε; Καλὴν πράξιν μοῦ ἔκανε,7 διότι τοὺς πτωχοὺς ἔχετε πάντοτε μαζί σας καὶ ὅταν θέλετε, μπορεῖτε νὰ τοὺς εὐεργετήσετε. Ἐμὲ ὅμως δὲν μὲ ἔχετε πάντοτε.8 Ἐκεῖνο ποὺ μποροῦσε αὐτὴ τὸ ἔκαμε. Ἐπρόλαβε νὰ ἀλείψῃ μὲ μῦρον τὸ σῶμά μου διὰ τὸν ἐνραφιασμό μου.9 Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅπου καὶ ἄν κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον τοῦτο εἰς ὁλόκληρον τὸν κόσμον, θὰ διαλαληθῇ καὶ ἐκεῖνο ποὺ αὐτὴ ἔκανε, εἰς μνήμην της».
Ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα
10 Ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα, ἐπῆγε εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς διὰ νὰ τοὺς τὸν παραδώσῃ.11 Αὐτοὶ δέ, ὅταν ἀκουσαν, ἐχάρησαν καὶ τοῦ ὑπεσχέθησαν νὰ τοῦ δώσουν χρήματα. Καὶ αὐτὸς ἐζητοῦσε εὐκαιρίαν νὰ τὸν παραδώσῃ.
Τὸ τελευταῖον δεῖπνο
12 Τὴν πρώην ἡμέραν τῆς ἑορτῆς τῶν ἀζύμων, ὅταν ἐθυσίαζαν τὸν πασχαλινὸν ἀμνόν, τοῦ λέγουν οἱ μαθηταί του, «Ποῦ θέλεις νὰ πᾶμε νὰ ἑτοιμάσωμεν διὰ νὰ φάγῃς τὸ πάσχα;».13 Καὶ στέλλει δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του καὶ τοὺς λέγει, «Πηγαίνετε εἰς τὴν πόλιν καὶ θὰ σᾶς συναντήσῃ ἕνας, ποὺ θὰ κρατῆ μία στάμνα νερό. Ἀκολουθῆστέ τον.14 Καὶ ὅπου αὐτὸς μπῇ νὰ πῆτε εἰς τὸν οἰκοδεσπότην ὅτι ὁ δάσκαλος ἐρωτᾶ, «Ποῦ εἶναι τὸ κατάλυμά μου, ὅπου θὰ φάγω τὸ πάσχα μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς μου;»15 καὶ αὐτὸς θὰ σᾶς δείξῃ ἕνα μεγάλο ἀνῶγι στρωμένο, ἔτοιμο, ἐκεῖ ἑτοιμάστε μας».16 Καὶ ἀνεχώρησαν οἱ μαθηταὶ καὶ ἦλθαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εὑρῆκαν ὅπως τοὺς εἶπε καὶ ἑτοίμασαν τὸ πάσχα.17 Καὶ ὅταν ἐβράδυασε, ἔρχεται μαζὶ μὲ τοὺς δώδεκα.18 Καὶ ἐνῷ ἦσαν καθισμένοι εἰς τὸ τραπέζι καὶ ἔτρωγαν, εἶπε ὁ Ἰησοῦς, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι ἕνας ἀπὸ σᾶς θὰ μὲ παραδώσῃ, ἐκεῖνος ποὺ τρώγει μαζί μου».19 Αὐτοὶ ἄρχισαν νὰ λυποῦνται καὶ νὰ τοῦ λέγουν ὁ καθένας μὲ τὴν σειράν, «Μήπως εἶμαι ἐγώ;». Καὶ ἄλλος, «Μήπως εἶμαι ἐγώ;».20 Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε, «Ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα ποὺ βουτᾶ τὸ χέρι του μαζί μου εἰς τὸ πιάτο.21 Καὶ ὁ μὲν Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου πηγαίνει, καθὼς εἶναι γραμμένον γι’ αὐτόν, ἀλλοίμονον ὅμως εἰς τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον, ἐὰν δὲν εἶχε γεννηθῆ»».22 Καὶ ἐνῷ ἔτρωγαν, ἔλαβε ὁ Ἰησοῦς ἄρτον, εὐλόγησε, τὸν ἔκοψε καὶ ἔδωκε εἰς αὐτοὺς καὶ εἶπε, «Λάβετε φάγετε· εὐτὸ εἶναι τὸ σῶμά μου».23 Καὶ ἀφοῦ ἔλαβε τὸ ποτήριον, εὐχαρίστησε τὸν Θεὸν καὶ τοὺς τὸ ἔδωκε καὶ ἤπιαν ἀπὸ αὐτὸ ὅλοι.24 Καὶ τοὺς εἶπε, «Αὐτὸ εἶναι τὸ αἷμά μου τῆς Νέας Διαθήκης, τὸ ὁποῖον χύνεται ὑπὲρ πολλῶν.25 Αλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι δὲν θὰ πιῶ πλέον ἀπὸ τὸ προϊὸν τῆς ἀμπέλου μέχρι τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ποὺ θὰ τὸ πίνω καινούργιο εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».26 Καὶ ἀφοῦ ἔψαλαν ὕμνον, ἐβγῆκαν εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν.
Ὁ Ἰησοῦς προλέγει ὅτι θὰ τὸν ἀπαρνηθοῦν οἱ μαθηταί
27 Καὶ τοὺς λέγει ὁ Ἰησοῦς, «Ἡ ἐμπιστοσύνη ὅλων σας σ’ ἐμέ, θὰ κλονισθῇ αὐτὴν τὴν νύχτα διότι εἶναι γραμμένον, θὰ κτυπήσω τὸν ποιμένα καὶ τὰ πρόβατα θὰ διασκορπισθοῦν.28 Ἀλλὰ μετὰ τὴν ἀνάστασίν μου, θὰ πάω πρὶς ἀπὸ σᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν».29 Ὁ Πέτρος τοῦ εἶπε, «Καὶ ἄν ὅλοι κλονισθοῦν, ὄχι ὅμως ἐγώ».30 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέγει, «Ἀλήθεια σοῦ λέγω, ὅτι σὺ σήμερα, αὐτὴν τὴν νύχτα, πρὶν ὁ πετεινὸς λαλήσῃ δύο φορὲς, θὰ μὲ ἀπαρνηθῇς τρεῖς φορές».31 Ἀλλ’ ὁ Πέτρος ἀκόμη περισσότερον ἔλεγε, «Καὶ ἄν χρειασθῇ νὰ πεθάνω μαζί σου, δὲν θὰ σὲ ἀπαρνηθῶ». Τὸ ἴδιο ἔλεγαν ὄλοι.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς Γεθσημανῆ
32 Καὶ ἔρχονται εἰς ἕνα μέρος ποὺ ἐλέγετο Γεθσημανῆ. Καὶ λέγει εἰς τοὺς μαθητάς του, «Καθῆστε ἐδῶ ἕως ὅτου προσευχηθῶ».33 Καὶ παίρνει μαζί του τὸν Πέτρον, τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην,34 καὶ ἄρχισε νὰ λυπᾶται καὶ νὰ ἀγωνιᾷ καὶ τοὺς λέγει, «Εἶναι λυπημένη ἡ ψυχή μου μέχρι θανάτου· μείνατε ἐδῶ καὶ ἀγρυπνεῖτε».35 Καὶ ἀφοῦ ἐπροχώρησε ὀλίγον, ἔπεσε εἰς τὴν γῆν καὶ προσευχότανε, διὰ νὰ παρέλθῃ ἀπ’ αὐτὸν ἐκείνη ἡ ὥρα ἐὰν ἦτο δυνατόν.36 Καὶ ἔλεγε, «Ἀββᾶ, Πατέρα, ὅλα σοῦ εἶναι δυνατά· ἀπομάκρυνε ἀπὸ ἐμὲ τὸ ποτῆρι αὐτό· ἀλλ’ ἄς γίνῃ ὄχι ὅ,τι ἐγὼ θέλω ἀλλὰ ὅ,τι σὺ θέλεις».37 Καὶ ἔρχεται καὶ τοὺς βρίσκει νὰ κοιμοῦνται καὶ λέγει εἰς τὸν Πέτρον. «Σίμων, κοιμᾶσαι; Δὲν μπόρεσες μίαν ὥραν νὰ ἀγρυπνήσῃς;38 Ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε διὰ νὰ μὴν πέσετε εἰς πειρασμόν. Τὸ μὲν πνεῦμα εἶναι πρόθυμον, ἀλλὰ ἡ σάρκα εἶναι ἀδύνατη».39 Καὶ πάλιν ἐπῆγε καὶ προσευχήθηκε καὶ εἶπε τὰ ἴδια λόγια.40 Καὶ ὅταν ἐπέστρεψε, τοὺς εὑρῆκε πάλιν νὰ κοιμοῦνται, διότι τὰ μάτια τους ἦσαν πολὺ κουρασμένα καὶ δὲν ἤξεραν τὶ νὰ τοῦ ἀπαντήσουν.41 Καὶ ἔρχεται διὰ τρίτην φορὰν καὶ τοὺς λέγει, «Κοιμᾶσθε λοιπὸν καὶ ἀναπαύεσθε. Ἀρκετόν. Ἦλθε ἡ ὥρα· ἰδοὺ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδεται στὰ χέρια ἁμαρτωλῶν.42 Σηκωθῆτε, ἄς φύγωμεν· νά, ἐπλησίασε ἐκεῖνος ποὺ θὰ μὲ παραδώσῃ».
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς συλλαμβάνεται
43 Ἀμέσως, ἐνῷ αὐτὸς ἀκόμη μιλοῦσε, ἔρχεται ὁ Ἰούδας, ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα, καὶ μαζί του ὄχλος πολὺς μὲ μαχαίρια καὶ ξύλα, ἐκ μέρους τῶν ἀρχιερέων, τῶν γραμματέων καὶ τῶν πρεσβυτέρων.44 Ἐκεῖνος ποὺ θὰ τὸν παρέδιδε τοὺς εἶχε δώσει σύνθημα καὶ τοὺς εἶχε πῆ, «Ἐκεῖνον ποὺ θὰ φιλήσω, αὐτὸς εἶναι· συλλάβετέ τον καὶ φέρετέ τον μὲ ἀσφάλειαν».45 Καὶ ὅταν ἦλθε, ἀμέσως τὸν ἐπλησίασε καὶ τοῦ λέγει, «Ραββί», καὶ τὸν κατεφίλησε.46 Ἐκεῖνοι ἔβαλαν τὰ χέρια ἐπάνω του καὶ τὸν συνέλαβαν.47 Ἕνας ἀπὸ ἐκείνους ποὺ παρευρίσκοντο, ἔσυρε τὴν μάχαιραν καὶ ἐκτύπησε τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως καὶ τοῦ ἔκοψε τὸ αὐτί.48 Τότε ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Ἤλθατε σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ κανένα ληστὴν νὰ μὲ συλλάβετε μὲ μαχαίρια καὶ ξύλα;49 Κἀθε ἡμέρα ἤμουν κοντά σας εἰς τὸν ναὸν καὶ ἐδίδασκα καὶ δὲν μὲ πιάσατε. Ἀλλ’ ἄς ἐκπληρωθοῦν αἱ γραφαί».50 Καὶ ὅλοι τὸν ἄφησαν καὶ ἔφυγαν.51 Κάποιος νέος τὸν ἀκολουθοῦσε γυμνός, τυλιγμένος κατάσαρκα μὲ ἕνα σινδόνι καὶ τὸν συνέλαβαν.52 Ἀλλ’ αὐτὸς ἄφησε τὸ σινδόνι καὶ τοὺς ἔφυγε γυμνός.
Ὁ Ἰησοῦς δικάζεται ἐνώπιον τοῦ ἀρχιερέως
53 Καὶ ἔφεραν τὸν Ἰησοῦν εἰς τὸν ἀρχιερέα καὶ μαζεύονται ὅλοι οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ γραμματεῖς.54 Ὁ Πέτρος τὸν ἀκολούθησε ἀπὸ μακρυὰ ἕως μέσα εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως καὶ ἐκαθότανε μαζὶ μὲ τοὺς ὑπηρέτας καὶ ζεσταινότανε στὴν φωτιά.55 Οἱ ἀρχιερεῖς καὶ ὁλόκληρον τὸ συνέδριον ἐζητοῦσαν κάποιαν μαρτυρίαν κατὰ τοῦ Ἰησοῦ, ὥστε νὰ τὸν θανατώσουν, ἀλλὰ δὲν εὕρισκαν.56 Πολλοὶ ψευδομάρτυρες παρουσιάσθησαν ἐναντίον του ἀλλ’ αἱ μαρτυρίαι δὲν ἦσαν σύμφωνοι.57 Μερικοὶ ἐσηκώθηκαν καὶ ψευδομαρτυροῦσαν ἐναντίον του καὶ ἔλεγαν,58 «Ἐμεῖς τὸν ἔχομε ἀκούσει νὰ λέγῃ, «Ἐγὼ θὰ γκρεμίσω τὸν ναὸν αὐτὸν τὸν χειροποίητον καὶ σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ ἀνοικοδομήσω ἀλλον ἀχειροποίητον».59 Ἀλλ’ οὔτε καὶ στὴν περίπτωσιν αὐτὴν ἦτο σύμφωνη ἡ μαρτυρία τους.60 Τότε ἐσηκώθηκε ὁ ἀρχιερεὺς εἰς τὸ μέσον καὶ ἐρώτησε τὸν Ἰησοῦν, «Δὲν ἀπαντᾶς τίποτε; Διατὶ μαρτυροῦν ἐναντίον σου;».61 Αὐτὸς ἐσιωποῦσε καὶ δὲν ἀπαντοῦσε τίποτε. Πάλιν ὁ ἀρχιερεὺς τὸν ἐρώτησε, «Σὺ εἶσαι ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Εὐλογητοῦ;».62 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε, «Ἐγὼ εἶμαι· καὶ θὰ ἰδῆτε τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου νὰ κάθεται εἰς τὰ δεξιὰ τῆς Δυνάμεως καὶ νὰ ἔρχεται ἐπάνω εἰς τὰ σύννεφα τοῦ οὐρανοῦ».63 Ὁ ἀρχιερεὺς ἔσχισε τὰ ἐνδύματά του καὶ λέγει, «Τὶ ἀνάγκην ἔχομεν ἀπὸ μάρτυρας;64 Ἀκούσατε τὴν βλασφημίαν. Τί νομίζετε;». Ὅλοι δὲ τὸν κατέκριναν ὅτι εἶναι ἔνοχος θανάτου.65 Καὶ μερικοὶ ἄρχισαν νὰ τὸν φτύνουν καὶ νὰ σκεπάζουν τὸ πρόσωπόν του καὶ νὰ τὸν κτυποῦν μὲ γροθιὲς καὶ νὰ τοῦ λέγουν, «Προφήτευσε». Καὶ οἱ ὑπηρέται τὸν ἐρράπιζαν.
Ὁ Πέτρος ἀρνεῖται τὸν Ἰησοῦν Χριστόν
66 Ἐνῷ ὁ Πέτρος ἦτο κάτω εἰς τὴν αὐλήν, ἔρχεται μία ἀπὸ τὶς ὑπηρέτριες τοῦ ἀρχιερέως,67 καὶ ὅταν εἶδε τὸν Πέτρον νὰ ζεσταίνεται, ἀφοῦ τὸν ἐκύτταξε καλά, τοῦ λέγει, «Καὶ σὺ ἤσουνα μαζὶ μὲ τὸν Ναζαρηνόν, τὸν Ἰησοῦν».68 Αὐτὸς ὅμως ἀρνήθηκε καὶ εἶπε, «Οὔτε ξέρω, οὔτε καταλαβαίνω τὶ λές». Καὶ ἐβγῆκε ἔξω εἰς τὸ προαύλιον καὶ ἕνας πετεινὸς ἐλάλησε.69 Καὶ ἡ ὑπηρέτρια, ὅταν τὸν εἶδε, ἄρχισε πάλιν νὰ λέγῃ εἰς ἐκείνους ποὺ εὑρίσκοντο ἐκεῖ, «Αὐτὸς εἶναι ἀπὸ αὐτούς».70 Ἀλλ’ ὁ Πέτρος πάλιν ἀρνήθηκε. Καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο οἱ εὑρισκόμενοι ἐκεῖ πάλιν τοῦ ἔλεγαν, «Ἀλήθεια, εἶσαι ἀπ’ αὐτοὺς, διότι εἶσαι Γαλιλαῖος καὶ ἡ προφορά σου μοιάζει».71 Ἐκεῖνος δὲ ἄρχισε μὲ κατάρες καὶ ὅρκους νὰ λέγῃ, «Δὲν ξέρω τὸν ἄνθρωπον αὐτόν γιὰ τὸν ὁποῖον μιλᾶτε».
72 Καὶ γιὰ δεύτερη φορὰ ἐλάλησε ὁ πετεινός. Καὶ ἐθυμήθηκε ὁ Πέτρος ὅτι ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶχε πῇ, «Πρὶν λαλήσῃ δυὸ φορὲς ὁ πετεινὸς, θὰ μὲ ἀπαρνηθῇς τρεῖς φορές», καὶ ἄρχισε νὰ κλαίῃ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15
Ὁ Χριστὸς πρὸ τοῦ Ρωμαίου ἡγεμόνος Πιλάτου
1 Καὶ ἐνωρὶς τὸ πρωΐ εἶχαν συμβούλιον οἱ ἀρχιερεῖς μαζὶ μὲ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ τοὺς γραμματεῖς καὶ ὅλον τὸ συνέδριον καὶ ἀφοῦ ἔδεσαν τὸν Ἰησοῦν, τὸν μετέφεραν καὶ τὸν παρέδωκαν εἰς τὸν Πιλᾶτον.2 Καὶ τὸν ἐρώτησε ὁ Πιλᾶτος, «Σὺ εἶσαι ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;». Ἐκεῖνος τοῦ ἀπεκρίθη, «Σὺ τὸ λέγεις».3 Καὶ οἱ ἀρχιερεῖς τὸν κατηγοροῦσαν διὰ πολλὰ πράγματα.4 Ὁ Πιλᾶτος πάλιν τὸν ἐρώτησε, «Δὲν ἀποκρίνεσαι τίποτε; Κύτταξε πόσα σοῦ κατηγοροῦν».5 Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς ἀκόμη δὲν ἀπαντοῦσε τίποτε, ὥστε ὁ Πιλᾶτος ἔμεινε κατάπληκτος.6 Κατὰ τὴν ἑορτὴν ἀπέλυε ἕνα φυλακισμένον, ὅποιον ἐζητοῦσαν.7 Ἦτο δὲ τότε ὁ λεγόμενος Βαραββᾶς εἰς τὴν φυλακὴν μαζὶ μὲ τοὺς στασιαστάς, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν στάσιν εἶχαν διαπράξει φόνον.8 Καὶ μὲ φωνὲς ὁ λαὸς ἄρχισε νὰ ζητῇ νὰ τοὺς κάνῃ καθὼς πάντοτε συνείθιζε.9 Ὁ δὲ Πιλᾶτος τοὺς ἀπεκρίθη, «Θέλετε νὰ σᾶς ἀπολύσω τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων;»,10 διότι ἤξερε ὅτι ἕνεκα φθόνου τὸν εἶχαν παραδώσει οἱ ἀρχιερεῖς.11 Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς ἐξηρέθιζαν τὸν ὄχλον διὰ νὰ τοῦ ζητήσουν νὰ ἀπολύσῃ μᾶλλον τὸν Βαραββᾶν.12 Ὁ Πιλᾶτος πάλιν ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς, «Τὶ λοιπὸν νὰ κάνω εἰς αὐτὸν ποὺ καλεῖτε βασιλέα τῶν Ἰουδαίων;».13 Αὐτοὶ πάλιν ἐφώναξαν, «Σταύρωσέ τον».14 Ὁ Πιλᾶτος τοὺς εἶπε, «Γιατί, τί κακὸν ἐκανε;», οἱ δὲ ἀκόμη περισσότερον ἐκραύγαζαν, «Σταύρωσέ τον».15 Ὁ Πιλᾶτος ἐπειδὴ ἤθελε νὰ ἱκανοποιήσῃ τὸν ὄχλον, ἀπέλυσε τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ Ἰησοῦν, ἀφοῦ τὸν ἐμαστίγωσε, τὸν παρέδωκε διὰ νὰ σταυρωθῇ.
Οἱ στρατιῶται ἐμπαίζουν τὸν Χριστόν
16 Οἱ στρατιῶται τὸν μετέφεραν εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τῆς αὐλῆς, δηλαδὴ εἰς τὸ πραιτώριον, καὶ συγκεντρώνουν ὅλην τὴν φρουράν.17 Τὸν ἔντυσαν μὲ ἕναν κόκκινον μανδύαν καὶ ἀφοῦ ἔπλεξαν στεφάνι ἀπὸ ἀγκάθια, τοῦ τὸ ἔβαλαν εἰς τὸ κεφάλι.18 Καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν χαιρετοῦν, «Χαῖρε, ὦ βασιλεῦ τῶν Ἰουδαίων»·19 καὶ κτυποῦσαν τὸ κεφάλι του μὲ καλάμι καὶ τὸν ἔφτυναν καί, γονατιστοί, τὸν προσκυνοῦσαν.20 Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐνέπαιξαν, τοῦ ἔβγαλαν τὸν κόκκινον μανδύαν καὶ τοῦ ἐφόρεσαν τὰ δικά του ἐνδύματα. Καὶ τὸν φέρνουν ἔξω διὰ νὰ τὸν σταυρώσουν.
Ἡ σταύρωσις τοῦ Χριστοῦ
21 Καὶ ἀγγαρεύουν κάποιον Σίμωνα Κυρηναῖον, ὁ ὁποῖος ἐδιάβαινε ἀπ’ ἐκεῖ καθὼς ἐρχότανε ἀπὸ τὸ χωράφι, τὸν πατέρα τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ τοῦ Ρούφου, διὰ νὰ βαστάξῃ τὸν σταυρόν του.22 Καὶ τὸν φέρνουν εἰς τὸν τόπον Γολγοθᾶ, ποὺ μεταφραζόμενον σημαίνει τόπον Κρανίου,23 καὶ τοῦ ἔδιναν νὰ πιῇ κρασὶ ἀρωματισμένον μὲ σμύρναν· αὐτὸς ὅμως δὲν τὸ ἐπῆρε.24 Καὶ τὸν ἐσταύρωσαν καὶ ἐμοίρασαν τὰ ἐνδύματά του ἀφοῦ ἔριξαν κλῆρον διὰ τὸ τί θὰ πάρῃ ὁ καθένας.25 Ἦτο δὲ ἡ Τρίτη ὥρα ὅταν τὸν ἐσταύρωσαν.26 Καὶ ἦτο γραμμένη ἡ ἐπιγραφὴ τῆς κατηγορίας του, «Ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων».27 Καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν σταυρώνουν δύο ληστάς, ἔνα ἀπὸ τὰ δεξιὰ καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀριστερά του.28 [Καὶ ἐκπληρώθηκε ἡ γραφὴ ἡ ὁποία λέγει, Καὶ συγκαταριθμήθηκε μεταξὺ τῶν ἀνόμων.]29 Καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ ἐδιάβαιναν ἀπὸ κοντά, τὸν ἐβλασφημοῦσαν καὶ ἐκουνοῦσαν τὰ κεφάλια τους καὶ ἔλεγαν, «Μπᾶ! Σὺ ποὺ γκρεμίζεις τὸν ναὸν καὶ σὲ τρεῖς ἡμέρες τὸν οἰκοδομεῖς,30 σῶσε τὸν ἑαυτόν σου, καὶ κατέβα ἀπὸ τὸν σταυρόν».31 Ὁμοίως καὶ οἱ ἀρχιερεῖς μαζὶ μὲ τοὺς γραμματεῖς τὸν ἐνέπαιζαν καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους, «Ἄλλους ἔσωσε, τὸν ἑαυτόν του δὲν μπορεῖ νὰ τὸν σώσῃ.32 Ἄς κατέβῃ τώρα ὁ Χριστός, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, ἀπὸ τὸν σταυρόν, διὰ νὰ ἰδοῦμε καὶ νὰ πιστέψουμε». Καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ εἶχαν σταυρωθῆ μαζί του, τὸν ἐνέπαιζαν.
Θάνατος τοῦ Χριστοῦ
33 Καὶ ὅταν ἦλθε ἡ ἕκτη ὥρα ἔγινε σκοτάδι εἰς ὅλην τὴν γῆν μέχρι τῆς ἐνάτης ὤρας.34 Καὶ κατὰ τὴν ἐνάτην ὥραν ἐφώναξε ὁ Ἰησοῦς μὲ δυνατὴν φωνήν, «Ἐλωΐ, ἐλωΐ, λαμὰ σαβαχθανί;», τὸ ὁποῖον μεταφραζόμενον σημαίνει, «Θεέ μου, Θεέ μου, διατὶ μὲ ἐγκατέλιπες;».35 Καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς παρισταμένους, ὅταν ἄκουσαν, ἔλεγαν, «Κύτταξε φωνάζει τὸν Ἠλίαν».36 Ἕνας ἔτρεξε καὶ ἐγέμισε ἕνα σφουγγάρι μὲ ξύδι καὶ ἀφοῦ τὸ ἐτύλιξε σὲ καλάμι ἐπότιζε τὸν Χριστὸν καὶ ἔλεγε, «Ἀφῆστε νὰ ἰδοῦμε, ἐὰν θὰ ἔλθῃ ὁ Ἠλίας νὰ τὸν κατεβάσῃ».37 Ὁ Ἰησοῦς τότε ἐβόησε μὲ φωνὴν δυνατὴν καὶ ἐξέπνευσε.38 Καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθηκε εἰς δύο ἀπὸ πάνω ἕως κάτω.39 Ὅταν ὁ ἑκατόνταρχος, ὁ ὁποῖος ἦτο ἐκεῖ ἀπέναντί του, εἶδε ὅτι κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐξέπνευσε, εἶπε, «Ἀλήθεια, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦτο Υἱὸς τοῦ Θεοῦ».40 Ἦσαν δὲ καὶ γυναῖκες, ποὺ παρατηροῦσαν ἀπὸ μακρυά, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦτο καὶ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου τοῦ νεωτέρου καὶ τοῦ Ἰωσῆ καὶ ἡ Σαλώμη,41 αἱ ὁποῖαι, ὅταν ἦτο εἰς τὴν Γαλιλαῖαν, τὸν ἀκολουθοῦσαν καὶ τὸν ὑπηρετοῦσαν. Ἦσαν καὶ ἄλλαι πολλαί, αἱ ὁποῖαι εἶχαν ἀνεβῆ μαζί του εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.
Ἐνταφιασμὸς τοῦ Χριστοῦ
42 Ὅταν εἶχε πλέον βραδυάσει, ἐπειδὴ ἦτο Παρασκευή, δηλαδὴ ἡ ἡμέρα πρὶν ἀπὸ τὸ Σάββατον,43 ἦλθε ὁ Ἰωσήφ, ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, ὁ ὁποῖος ἦτο σημαίνων βουλευτὴς ποὺ ἐπερίμενε καὶ αὐτὸν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ἐτόλμησε καὶ ἦλθε εἰς τὸν Πιλᾶτον καὶ ἐζήτησε τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.44 Ὁ Πιλᾶτος ἐξεπλάγη ὄταν ἄκουσε ὅτι εἶχε ἤδη πεθάνει. Καὶ ἐκάλεσε τὸν ἑκατόνταρχον καὶ τὸν ἐρώτησε ἐὰν εἶχε πεθάνει πρὸ πολλοῦ.45 Καὶ ὅταν ἐπληροφορήθηκε ἀπὸ τὸν ἑκατόνταρχον, ἐδώρησε τὸ σῶμα εἰς τὸν Ἰωσήφ.46 Αὐτὸς δὲ ἀγόρασε σινδόνι καὶ τὸν κατέβασε, τὸν ἐτύλιξε μὲ τὸ σινδόνι καὶ τὸν ἔθεσε εἰς μνῆμα, ποὺ ἦτο λαξευμένον εἰς βράχον καὶ ἐκύλισε ἕνα λίθον εἰς τὴν πόρτα τοῦ μνήματος,47 Ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία τοῦ Ἰωσῆ παρατηροῦσαν ποῦ τὸν βάζουν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16
Ἡ ἀνάστασις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ
1 Ὅταν ἐπέρασε τὸ Σάββατον, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία τοῦ Ἰακώβου καὶ ἡ Σαλώμη ἀγόρασαν ἀρώματα διὰ νὰ ἔλθουν νὰ τὸν ἀλείψουν.2 Καὶ πολὺ πρωΐ, τὴν πρώτην ἡμέραν τῆς ἑβδομάδος, ἔρχονται εἰς τὸ μνῆμα, ἀφοῦ εἶχε ἀνατείλει ὁ ἥλιος,3 καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους, «Ποιὸς θὰ μᾶς κυλίσῃ τὸν λίθον ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ μνημείου;».4 Καὶ ὅταν ἐσήκωσαν τὰ μάτια τους, βλέπουν ὅτι ὁ λίθος εἶχε κυλισθῆ. Ἦτο δὲ πάρα πολὺ μεγάλος.5 Καὶ ὅταν ἐμπῆκαν εἰς τὸ μνῆμα, εἶδαν ἕνα νέον μὲ λευκὴν στολὴν νὰ κάθεται εἰς τὰ δεξιὰ καὶ κατελήφθησαν ἀπὸ φόβο.6 Αὐτὸς δὲ λέγει εἰς αὐτάς, «Μὴ τρομάζετε. Τὸν Ἰησοῦν ζητᾶτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν σταυρωμένον; Ἀναστήθηκε, δὲν εἶναι ἐδῶ. Νά ὁ τόπος ὅπου τὸν ἔβαλαν.7 Ἀλλὰ πηγαίνετε καὶ πέστε εἰς τοὺς μαθητάς του καὶ εἰς τὸν Πέτρον, «Πηγαίνει πρὶν ἀπὸ σᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἐκεῖ θὰ τὸν ἰδῆτε, καθὼς σᾶς εἶπε».8 Καὶ ἐβγῆκαν καὶ ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μνημεῖον διότι τὰς κατεῖχε τρόμος καὶ ἔκπληξις. Καὶ σὲ κανέναν δὲν εἶπαν τίποτε, διότι ἐφοβοῦντο.9 [Ἀφοῦ δὲ ἀναστήθηκε τὸ πρωΐ τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἐβδομάδος, ἐμφανίσθηκε πρῶτα εἰς τὴν Μαρίαν τὴν Μαγδαληνὴν ἀπὸ τὴν ὁποίαν εἶχε βγάλει ἑπτὰ δαιμόνια.10 Ἐκείνη ἐπῆγε καὶ τὰ ἀνήγγειλε εἰς ἐκείνους, ποὺ εἶχαν μείνει μαζί του καὶ ποὺ ἐπενθοῦσαν καὶ ἔκλαιγαν.11 Καὶ ἐκεῖνοι, ὅταν ἄκουσαν ὅτι ζῆ καὶ ὅτι ἐμφανίσθηκε εἰς αὐτήν, δὲν ἐπίστεψαν.12 Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ ἐφανερώθηκε ὑπὸ ἄλλην μορφὴν σὲ δύο ἀπὸ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἐπερπατοῦσαν καὶ ἐπήγαιναν εἰς τὴν ἐξοχήν.13 Καὶ ἐκεῖνοι ἐπῆγαν καὶ τὸ ἀνήγγειλαν εἰς τοὺς ἄλλους. Οὔτε καὶ αὐτοὺς ἐπίστεψαν.14 Ὕστερα ἐφανερώθηκε εἰς τοὺς ἔνδεκα ἐνῷ ἐκάθοντο εἰς τὴν τράπεζαν, καὶ ἔψεξε τὴν ἀπιστίαν τους καὶ τὴν σκληροκαρδίαν τους, διότι δὲν ἐπίστεψαν ἐκείνους, ποὺ τὸν εἶδαν ἀναστημένον.15 Καὶ τοὺς εἶπε, «Πηγαίνετε εἰς ὅλον τὸν κόσμον, καὶ κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον εἰς ὅλην τὴν κτίσιν.16 Ἐκεῖνος ποὺ θὰ πιστέψῃ καὶ θὰ βαπτισθῇ, θὰ σωθῇ. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν θὰ πιστέψῃ, θὰ κατακριθῇ.17 Ἐκείνους δὲ ποὺ θὰ πιστέψουν, θὰ τοὺς ἀκολουθοῦν τὰ ἑξῆς σημεῖα: εἰς τὸ ὄνομά μου θὰ βγάζουν δαιμόνια, γλῶσσες καινούργιες θὰ μιλοῦν,18 φίδια θὰ σηκώνουν καὶ ἄν τυχὸν πιοῦν κάτι θανατηφόρον, δὲν θὰ τοὺς βλάψῃ. Εἰς τοὺς ἀρρώστους θὰ βάζουν τὰ χέρια καὶ θὰ γίνωνται ὑγιεῖς».19 Καὶ ὁ μὲν Κύριος, ἀφοῦ τοὺς ἐμίλησε, ἀνελήφθη εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἐκάθησε εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ.
20 Ἐκεῖνοι δὲ ἐβγῆκαν καὶ ἐκήρυξαν πανταχοῦ, ἐνῷ ὁ Κύριος ἐβοηθοῦσε καὶ ἐπιβεβαίωνε τὸ κήρυγμα μὲ τὰ θαύματα, τὰ ὁποῖα ἀκολουθοῦσαν. Ἀμήν.]