ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ

Κεφάλαιο 1

1 Βιβλίο τῆς ἱστορίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Δαυὶδ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἀβραάμ. 2 Ὁ Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαάκ, ὁ Ἰσαὰκ ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ, ὁ Ἰακὼβ ἐγέννησε τὸν Ἰούδα καὶ τοὺς ἀδεφλούς του, 3 ὁ Ἰούδας ἐγέννησε τὸν Φαρὲς καὶ τὸν Ζαρὰ ἀπὸ τὴν Θαμάρ, ὁ Φαρὲς ἐγέννησε τὸν Ἐσρώμ, ὁ Ἐσρὼμ ἐγέννησε τὸν Ἀράμ, 4 ὁ Ἀρὰμ ἐγέννησε τὸν Ἀμιναδάβ, ὁ Ἀμιναδὰβ ἐγέννησε τὸν Ναασσών, ὁ Ναασσὼν ἐγέννησε τὸν Σαλμών, ὁ Σαλμὼν ἐγέννησε τὸν Βοὸζ ἀπὸ τὴν Ραχάβ, 5 ὁ Βοὸζ ἐγέννησε τὸν Ὠβήδ ἀπὸ τὴν Ρούθ, ὁ Ὠβὴδ ἐγέννησε τὸν Ἰεσσαί, ὁ Ἰεσσαὶ ἐγέννησε τὸν Δαυΐδ τὸν βασιλέα. 6 Ὁ Δαυὶδ ὁ βασιλεύς ἐγέννησε τὸν Σολομῶντα ἀπὸ τὴν σύζυγον τοῦ Οὐρία, 7 ὁ Σολομὼν ἐγέννησε τὸν Ροβοάμ, ὁ Ροβοὰμ ἐγέννησε τὸν Ἀβιά, ὁ Ἀβιὰ ἐγέννησε τὸν Ἀσά, 8 ὁ Ἀσὰ ἐγέννησε τὸν Ἰωσαφάτ, ὁ Ἰωσαφὰτ ἐγέννησε τὸν Ἰωράμ, 9 ὁ Ἰωρὰμ ἐγέννησε τὸν Ὀζιάν, ὁ Ὀζίας ἐγέννησε τὸν Ἰωάθαμ, ὁ Ἰωάθαμ ἐγέννησε τὸν Ἄχαζ, ὁ Ἄχαζ ἐγέννησε τὸν Ἐζεκίαν, 10 ὁ Ἐζεκίας ἐγέννησε τὸν Μανασσῆν, ὁ Μανασσῆς ἐγέννησε τὸν Ἀμών, ὁ Ἀμὼν ἐγέννησε τὸν Ἰωσίαν, 11 ὁ Ἰωσίας ἐγέννησε τὸν Ἰεχονίαν καὶ τοὺς ἀδελφούς του κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς αἰχμαλωσίας εἰς τὴν Βαβυλῶνα. 12 Μετὰ δὲ τὴν αἰχμαλωσίαν εἰς τὴν Βαβυλῶνα ὁ Ἰεχονίας ἐγέννησε τὸν Σαλαθιήλ, ὁ Σαλαθιὴλ ἐγέννησε τὸν Ζοροβάβελ, 13 ὁ Ζοροβάβελ ἐγέννησε τὸν Ἀβιούδ, ὁ Ἀβιοὺδ ἐγέννησε τὸν Ἐλιακείμ, ὁ Ἐλιακεὶμ ἐγέννησε τὸν Ἀζώρ, 14 ὁ Ἀζὼρ ἐγέννησε τὸν Σαδώκ, ὁ Σαδὼκ ἐγέννησε τὸν Ἀχείμ, ὁ Ἀχεὶμ ἐγέννησε τὸν Ἐλιούδ, ὁ Ἐλιοὺδ ἐγέννησε τὸν Ἐλεάζαρ, 15 ὁ Ἐλεάζαρ ἐγέννησε τὸν Ματθάν, ὁ Ματθὰν ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ, 16 ὁ Ἰακὼβ ἐγέννησε τὸν Ἰωσήφ, τὸν ἄνδρα τῆς Μαρίας, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐγεννήθη ὁ Ἰησοῦς, ὁ ὁποίος λέγεται Χριστός. 17 Ὅλαι λοιπὸν αἱ γενεαὶ ἀπὸ τοῦ Ἀβραὰμ μέχρι τοῦ Δαυΐδ εἶναι γενεαὶ δεκατέσσερις καὶ ἀπὸ τοῦ Δαυΐδ μέχρι τῆς αἰχμαλωσίας εἰς τὴν Βαβυλῶνα εἶναι γενεαὶ δεκατέσσερις καὶ ἀπὸ τῆς αἰχμαλωσίας εἰς τὴν Βαβυλῶνα μέχρι τοῦ Χριστοῦ εἶναι γενεαὶ δεκατέσσερις.

 Γέννησις τοῦ Χριστοῦ

 18 Τοῦ δὲ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις ἔγινε κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον. Ἀφοῦ ἡ μητέρα του Μαρία ἀρραβωνιάσθηκε μὲ τὸν Ἰωσήφ, ἔμεινε ἔγκυος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου πρὶν νὰ συνευρεθοῦν. 19 Ὁ ἄνδρας της, ὁ Ἰωσήφ, ἐπειδὴ ἦτο δίκαιος καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὴν ἐκθέσῃ, ἐσκέφθηκε νὰ τὴν διώξῃ κρυφά. 20 Καὶ ἐνῷ ἔτσι ἐσκέπτετο, ἄγγελος τοῦ Κυρίου τοῦ παρουσιάσθηκε εἰς τὸ ὄνειρόν του καὶ τοῦ εἶπε, «Ἰωσήφ, υἱὲ τοῦ Δαυΐδ, μὴ φοβηθῇς νὰ πάρῃς μαζί σου τὴν Μαριάμ, τὴν γυναῖκα σου, διότι ἐκεῖνο ποὺ ἐγεννήθηκε μέσα της προέρχεται ἀπὸ Πνεῦμα Ἅγιον. 21 Θὰ γεννήσῃ δὲ υἱὸν, τὸν ὁποῖον θὰ ὀνομάσῃς Ἰησοῦν, διότι αὐτὸς θὰ σώσῃ τὸν λαόν του ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας του». 22 Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἐλέχθη ἀπὸ τὸν Κύριον διὰ τοῦ προφήτου, 23 «Ἰδοὺ ἡ παρθένος θὰ συλλάβη καὶ θὰ γεννήσῃ υἱὸν καὶ θὰ τὸν ὀνομάσουν Ἐμμανουήλ», τὸ ὁποῖον μεταφραζόμενον σημαίνει, «Μαζί μας εἶναι ὁ Θεός». 24 Ὅταν ὁ Ἰωσὴφ ἐξύπνησε, ἔκανε ὅπως τὸν διέταξε ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου, ἐπῆρε δηλαδὴ τὴν γυναῖκα του μαζί του· 25 καὶ δὲν εἶχε καμίαν σχέσιν μαζί της μέχρις ὅτου ἐγέννησε τὸν υἱόν της τὸν πρωτότοκον καὶ τὸν ὠνόμασεν Ἰησοῦ.

 

Κεφάλαιο 2

1 Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐγεννήθηκε εἰς τὴν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ Ἡρώδη τοῦ βασιλέως, ἔφθασαν μάγοι ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐρωτοῦσαν, 2 «Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐγεννήθηκε, ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; Διότι εἴδαμε τὸ ἄστρον του νὰ ἀνατέλλῃ καὶ ἤλθαμε νὰ τὸν προσκυνήσωμεν». 3 Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ βασιλεὺς Ἡρώδης, ἐταράχθηκε καὶ μαζί του ὅλη ἡ πόλις τῶν Ἱεροσολύμων καὶ, 4 ἀφοῦ συγκέντρωσε ὅλους τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς γραμματεῖς τοῦ λαοῦ, ἐζητοῦσε νὰ πληροφορηθῇ ἀπὸ αὐτοὺς ποῦ θὰ γεννηθῇ ὁ Χριστὸς. 5 Ἐκεῖνοι δὲ τοῦ εἶπαν, «Εἰς τὴν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας, διότι εἶναι γραμμένον διὰ τοῦ προφήτου, 6 «Και σὺ, Βηθλεέμ, γῆ τοῦ Ἰούδα, δὲν εἶσαι μὲ κανένα τρόπον ἡ μικρότερη μεταξὺ τῶν ἡγεμόνων τοῦ Ἰούδα, διότι ἀπὸ σὲ θὰ προέλθῃ ἕνας ἀρχηγός, ὁ ὁποῖος θὰ κυβερνήσῃ τὸν λαόν μου, τὸν Ἰσραήλ». 7 Τότε ὁ Ἡρώδης ἐκάλεσε κρυφὰ τοὺς μάγους καὶ ἐξακρίβωσε ἀπὸ αὐτοὺς τὸν χρόνον ποὺ ἐφάνηκε τὸ ἄστρον. 8 Κατόπιν τοὺς ἔστειλε εἰς τὴν Βηθλεὲμ καὶ τοὺς εἶπε, «Πηγαίνετε καὶ ἐξετάσατε ἀκριβῶς περὶ τοῦ παιδιοῦ. Καὶ ὅταν τὸ βρῆτε, εἰδοποιήσατέ με, διὰ νὰ ἔλθω καὶ ἐγὼ νὰ τὸ προσκυνήσω». 9 Αὐτοὶ, ἀφοῦ ἄκουσαν τὸν βασιλέα, ἔφυγαν. Καὶ νὰ, τὸ ἄστρον, τὸ ὁποῖον εἶχαν ἰδῆ νὰ ἀνατέλλῃ, προηγεῖτο, ἕως ὅτου ἦλθε καὶ ἐστάθηκε ἐπάνω εὶς τὸ μέρος, ὅπου εὑρίσκετο τὸ παιδί. 10 Μόλις εἶδαν τὸ ἄστρον, αἰσθάνθηκαν μεγάλην χαράν. 11 Καὶ ὅταν ἐμπῆκαν εἰς τὸ σπίτι, εἶδαν τὸ παιδὶ μαζὶ μὲ τὴν Μαρίαν, τὴν μητέρα του, καὶ ἔπεσαν εἰς τὴν γῆν καὶ τὸ προσκύνησαν· κατόπιν ἄνοιξαν τοὺς θησαυρούς τως καὶ τοῦ προσέφεραν γιὰ δῶρα χρυσὸν καὶ λιβάνι καὶ σμύρναν. 12 Καὶ ἐπειδὴ καθωδηγήθησαν μὲ ὄνειρον ὑπὸ τοῦ Θεοῦ νὰ μὴ ἐπιστρέψουν στὸν Ἡρώδην, ἀνεχώρησαν εἰς τὴν πατρίδα τους ἀπὸ ἄλλον δρόμον.

 Ἡ φυγὴ εἰς τὴν Αἴγυπτο

 13 Ὅταν ἀνεχώρησαν, ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου ἐμφανίζεται εἰς τὸν Ἰωσὴφ σὲ ὄνειρον καὶ τοῦ λέγει, «Σήκω, πάρε τὸ παιδί καὶ τὴν μητέρα του καὶ φύγε εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ μεῖνε ἐκεῖ, ἕως ὅτου σοῦ πῶ, διότι ὁ Ἡρώδης σκοπεύει νὰ ἀναζητήσῃ τὸ παιδὶ διὰ νὰ τὸ σκοτώσῃ». 14 Ὅταν ὁ Ἰωσὴφ ἐξύπνησε, ἐπῆρε νύχτα τὸ παιδὶ καὶ τὴν μητέρα του καὶ ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Αἴγυπτον 15 καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ μέχρι τοῦ θανάτου τοῦ Ἡρώδη, διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ ἐκεῖνο ποὺ ἐλέχθη ἀπὸ τὸν Κύριον διὰ τοῦ προφήτου, «Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου».

 Ἡ σφαγὴ τῶν νηπίων τῆς Βηθλεὲμ ἀπὸ τὸν Ἡρώδην

 16 Τότε ὁ Ἡρώδης, ἐπειδὴ εἶδε ὅτι ἐξαπατήθηκε ἀπὸ τοὺς μάγους, ἐθύμωσε πάρα πολὺ καὶ ἔστειλε καὶ ἐσκότωσε ὅλα τὰ παιδιὰ εἰς τὴν Βηθλεὲμ καὶ εἰς ὅλα τὰ περίχωρά της ἀπὸ δύο ἐτῶν καὶ κάτω, σύμφωνα πρὸς τὸν χρόνον, τὸν ὁποῖον ἐξακρίβωσε ἀπὸ τοὺς μάγους. 17 Τότε ἐκπληρώθηκε ἐκεῖνο ποὺ ἐλέχθη διὰ τοῦ Ἱερεμία τοῦ προφήτου, 18 «Φωνὴ ἀκούσθηκε εἰς τὴν Ραμά, θρῆνος, κλάμα καὶ μεγάλος ὀδυρμός. Ἦτο ἡ Ραχὴλ ποὺ ἔκλαιε τὰ παιδιά της καὶ δὲν ἤθελε νὰ παρηγορηθῇ, διότι δὲν ὑπάρχουν πλέον.

 Ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον

19 Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Ἡρώδη, ἄγγελος τοῦ Κυρίου ἐμφανίζεται, εἰς ὄνειρο, εἰς τὸν Ίωσήφ, ὅταν ἦτο εἰς τὴν Αἴγυπτον, καὶ τοῦ λέγει, 20 «Σήκω, πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴν μητέρα του καὶ πήγαινε εἰς τὴν γῆν τοῦ Ἰσραήλ, διότι ἔχουν πεθάνει ἐκείνοι, ποὺ ἐζητοῦσαν τὴν ζωὴν τοῦ παιδιοῦ». 21 Αὐτὸς δὲ ὅταν ἐξύπνησε, ἐπῆρε τὸ παιδὶ καὶ τὴν μητέρα του καὶ ἦλθεν εἰς τὴν γῆν τοῦ Ἰσραήλ. 22 Ἐπειδὴ ὅμως ἄκουσε ὅτι ὁ Ἀρχέλαος εἶναι βασιλεὺς τῆς Ἰουδαίας ἀντὶ τοῦ πατέρα του Ἡρώδη, φοβήθηκε νὰ μεταβῇ ἐκεῖ. Εἰς ὄνειρον καθωδηγήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἔφυγε εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας. 23 Καὶ ὅταν ἔφθασε, ἔμεινε εἰς πόλιν, ποὺ ὠνομάζετο Ναζαρέτ, διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἐλέχθη ἀπὸ τοὺς προφῆτας, ὅτι δηλαδὴ θὰ ὀνομασθῇ Ναζωραῖος.

 

Κεφάλαιο 3

Ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς καὶ ἡ ἀγγελία του

 1 Κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκεῖνας, ἐμφανίζεται ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς καὶ κηρύττει εἰς τὴν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας, καὶ λέγει, 2 «Μετανοεῖτε, διότι ἐπλησίασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». 3 Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος, διὰ τὸν ὁποῖον ἐμίλησε ὁ προφήτης Ἡσαΐας, ὅταν εἶπε, «Φωνὴ ἑνὸς ποὺ φωνάζει εἰς τὴν ἔρημο· ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου, κάμετε ἴσιους τοὺς δρόμους του». 4 Ὁ Ἰωάννης εἶχε ἔνδυμα ἀπὸ τρίχες καμήλου καὶ δερμάτινην ζώνην γύρω ἀπὸ τὴν μέσην του, ἡ δὲ τροφή του ἦτο ἀκρίδες καὶ ἄγριον μέλι. 5 Τότε ἐξήρχοντο πρὸς αὐτὸν τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ὁλόκληρη ἡ Ἰουδαία καὶ ὅλα τὰ περίχωρα τοῦ Ἰορδάνη 6 καὶ ἐβαπτίζοντο ἀπὸ αὐτὸν εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμόν, ἀφοῦ ἐξωμολογοῦντο τὰς ἀμαρτίας των. 7 Ὅταν δὲ εἶδε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους καὶ τοὺς Σαδδουκαίους νὰ ἔρχωνται εἰς τὸ βάπτισμά του, τοὺς εἶπε, «Γενεὰ ἐχιδνῶν, ποιὸς σᾶς ὑπέδειξε νὰ ἀποφύγετε τὴν μέλλουσα ὀργήν; 8 Κάνετε καρπὸν ἄξιον τῆς μετανοίας 9 καὶ μὴ νομίσετε ὅτι μπορεῖτε νὰ λέγετε μέσα σας, Πατέρα ἔχομεν τὸν Ἀβραάμ, διότι σᾶς λέγω, ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ ἀπὸ τὶς πέτρες αὐτὲς νὰ κάνῃ παιδιὰ διὰ τὸν Ἀβραάμ. 10 Ἡ ἀξίνα εἶναι πιὰ κοντὰ εἰς τὴν ρίζαν τῶν δένδρων, καὶ κάθε δένδρον, ποὺ δὲν κάνει καρπὸν καλόν, τὸ κόβουν σύρριζα καὶ τὸ ρίχνουν στὴ φωτιά. 11 Ἐγώ σᾶς βαπτίζω μὲ νερὸ διὰ μετάνοια. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἔρχεται κατόπιν μου, εἶναι ἰσχυρότερος ἀπὸ ἐμὲ καὶ ἐγὼ δὲν εἶμαι ἱκανὸς νὰ κρατῶ τὰ ὑποδήματά του. Αὐτὸς θὰ σᾶς βαπτίσῃ μὲ Πνεῦμα Ἅγιον καὶ μὲ φωτιά. 12 Τὸ φτυάρι εἶναι εἰς τὸ χέρι του καὶ θὰ καθαρίσῃ τὸ ἁλῶνι του καὶ θὰ μαζέψῃ τὸ σιτάρι του εἰς τὴν ἀποθήκη, τὸ δὲ ἄχυρον θὰ τὸ κάψῃ σὲ φωτιὰ ποὺ δὲν σβήνει».

Ἡ βάπτιση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ

 13 Τότε ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὸν Ἰορδάνην πρὸς τὸν Ἰωάννην γιὰ νὰ βαπτισθῇ ἀπὸ αὐτὸν. 14 Ὁ Ἰωάννης ὅμως τὸν ἐμπόδιζε καὶ ἔλεγε, «Ἐγὼ ἔχω ἀνάγκην νὰ βαπτισθῶ ἀπὸ σένα καὶ σὺ ἔρχεσαι σ’ ἐμένα;». 15 Ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπεκρίθη, «Ἄφησε αὐτὰ ἐπὶ τοῦ παρόντος, διότι ἔτσι εἶναι πρέπον σ’ ἐμᾶς, νὰ ἐκτελέσωμεν κάθε ἐντολήν». Τότε ὁ Ἰωάννης δὲν τοῦ ἔφερε ἀντίρρησιν. 16 Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐβαπτίσθηκε, ἀμέσως ἀνέβηκε ἀπὸ τὸ νερὸ καὶ ἰδού, ἄνοιξαν οἱ οὐρανοὶ καὶ εἶδε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ κατεβαίνῃ σὰν περιστερὰ καὶ νὰ ἔρχεται ἐπάνω του. Καὶ φωνὴ ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς ἔλεγε, 17 «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, εἰς τὸν ὁποῖον εὐαρεστοῦμαι».

 

Κεφάλαιο 4

Ὁ πειρασμὸς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν ἔρημον

 1 Τότε ὁ Ἰησοῦς ὡδηγήθηκε ὑπὸ τοῦ Πνεύματος εἰς τὴν ἔρημον, διὰ να πειρασθῇ ἀπὸ τὸν διάβολον καὶ, 2 ἀφοῦ ἐνήστεψε σαράντα ἡμέρες καὶ σαράντα νύχτες, κατόπιν ἐπείνασε. 3 Καὶ τὸν ἐπλησίασε ὁ διάβολος καὶ τοῦ εἶπε, «Ἐὰν εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, πὲς νὰ γίνουν αὐτὲς οἱ πέτρες ψωμί». 4 Ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη, «Εἶναι γραμμένον ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ ζήσῃ μόνον μὲ ψωμὶ ἀλλὰ μὲ κάθε λόγον, ὁ ὁποῖος ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ». 5 Τότε ὁ διάβολος τὸν φέρνει εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ τὸν βάζει νὰ σταθῇ εἰς τὴν ἄκρη τῆς στέγης τοῦ ναοῦ 6 καὶ τοῦ λέγει, «Ἐὰν εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, πέσε κάτω, διότι εἶναι γραμμένον ὅτι θὰ διατάξῃ τοὺς ἀγγέλους νὰ σὲ προσέχουν καὶ νὰ σὲ σηκώνουν εἰς τὰ χέρια, γιὰ νὰ μὴν σκοντάψῃ τὸ πόδι σου σὲ πέτρα». 7 Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπάντησε, «Πάλι εἶναι γραμμένον, δεν πρέπει νὰ πειράξῃς Κύριον, τὸν Θεόν σου». 8 Πάλιν τὸν φέρνει ὁ διάβολος σὲ ἕνα πολὺ ψηλὸ βουνὸ καὶ τοῦ δείχνει ὅλας τὰς βασιλείας τοῦ κόσμου καὶ τὴν δόξαν τους, καὶ τοῦ λέγει, 9 «Αὐτὰ θὰ σοῦ τὰ δώσω, ἐὰν πέσῃς καὶ μὲ προσκυνήσῃς». 10 Τότε τοῦ λέγει ὁ Ἰησοῦς, Πήγαινε ὀπίσω μου, Σατανᾶ, διότι εἶναι γραμμένον, Κύριον τὸν Θεόν σου πρέπει νὰ προσκυνήσῃς καὶ αὐτὸν μόνο νὰ λατρεύσῃς». 11 Τότε ὁ διάβολος τὸν ἄφησε καὶ ἦλθαν ἄγγελοι καὶ τὸν ὑπηρετοῦσαν.

 Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐγκαθίσταται εἰς τὴν Καπερναοὺμ τῆς Γαλιλαίας

 12 Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἄκουσε ὅτι ὁ Ἰωάννης συνελήφθη, ἔφυγε εἰς τὴν Γαλιλαίαν. 13 Ἄφησε τὴν Ναζαρὲτ καὶ ἦλθε νὰ κατοικήσῃ εἰς τὴν Καπερναούμ, ἡ ὁποία ἦτο κοντὰ εἰς τὴν λίμνην εἰς τὰ σύνορα Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ, 14 διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ ἐκεῖνο, ποὺ ἐλέχθη διὰ τοῦ Ἡσαΐα τοῦ προφήτου, 15 Ἡ χώρα τοῦ Ζαβουλὼν καὶ ἡ χώρα τοῦ Νεφθαλείμ, ἡ ὁποία ἐκτείνεται κοντὰ εἰς τὴν θάλασσαν, ἡ γῆ πέραν ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην, ἡ Γαλιλαία τῶν ἐθνικῶν, ὁ λαός, ποὺ κάθεται εἰς τὸ σκοτάδι, 16 εἶδε μεγάλο φῶς καὶ εἰς ἐκείνους ποὺ κάθονται εἰς τὴν χώραν καὶ τὴν σκιὰν τοῦ θανάτου, ἀνέτειλε γι’ αὐτοὺς φῶς.

Ὁ Ἰησοῦς ἀρχίζει νὰ κηρύττῃ

17 Ἀπὸ τότε ἄρχισε ὁ Ἰησοῦς νὰ κηρύττῃ καὶ νὰ λέγῃ, «Μετανοεῖτε, διότι ἐπλησίασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καλεῖ τοὺς πρώτους μαθητὰς του

18 Ὅταν περπατοῦσε κοντὰ εἰς τὴν λίμνην τῆς Γαλιλαίας, εἶδε δύο ἀδελφούς, τὸν Σίμωνα, ὁ ὁποῖος ἐλέγετο Πέτρος, καὶ τὸν Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφόν του, νὰ ρίχνουν δίχτυ εἰς τὴν λίμνην, διότι ἦσαν ψαράδες. 19 Καὶ τοὺς λέγει, «Ἐλᾶτε, ἀκολουθῆστε με, καὶ θὰ σᾶς κάνω ψαράδες ἀνθρώπων». 20 Αὐτοὶ ἐγκατέλειψαν ἀμέσως τὰ δίχτυα καὶ τὸν ἀκολούθησαν. 21 Καὶ ὅταν ἐπροχώρησε ἀπὸ ἐκεῖ, εἶδε ἄλλους δύο ἀδελφούς, τὸν Ἰάκωβον, τὸν υἱὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τὸν Ἰωάννην τὸν ἀδελφόν του, μέσα σὲ πλοιάριον μαζὶ μὲ τὸν Ζεβεδαῖον, τὸν πατέρα τους, νὰ ἐπισκευάζουν τὰ δίχτυα τους καὶ τοὺς ἐκάλεσε. 22 Αὐτοὶ ἀμέσως ἄφησαν τὸ πλοιάριον καὶ τὸν πατέρα τους καὶ τὸν ἀκολούθησαν.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς περιέρχεται τὴν Γαλιλαίαν διδάσκων καὶ θεραπεύων

23 Ὁ Ἰησοῦς ἐγύριζε ὁλόκληρη τὴν Γαλιλαίαν καὶ ἐδίδασκε εἰς τὰς συναγωγάς των καὶ ἐκήρυττε τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ ἐθεράπευε κάθε ἀσθένειαν καὶ κάθε ἀδυναμίαν εἰς τὸν λαόν. 24 Καὶ ἡ φήμη του διαδόθηκε εἰς ὅλην τὴν Συρίαν καὶ τοῦ ἔφεραν ὅλους ὅσοι ἔπασχαν ἀπὸ διάφορες ἀρρώστιες καὶ ὅλους ὅσοι ἐβασανίζοντο ἀπὸ ἀσθενείας, ὅσους ἦσαν δαιμονιζόμενοι καὶ σεληνιαζόμενοι καὶ παραλυτικοί, καὶ τοὺς ἐθεράπευσε. 25 Καὶ πολλὰ πλήθη λαοῦ τὸν ἀκολούθησαν ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν, ἀπὸ τὴν Δεκάπολιν, τὰ Ἱεροσόλυμα, τὴν Ἰουδαίαν καὶ ἀπὸ τὴν χώραν πέρα ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην.

 

Κεφάλαιο 5

Ἡ ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία

 1 Ὅταν εἶδε τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, ἀνέβηκε εἰς τὸ ὄρος. Καὶ ὅταν ἐκάθησε, ἦλθαν κοντά του οἱ μαθηταί του. 2 Τότε ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ τοὺς ἐδίδασκε καὶ ἔλεγε, 3 «Μακάριοι εἶναι οἱ ταπεινόφρονες, διότι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι δική τους. 4 Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ πενθοῦν, διότι αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦν. 5 Μακάριοι εἶναι οἱ πρᾶοι, διότι αὐτοὶ θὰ κληρονομήσουν τὴν γῆ. 6 Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ πεινοῦν καὶ διψοῦν τὴν δικαιοσύνην, διότι αὐτοὶ θὰ χορτάσουν. 7 Μακάριοι εἶναι οἱ ἐλεήμονες, διότι αὐτοὶ θὰ ἐλεηθοῦν. 8 Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ἔχουν καθαρὴ καρδιά, διότι αὐτοὶ θὰ ἰδοῦν τὸν Θεόν. 9 Μακάριοι εἶναι οἱ εἰρηνοποιοὶ, διότι αὐτοὶ θὰ ὀνομασθοῦν υἱοὶ τοῦ Θεοῦ. 10 Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ καταδιώκονται χάριν τῆς δικαιοσύνης , διότι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι δική τους. 11 Μακάριοι θὰ εἶσθε, ὅταν θὰ σᾶς βρίσουν καὶ θὰ σᾶς καταδιώξουν καὶ θὰ ποῦν ἐναντίον σας κάθε κακὸ πρᾶγμα, λέγοντες ψέματα ἐξ αἰτίας μου. 12 Νὰ χαίρετε τότε καὶ νὰ ἀγαλλιᾶσθε, διότι ἡ ἀνταμοιβή σας θὰ εἶναι μεγάλη εἰς τοὺς οὐρανούς· ἔτσι κατεδίωξαν τοὺς προφήτες, ποὺ ἔζησαν πρὶν ἀπὸ σᾶς».

Διδάγματα ἀπὸ τὸ ἁλάτι καὶ τὸ λυχνάρι

13 «Σεῖς εἶσθε τὸ ἁλάτι τῆς γῆς. Ἐὰν τὸ ἁλάτι χάσῃ τὴν ἁλμύρα του, πῶς θὰ γίνῃ πάλιν ἁλμυρό; Δὲν ἔχει πλέον καμμίαν ἀξίαν παρὰ νὰ πεταχθῇ ἔξω καὶ νὰ καταπατῆται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. 14 Σεῖς εἶσθε τὸ φῶς τοῦ κόσμου· δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κρυφθῇ πόλις, ποὺ βρίσκεται ἐπάνω σὲ ἕνα βουνό. 15 Οὔτε ἀνάβουν λυχνάρι καὶ τὸ τοποθετοῦν κάτω ἀπὸ τὸ μόδι, ἀλλὰ ἐπάνω εἰς τὸν λυχνοστάτην καὶ ἔτσι λάμπει εἰς ὅλους, ποὺ βρίσκονται εἰς τὸ σπίτι. 16 Ἔτσι πρέπει νὰ λάμψῃ τὸ φῶς σας ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους, διὰ νὰ ἰδοῦν τὰ καλά σας ἔργα καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Πατέρα σας ποὺ εἶναι εἰς τὸν οὐρανόν».

Ὁ παλαιὸς νόμος καὶ ὁ νόμος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ

17 «Μὴ νομίσετε ὅτι ἦλθα διὰ νὰ καταργήσω τὸν νόμον ἢ τοὺς προφῆτας. Δὲν ἦλθα νὰ καταργήσω, ἀλλὰ νὰ ἐκπληρώσω. 18 Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ἕως ὅτου παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, οὔτε ἕνα γιῶτα ἢ μικρὴ στιγμὴ δὲν θὰ καταργηθῇ ἀπὸ τὸν νόμον, μέχρις ὅτου γίνουν ὅλα. 19 Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ θὰπαραβῇ μίαν ἀπὸ τὰς ἐντολὰς αὐτὰς τὰς ἐλαχίστας καὶ διδάξῃ τοὺς ἄλλους νὰ κάνουν τὸ ἴδιο, αὐτὸς θὰ ὀνομασθῇ ἐλάχιστος εἰς τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ τὰς ἐφαρμόζει καὶ τὰς διδάσκει, αὐτὸς θὰ ὀνομασθῇ μεγάλος εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. 20 Διότι σᾶς λέγω ὅτι, ἐὰν ἡ ἀρετή σας δὲν ὑπερβαίνῃ τὴν ἀρετὴν τῶν γραμματέων καὶ Φαρισαίων, δὲν θὰ μπῆτε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».

Ὀργὴ καὶ φόνος

21 «Ἔχετε ἀκούσει ὅτι εἶπαν εἰς τοὺς ἀρχαίους, «Μὴ φονεύσῃς», ἐκεῖνος δὲ, ποὺ θὰ φονεύσῃ, θὰ πρέπει νὰ δικασθῇ. 22 Ἐγὼ ὅμως σᾶς λέγω, ὅτι καθένας ποὺ ὀργίζεται ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του χωρὶς λόγον, πρέπει νὰ δικασθῇ. Ἐκεῖνος δὲ, ποὺ θὰ πῇ εἰς τὸν ἀδελφόν του, «Ρακὰ», αὐτὸς πρέπει νὰ παραπεμφθῇ στὸ Συνέδριο. Ἐκεῖνος πάλι ποὺ θὰ πῇ, «Μωρέ», αὐτὸς πρέπει νὰ παραδοθῇ εἰς τὴν πύρινη γέενα. 23 Ἐὰν, ὅταν προσφέρῃς τὸ δῶρον σου εἰς τὸ θυσιαστήριον, θυμηθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει κάτι ἐναντίον σου, 24 τότε ἄφησε τὸ δῶρον σου ἐμπρὸς εἰς τὸ θυσιαστήριον καὶ πήγαινε πρῶτα νὰ συμφιλιωθῇς μὲ τὸν ἀδελφόν σου, καὶ τότε ἔλα νὰ προσφέρῃς τὸ δῶρον σου. 25 Δεῖξε τὴν συμφιλιωτικήν σου διάθεσιν πρὸς τὸν ἀντίδικόν σου, ἐφ’ ὅσον εἶσαι μαζί του εἰς τὸν δρόμον πρὸς τὸ δικαστήριον, διὰ νὰ μὴ σὲ παραδώσῃ ὁ ἀντίδικος εἰς τὸν κριτὴν καὶ ὁ κριτὴς εἰς τὸν δεσμοφύλακα καὶ ριφθῇς εἰς τὴν φυλακήν. 26 Σὲ βεβαιῶ, ὅτι δὲν θὰ βγῇς ἀπὸ ἐκεῖ μέσα, ἕως ὅτου πληρώσῃς καὶ τὸ τελευταῖον λεπτόν».

Μοιχεία

27 «Ἔχετε ἀκούσει ὅτι εἶπαν εἰς τοὺς ἀρχαίους, «Μὴ μοιχεύσῃς». 28 Ἐγὼ ὅμως σᾶς λέγω, ὅτι κάθε ἄνθρωπος ποὺ βλέπει μία γυναῖκα καὶ τὴν ἐπιθυμεῖ, ἤδη διέπραξε μὲ αὐτὴν μοιχείαν μέσα στὴν καρδιά του. 29 Ἐὰν ὁ δεξιός σου ὀφθαλμὸς σὲ σκανδαλίζῃ, βγάλε τον καὶ πέταξέ τον μακρυά, διότι σὲ συμφέρει νὰ χαθῇ ἕνα ἀπὸ τὰ μέλη σου παρὰ νὰ ριφθῇ ὅλο σου τὸ σῶμα σου εἰς τὴν γέεναν. 30 Καὶ ἐὰν τὸ δεξί σου χέρι σὲ σκανδαλίζῃ, κόψε το καὶ ρίξε το μακρυά, διότι σὲ συμφέρει νὰ χαθῇ ἕνα ἀπὸ τὰ μέλη σου παρὰ νὰ ριφθῇ ὁλόκληρον τὸ σῶμα σου εἰς τὴν γέεναν. 31 Εἶπαν ὅτι, «Ὅποιος χωρίση τὴν σύζυγό του, ὀφείλει νὰ τῆς δώσῃ γραπτὸν διαζύγιον». 32 Ἐγὼ ὅμως σᾶς λέγω, ὅτι ὅποιος χωρίση τὴν σύζυγόν του, ἐκτὸς ἕνεκα πορνείας, αὐτὸς τὴν ἀναγκάζει νὰ διαπράξῃ μοιχείαν καὶ ὅποιος νυμφευθῇ μίαν χωρισμένην, διαπράττει μοιχείαν».

Ὅρκος καὶ φιλαλήθεια

33 «Πάλιν ἔχετε ἀκούσει ὅτι εἶπαν εἰς τοὺς ἀρχαίους, «Μὴ παραβαίνῃς τὸν ὅρκον σου, ἀλλὰ νὰ ἐκπληρώνῃς τοὺς ὅρκους σου ποὺ ἔδωκες στὸν Κύριον». 34 Ἐγὼ ὅμως σᾶς λέγω, νὰ μὴ ὁρκίζεσθε καθόλου, οὔτε εἰς τὸν οὐρανόν, διότι εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ, 35 οὔτε εἰς τὴν γῆν, διότι εἶναι ὑποπόδιον τῶν ποδιῶν του, οὔτε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, διότι εἶναι ἡ πόλις τοῦ μεγάλου βασιλέως, 36 οὔτε εἰς τὸ κεφάλι σου νὰ ὁρκίζεσαι, διότι δὲν εἶσαι εἰς θέσιν νὰ κάνῃς μίαν τρίχα ἄσπρη ἢ μαύρη. 37 Ἀλλὰ ὁ λόγος σας ἄς εἶναι ναὶ ναὶ, ὄχι ὄχι. Τὸ ἐπὶ πλέον ἀπὸ αὐτὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ πονηρόν».

Ἐκδίκηση

38 «Ἔχετε ἀκούσει ὅτι εἶπαν, «Μάτι γιὰ μάτι καὶ δόντι γιὰ δόντι». 39 Ἐγὼ ὅμως σᾶς λέγω, νὰ μὴ ἀντιστέκεσθε εἰς τὸ πονηρόν, ἀλλὰ ὅποιος σὲ κτυπήσῃ εἰς τὸ δεξὶ σαγόνι, νὰ τοῦ στρέψῃς καὶ τὸ ἄλλο. 40 Καὶ σὲ ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ σὲ πάῃ στὸ δικαστήριον καὶ νὰ πάρῃ τὸ ὑποκάμισό σου, ἄφησέ του καὶ τὸ ἐπανωφόρι. 41 Καὶ ὅποιος σοῦ ἐπιβάλλει ἀγγαρείαν ἕνα μίλι, πήγαινε μαζί του δύο. 42 Δίνε εἰς ὅποιον σοῦ ζητεῖ καὶ εἰς ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ δανεισθῇ ἀπὸ σὲ, μὴ ἀρνηθῇς».

Ἡ ἀγάπη καὶ ὁ τέλειος χαρακτήρας

43 «Ἔχετε ἀκούσει ὅτι εἶπαν, «Νὰ ἀγαπᾷς τὸν πλησίον σου καὶ νὰ μισῇς τὸν ἐχθρόν σου». 44 Ἐγὼ ὅμως σᾶς λέγω, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας, εὐλογεῖτε ἐκείνους ποὺ σᾶς καταρῶνται, εὐεργετεῖτε ἐκείνους ποὺ σᾶς μισοῦν καὶ προσεύχεσθε διὰ ἐκείνους ποὺ σᾶς κακομεταχειρίζονται καὶ σᾶς καταδιώκουν, 45 διὰ νὰ γίνετε παιδιὰ τοῦ Πατέρα σας, ποὺ εἶναι εἰς τοὺς οὐρανοὺς, διότι αὐτὸς ἀνατέλλει τὸν ἥλιόν του διὰ τοὺς πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει διὰ τοὺς δικαίους καὶ ἀδίκους. 46 Διότι ἐὰν ἀγαπήσετε ἐκείνους ποὺ σᾶς ἀγαποῦν, ποίαν ἀνταμοιβὴν ἔχετε; Δὲν κάνουν τὸ ἴδιο καὶ οἱ τελῶναι; 47 Καὶ ἐὰν χαιρετᾶτε μόνον τοὺς ἀδελφούς σας, τὶ περισσότερον κάνετε; Δὲν κάνουν τὸ ἴδιο καὶ οἱ τελῶναι; 48 Νὰ εἶσθε λοιπὸν τέλειοι, ὅπως καὶ ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος, εἶναι τέλειος».

 

Κεφάλαιο 6

Ἐλεημοσύνη εἰς τὰ κρυφά

1 «Προσέχετε νὰ μὴν κάνετε τὴν ἐλεημοσύνην σας ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους, διὰ νὰ σᾶς ἰδοῦν· ἀλλοιῶς, δὲν θὰ ἔχετε ἀνταμοιβὴν ἀπὸ τὸν Πατέρα σας, ποὺ εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς. 2 Ὅταν λοιπὸν κάνῃς ἐλεημοσύνην, μὴ τὸ διαλαλήσῃς μπροστά σου, ὅπως κάνουν οἱ ὑποκριταὶ εἰς τὰς συναγωγὰς καὶ εἰς τοὺς δρόμους, διὰ νὰ τοὺς θαυμάζουν οἱ ἄνθρωποι. Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι αὐτοὶ ἔχουν λάβει τὴν ἀνταμοιβήν τους. 3 Ὅταν κάνῃς ἐλεημοσύνην, ἄς μὴν γνωρίζῃ τὸ ἀριστερό σου χέρι τὶ κάνει τὸ δεξί, 4 διὰ νὰ γίνεται ἡ ἐλεημοσύνη σου εἰς τὰ κρυφὰ καὶ ὁ Πατέρας σου, ποὺ βλέπει τὶ γίνεται εἰς τὰ κρυφά, θὰ σὲ ἀνταμείψῃ εἰς τὰ φανερά».

Προσευχὴ εἰς τὰ κρυφά

5 «Ὅταν προσεύχεσαι, νὰ μὴ εἶσαι ὅπως οἱ ὑποκριταὶ, εἰς τοὺς ὅποίους ἀρέσει νὰ προσεύχωνται ὄρθιοι εἰς τὰς συναγωγὰς καὶ εἰς τὰς γωνίας τῶν πλατεῖων, διὰ νὰ τοὺς βλέπουν οἱ ἄνθρωποι· ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι αὐτοὶ ἔχουν λάβει τὴν ἀνταμοιβήν τους. 6 Ἀλλὰ σὺ, ὅταν προσεύχεσαι, πήγαινε εἰς τὸ πιὸ ἀπόμερο δωμάτιόν σου, κλεῖσε τὴν πόρτα καὶ προσευχή σου εἰς τὸν Πατέρα σου, ὁ ὁποῖος εἶναι παρὼν ἐκεῖ εἰς τὸ κρυφὸ μέρος, καὶ ὁ Πατέρας σου, ποὺ βλέπει τὶ γίνεται εἰς τὰ κρυφά, θὰ σὲ ἀνταμείψῃ εἰς τὰ φανερά. 7 Ὅταν δὲ προσεύχεσαι, μὴ λέγετε πολλὰ καὶ ἀνόητα, ὅπως κάνουν οἱ ἐθνικοί, ποὺ νομίζουν ὅτι μὲ τὴν πολυλογίαν τους θὰ εἰσακουσθοῦν. 8 Μὴ γίνετε λοιπὸν ὅμοιοι μὲ αὐτούς, διότι ὁ Πατέρας σας γνωρίζει καλὰ ἐκεῖνα ποὺ ἔχετε ἀνάγκην, πρὶν τοῦ τὰ ζητήσετε».

Ἡ Κυριακὴ προσευχή

9 «Ὡς ἑξῆς λοιπὸν νὰ προσεύχεσθε: «Πατέρα μας ἐπουράνιε, ἂς τιμᾶται ὡς ἅγιον τὸ ὄνομά σου· 10 ἂς ἔλθῃ ἡ βασιλεία σου· ἂς γίνῃ τὸ θέλημά σου, ὅπως εἰς τὸν οὐρανόν, ἔτσι και εἰς τὴν γῆν. 11 Τὸ καθημερινό μας ψωμὶ δός μας σήμερα καὶ συγχώρησε ὅ,τι κακὸ ἔχομε κάνει, 12 ὅπως καὶ ἐμεῖς συγχωροῦμεν ἐκείνους ποὺ μᾶς ἔχουν κάνει κακό. 13 Καὶ μὴν ἐπιτρέψῃς νὰ πέσωμε σὲ πειρασμόν, ἀλλὰ σῶσε μας ἀπὸ τὸ πονηρό. Διότι δικὴ σου εἶναι ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, Ἀμήν». 14 Ἐὰν συγχωρέσετε εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὅ,τι κακὸ ἔχουν κάνει, θὰ συγχωρήσῃ καὶ σᾶς ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος. 15 Ἐὰν ὅμως δὲν συγχωρῆτε τοὺς ἀνθρώπους, τότε οὔτε καὶ ὁ Πατέρας σας θὰ συγχωρήσῃ τὰ παραπτώματά σας».

Ἡ νηστεία

16 «Ὅταν νηστεύετε μὴν γίνεσθε σκυθρωποὶ ὅπως οἱ ὑποκριταί, οἱ ὅποίοι παραμορφώνουν τὰ πρόσωπά τους, διὰ νὰ τοὺς ἰδοῦν οἱ ἄνθρωποι ὅτι νηστεύουν. Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι ἔχουν λάβει τὴν ἀνταμοιβή τους. 17 Σὺ ὅμως ὅταν νηστεύῃς, ἄλειψε τὸ κεφάλι σου καὶ πλύνε τὸ πρόσωπόν σου, 18 διὰ νὰ μὴν ἰδοῦν οἱ ἄνθρωποι ὅτι νηστεύεις ἀλλὰ μόνον ὁ Πατέρας σου, ποὺ εἶναι ἐκεῖ παρὼν κρυφά, καὶ ὁ Πατέρας σου, ποὺ βλέπει τὶ γίνεται εἰς τὰ κρυφά, θὰ σὲ ἀνταμείψῃ εἰς τὰ φανερά».

Ὁ ἀληθινὸς θησαυρός

19 «Μὴ θησαυρίζετε διὰ τὸν ἑαυτόν σας θησαυροὺς εἰς τὴν γῆν, ὅπου ὁ σκόρος καὶ ἡ σαπίλα τοὺς καταστρέφουν καὶ ὅπου οἱ κλέπται κάνουν διάρρηξιν καὶ τοὺς κλέβουν, 20 ἀλλὰ θησαυρίζετε διὰ τὸν ἑαυτό σας θησαυροὺς εἰς τὸν οὐρανόν, ὅπου οὔτε σκόρος οὔτε σαπίλα τοὺς καταστρέφει καὶ ὅπου κλέπται δὲν κάνουν διάρρηξιν καὶ κλέβουν. 21 Διότι ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σου, ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ἡ καρδιά σου».

Φῶς καὶ σκοτάδι

22 «Τὸ λυχνάρι τοῦ σώματος εἶναι τὸ μάτι. Ἐὰν τὸ μάτι σου εἶναι ὑγιές, ὅλον σου το σῶμα θὰ εἶναι φωτεινόν. 23 Ἐὰν ὅμως τὸ μάτι σου ἀσθενῇ, τότε ὅλον τὸ σῶμα σου θὰ εἶναι σκοτεινόν. Ἀλλὰ ἐὰν τὸ ἐσωτερικόν σου φῶς εἶναι σκοτάδι, πόσον μεγάλο εἶναι το σκοτάδι. 24 Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ δουλεύῃ δύο κυρίους, διότι ἢ τὸν ἕνα θὰ μισήσῃ καὶ τὸν ἄλλο θὰ ἀγαπήσῃ, ἢ εἰς τὸν ἕνα θὰ προσκολληθῇ καὶ τὸν ἄλλον θὰ καταφρονήσῃ. Δὲν μπορεῖτε νὰ δουλεύετε τὸν Θεὸν καὶ τὸν μαμωνᾶν».

Μέριμνα καὶ ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό

25 «Διὰ τοῦτο σᾶς λέγω, Μὴ μεριμνᾶτε διὰ τὴν ζωήν σας τὶ θὰ φᾶτε ἢ τὶ θὰ πιῆτε, οὔτε διὰ τὸ σῶμα σας τὶ θὰ φορέσετε. Δὲν ἀξίζει ἡ ζωὴ περισσότερον ἀπὸ τὴν τροφὴν καὶ τὸ σῶμα ἀπὸ τὸ ἔνδυμα; 26 Κυττάξετε τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ, οὔτε σπείρουν οὔτε θερίζουν οὔτε ἀποθηκεύουν, καὶ ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος τὰ τρέφει. Δὲν ἔχετε σεῖς μεγαλύτερην ἀξίαν ἀπὸ αὐτά; 27 Ποιὸς δὲ ἀπὸ σᾶς, ὅσον κι ἂν φροντίσῃ, μπορεῖ νὰ προσθέσῃ εἰς τὸ ἀνάστημά του ἕνα πῆχυν; 28 Και γιατὶ μεριμνᾶτε γιὰ ἐνδύματα; Παρατηρήσατε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνουν, οὔτε κοπιάζουν, οὔτε γνέθουν, 29 ἀλλὰ σᾶς λέγω, ὅτι οὔτε ὁ Σολομὼν σὲ ὅλην του τὴν δόξαν δὲν ἐντύθηκε σὰν ἕνα ἀπὸ αὐτά. 30 Ἐὰν τὸ χορτάρι τοῦ ἀγροῦ, ποὺ σήμερα ὑπάρχει καὶ αὔριον τὸ ρίχνουν εἰς τὸν φοῦρνον, ὁ Θεὸς τὸ ντύνει, τόσον ὡραῖα, πόσον περισσότερον ἐσᾶς, ὀλιγόπιστοι; 31 Μὴ μεριμνᾶτε λοιπὸν καὶ μὴ λέγετε, «Τὶ θὰ φᾶμε ἢ τὶ θὰ πιοῦμε ἢ τὶ θὰ ἐνδυθοῦμε;». 32 Διότι ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπιδιώκουν οἱ ἐθνικοί. Γνωρίζει ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος ὅτι ἔχετε ἀνάγκην ἀπὸ ὅλα αὐτά. 33 Ζητᾶτε πρῶτα τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην του καὶ τότε ὅλα αὐτὰ θὰ σᾶς χορηγηθοῦν. 34 Μὴ μεριμνᾶτε λοιπὸν διὰ τὴν αὔριον, διὀτι ἡ αὐριανὴ ἡμέρα θὰ φροντίσῃ διὰ τὰ δικά της πράγματα. Φθάνει ἡ στεναχώρια τῆς ἡμέρας».

 

Κεφάλαιο 7

Περὶ κατακρίσεως τοῦ πλησίον

1 «Μὴν κατακρίνετε, διὰ νὰ μὴ κατακριθῆτε, διότι μὲ τὸ κριτήριον ποὺ κρίνετε, θὰ κριθῆτε, 2 καὶ μὲ τὸ μέτρον ποὺ μετρᾶτε, θὰ μετρηθῆτε. 3 Γιατὶ βλέπεις τὴν ἀγκίδα, ποὺ εἶναι εἰς τὸ μάτι τοῦ ἀδελφού σου, ἐνῷ τὸ δοκάρι, ποὺ εἶναι εἰς τὸ μάτι σου, δὲν τὸ παρατηρεῖς; 4 Ἢ πῶς θὰ πῇς στὸν ἀδελφόν σου, «Ἄφησέ με νὰ βγάλω τὴν ἀγκίδα ἀπὸ τὸ μάτι σου», ὅταν ὑπάρχῃ ἐκεῖνο τὸ δοκάρι εἰς τὸ δικό σου τὸ μάτι; 5 Ὑποκριτά, βγάλε πρῶτα ἀπὸ τὸ δικό σου μάτι τὸ δοκάρι, καὶ τότε θὰ ἰδῇς καθαρὰ γιὰ νὰ βγάλῃς τὴν ἀγκίδα ἀπὸ τὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου. 6 Μὴν δίνετε τὸ ἅγιον εἰς τὰ σκυλιὰ καὶ μὴν ρίχνετε ἐμπρὸς εἰς τοὺς χοίρους τὰ μαργαριτάρια σας, μὴ τυχὸν τὰ καταπατήσουν μὲ τὰ πόδια τους καὶ ἔπειτα στραφοῦν καὶ σᾶς ξεσχίσουν».

Παρότρυνσις πρὸς προσευχήν

7 «Ζητᾶτε καὶ θὰ σᾶς δοθῇ, ἐρευνᾶτε καὶ θὰ βρῆτε, κτυπᾶτε καὶ θὰ σᾶς ἀνοιχθῇ ἡ πόρτα. 8 Διότι καθένας ποὺ ζητᾶ, λαμβάνει, καὶ καθένας ποὺ ἐρευνᾶ, βρίσκει, καὶ εἰς ἐκεῖνον ποὺ κτυπᾶ, θὰ τοῦ ἀνοιχθῇ ἡ πόρτα. 9 Ἢ ποιὸς ἀπὸ σᾶς, ὅταν τὸ παιδί του ζητήσῃ ψωμί, θὰ τοῦ δώσῃ πέτρα; 10 Ἢ ἐὰν τοῦ ζητήσῃ ψάρι, θὰ τοῦ δώσῃ φίδι; 11 Ἐὰν λοιπὸν σεῖς, ποὺ εἶσθε κακοί, ξέρετε νὰ δίνετε ὠφέλιμα πράγματα εἰς τὰ παιδιά σας, πόσο μᾶλλον ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος θὰ δώσῃ ἀγαθὰ πράγματα εἰς ἐκείνους ποὺ τὸν παρακαλοῦν;»

Ὁ χρυσὸς κανών

12 «Ὅλα ὅσα θέλετε νὰ σᾶς κάνουν οἱ ἄνθρωποι, κάνετε καὶ σεῖς τὰ ἴδια σὲ αὐτούς. Αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται».

Οἱ δύο δρόμοι

13 «Νὰ μπαίνετε ἀπὸ τὴν στενὴν πύλην, διότι εἶναι πλατειὰ ἡ πύλη καὶ εὐρύχωρος ὁ δρόμος, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν καταστροφήν, καὶ πολλοὶ εἶναι ἐκείνοι ποὺ μπαίνουν ἀπὸ αὐτήν. 14 Στενὴ εἶναι ἡ πύλη καὶ στενάχωρος ὁ δρόμος, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὴν ζωή, καὶ λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ τὸν βρίσκουν».

Τὸ γνήσιο καὶ τὸ ψεύτικο

15 «Προσέχετε τοὺς ψευδοπροφήτας, οἱ ὁποῖοι σᾶς ἒρχονται μὲ ἒνδυμα προβάτων, ἐνῷ μέσα τους εἶναι λύκοι ἁρπακτικοί, 16 Ἀπὸ τοὺς καρπούς των θὰ τοὺς ἀναγνωρίσετε. Μήπως μαζεύουν ἀπὸ τὰ ἀγκάθια σταφύλια ἢ ἀπὸ τοὺς τριβόλους σῦκα; 17 Ἒτσι, κάθε δένδρον καλὸν παράγει καρποὺς καλούς, καὶ τὸ σάπιο δένδρον παράγει καρποὺς κακούς. 18 Δὲν εἶναι δυνατὸν ἓνα καλὸν δένδρον νὰ φέρῃ καρποὺς κακούς, οὒτε ἓνα σάπιο δένδρον νὰ φέρῃ καρποὺς καλούς. 19 Κάθε δένδρον, ποὺ δὲν κάνει καλὸν καρπόν, τὸ κόβουν σύρριζα καὶ τὸ ρίχνουν στὴ φωτιά. 20 Ὣστε λοιπὸν ἀπὸ τοὺς καρπούς των θὰ τοὺς ἀναγνωρίσετε».

Λόγια καὶ ἒργα

21 «Δὲν θὰ μπῇ εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν καθένας ποὺ μοῦ λέγει, “Κύριε, Κύριε”, ἀλλ ἐκεῖνος ποὺ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα μου τοῦ ἐπουρανίου. 22 Πολλοὶ θὰ μοῦ ποῦν τὴν ἡμέραν ἐκείνην, “Κύριε, Κύριε, δὲν ἐπροφητεύσαμεν εἰς τὸ ὂνομά σου καὶ εἰς τὸ ὂνομά σου δὲν ἐβγάλαμε δαιμόνια καὶ εἰς τὸ ὂνομά σου δὲν ἐκάναμε πολλὰ θαύματα;” 23 Καὶ τότε θὰ τοὺς ὁμολογήσω, “Ποτὲ δὲν σᾶς ἐγνώρισα· φύγετε ἀπὸ ἐμὲ σεῖς οἱ ἐργάται τῆς ἀνομίας”».

Τα δύο θεμέλια

24 «Καθέναν λοιπὸν ποὺ ἀκούει τοὺς λόγους μου τούτους καὶ τοὺς ἐκτελεῖ, θὰ τὸν παρομοιάσω μὲ ἄνθρωπον φρόνιμον, ὁ ὁποῖος ἔκτισε τὸ σπίτι του ἐπάνω στὴν πέτρα. 25 Καὶ κατέβηκε ἡ βροχὴ καὶ ἦλθαν οἱ ποταμοὶ καὶ ἐφύσησαν οἱ ἄνεμοι καὶ ἔπεσαν πάνω εἰς τὸ σπίτι ἐκεῖνο, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἔπεσε, γιατὶ ἦτο θεμελιωμένον ἐπάνω σὲ πέτρα. 26 Καὶ καθένας ποὺ ἀκούει τοὺς λόγους τούτους, ἀλλὰ δὲν τοὺς ἐκτελεῖ, μοιάζει μὲ ἄνθρωπον μωρόν, ὁ ὁποῖος ἔκτισε τὸ σπίτι του ἐπάνω στὴν ἄμμον. 27 Καὶ κατέβηκε ἡ βροχὴ καὶ ἦλθαν οἱ ποταμοὶ καὶ ἐφύσησαν οἱ ἄνεμοι καὶ ἐκτύπησαν ἐπάνω στὸ σπίτι ἐκεῖνο καὶ ἔπεσε. Καὶ τὸ πέσιμό του ἦτο μεγάλο». 28 Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐτελείωσε τοὺς λόγους αὐτοὺς, ὁ κόσμος ἐθαύμαζε διὰ τὴν διδασκαλίαν του, 29 διότι τοὺς ἐδίδασκε σὰν ἕνας ποὺ ἔχει ἐξουσίαν, καὶ ὄχι ὅπως οἱ γραμματεῖς.

 

Κεφάλαιο 8

Θεραπεία λεπροῦ

 1 Ὅταν κατέβηκε ἀπὸ τὸ ὄρος, τὸν ἀκολούθησε κόσμος πολύς. 2 Καὶ ἕνας λεπρός, ἀφοῦ τὸν ἐπλησίασε, τὸν προσκυνοῦσε καὶ ἔλεγε, «Κύριε, ἐὰν θέλῃς, μπορεῖς νὰ μὲ καθαρίσῃς». 3 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἅπλωσε τὸ χέρι του, τὸν ἄγγιξε καὶ εἶπε, «Θέλω, καθαρίσου». 4 Καὶ ἀμέσως ἐκαθαρίσθηκε ἡ λέπρα του. Καὶ τοῦ λέγει ὁ Ἰησοῦς, «Κοίταξε, νὰ μὴν πῇς τίποτε σὲ κανέναν, ἀλλὰ πήγαινε, δεῖξε τὸν ἑαυτόν σου στὸν ἱερέα καὶ πρόσφερε τὸ δῶρον, ποὺ διέταξε ὁ Μωϋσῆς, γιὰ νὰ τοῦ δείξῃς τὴν ὑπακοή σου».

 Θεραπεία τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου

 5 Ὅταν ἐμπῆκε εἰς τὴν Καπερναούμ, ἦλθε πρὸς αὐτὸν ἕνας ἑκατόνταρχος, 6 ὁ ὁποῖος τὸν παρακαλοῦσε καὶ τοῦ ἔλεγε, «Κύριε, ὁ δοῦλος μου εἶναι κατάκοιτος εἰς τὸ σπίτι, παράλυτος καὶ ὑποφέρει τρομερά». 7 Ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέγει, «Ἐγὼ θὰ ἔλθω καὶ θὰ τὸν θεραπεύσω». 8 Ἀπεκρίθη ὁ ἑκατόνταρχος, «Κύριε, δὲν εἶμαι ἄξιος γιὰ νὰ μπῇς κάτω ἀπὸ τὴν στέγην μου, ἀλλὰ μόνον πὲς ἕναν λόγο καὶ θὰ θεραπευθῇ ὁ δούλος μου. 9 Διότι καὶ ἐγώ, ποὺ εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν ἄλλων, ἔχω ὑπὸ τὰς διαταγάς μου στρατιῶτες καὶ λέγω εἰς τοῦτον, «Πήγαινε», καὶ πηγαίνει, καὶ εἰς τὸν ἄλλον, «Ἔλα», καὶ ἔρχεται καὶ εἰς τὸν δοῦλον μου, «Κάνε τοῦτο», καὶ τὸ κάνει. 10 Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς, ἐθαύμασε καὶ εἶπε εἰς ἐκείνους ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν, «Σᾶς βεβαιῶ ὅτι οὔτε εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας δὲν εὑρῆκα τόσον μεγάλην πίστην. 11 Σᾶς λέγω, ὅτι πολλοὶ θὰ ἔλθουν ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴν καὶ τὴν Δύσιν καὶ θὰ καθίσουν εἰς τὸ τραπέζι μαζί μὲ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακὼβ στὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, 12 ἐνῷ τὰ παιδιὰ τῆς βασιλείας θὰ ριφθοῦν ἔξω εἰς τὸ σκοτάδι. Ἐκεῖ θὰ εἶναι τὸ κλάμα καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν». 13 Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν ἑκατόνταρχον, «Πήγαινε καὶ ἂς σοῦ γίνῃ ὅπως ἐπίστεψες». Καὶ θεραπεύθηκε ὁ δοῦλος κατὰ τὴν ὥραν ἐκείνην.

 Θεραπεία τῆς πενθερᾶς τοῦ Πέτρου καὶ ἄλλων

 14 Ὅταν ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Πέτρου, εἶδε τὴν πενθερὰ του κατάκοιτην καὶ μὲ πυρετόν. 15 Καὶ μόλις ἔπιασε τὸ χέρι της, τὴν ἄφησε ὁ πυρετὸς καὶ ἐσηκώθηκε καὶ τοὺς ὑπηρετοῦσε. 16 Ὅταν ἐβράδυασε, τοῦ ἔφεραν πολλοὺς δαιμονισμένους καὶ ἔβγαζε τὰ πονηρὰ πνεύματα μὲ ἕνα λόγον, καὶ ὅλους τοὺς ἀσθενεῖς ἐθεράπευσε, 17 διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ ἐκεῖνο, ποὺ ἐλέχθη διὰ τοῦ Ἡσαΐα τοῦ προφήτου, «Αὐτὸς ἐπῆρε τὰς ἀσθενείας μας καὶ τὰς νόσους μας ἐβάσταξε».

 Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δοκιμάζει ἀσταθεῖς μαθητάς

 18 Ἐπειδὴ ὁ Ἰησοῦς εἶδε πολὺν κόσμο γύρω του, ἔδωσε διαταγὴν νὰ περάσουν εἰς τὴν ἀντικρυνὴν ὄχθην. 19 Καὶ ἕνας γραμματεὺς τὸν ἐπλησιάσε καὶ τοῦ εἶπε, «Διδάσκαλε, θὰ σὲ ἀκολουθήσω ὅπου καὶ ἂν πᾶς». 20 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέγει, «Οἱ ἀλεποῦδες ἔχουν τρύπες καὶ τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ κατοικίες, ἐνῷ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἔχει ποῦ νὰ γύρῃ τὸ κεφάλι». 21 Ἄλλος δὲ ἀπὸ τοὺς μαθητὰς τοῦ εἶπε, «Κύριε, ἐπίτρεψέ μου νὰ πάω πρῶτα νὰ θάψω τὸν πατέρα μου». 22 Ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέγει, «Ἀκολούθησέ με καὶ ἄφησε τοὺς νεκροὺς νὰ θάψουν τοὺς δικούς των νεκρούς».

Τὸ γαλήνεμα τῆς τρικυμίας

23 Ὅταν ἐμπῆκε εἰς τὸ πλοιάριον, τὸν ἀκολούθησαν οἱ μαθηταὶ του. 24 Καὶ ἔγινε μεγάλη τρικυμία εἰς τὴν λίμνην, ὥστε τὸ πλοῖον νὰ σκεπάζεται ἀπὸ τὰ κύματα, αὐτὸς δὲ  ἐκοιμότανε. 25 Τότε τὸν ἐπλησίασαν οἱ μαθηταί του, τὸν ξύπνησαν καὶ τοῦ λέγουν, «Κύριε, σῶσε μας, χανόμαστε». 26 Αὐτὸς τοὺς λέγει, «Γιατὶ εἶσθε δειλοί, ὀλιγόπιστοι;». Τότε ἐσηκώθηκε, ἐπέπληξε τοὺς ἀνέμους καὶ τὴν θάλασσαν καὶ ἔγινε μεγάλη γαλήνη. 27 Οἱ δὲ ἄνθρωποι ἐθαύμασαν καὶ ἔλεγαν, «Τὶ εἴδους ἄνθρωπος εἶναι αὐτός, ἀφοῦ καὶ οἱ ἄνεμοι καὶ ἡ θάλασσα τὸν ὑπακούουν;».

 Οἱ δαιμονισμένοι Γαδαρηνοί

 28 Καὶ ὅταν ἦλθεν στὴν ἀπέναντι ὄχθην, εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, τὸν προϋπάντησαν δύο δαιμονισμένοι, οἱ ὁποίοι ἔβγαιναν ἀπὸ τὰ μνημεῖα, πολὺ ἐπικίνδυνοι, ὥστε κανεὶς δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ περάσῃ ἀπὸ τὸν δρόμον ἐκεῖνον. 29 Καὶ ἐφώναξαν, «Τὶ ἔχεις μαζί μας Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ;». Ἦλθες ἐδῶ προώρως γιὰ νὰ μᾶς βασανίσῃς;». 30 Μακρυὰ ἀπὸ αὐτοὺς ἦτο μιὰ μεγάλη ἀγέλη ἀπὸ χοίρους, ποὺ ἔβοσκαν. 31 Καὶ οἱ δαίμονες τὸν παρακαλοῦσαν καὶ ἔλεγαν, «Ἐὰν μᾶς διώξῃς, ἄφησέ μας νὰ πᾶμε εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων». 32 Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Πηγαίνετε». Αὐτοὶ δὲ ἐβγῆκαν καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν ἀγέλη τῶν χοίρων. Καὶ ὁλόκληρη ἡ ἀγέλη κατακρημνίσθηκε εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἐχάθηκε εἰς τὰ νερά. 33 Οἱ δὲ βοσκοὶ ἔφυγαν καὶ ὅταν ἦλθαν εἰς τὴν πόλιν, τοὺς τὰ εἶπαν ὅλα διὰ τοὺς δαιμονισμένους. 34 Καὶ ὅλη ἡ πόλις ἐβγῆκε σὲ συνάντησιν τοῦ Ἰησοῦ καὶ ὅταν τὸν εἶδαν, τὸν παρεκάλεσαν νὰ φύγῃ ἀπὸ τὰ σύνορά τους.

 

Κεφάλαιο 9

Θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ

 1 Καὶ ἐμπῆκε εἰς πλοιάριο, ἐπέρασε ἀπέναντι καὶ ἦλθεν εἰς τὴν δική του πόλιν. 2 Καὶ τοῦ ἔφεραν ἕνα παράλυτον, ξαπλωμένον σὲ ἕνα κρεββάτι. Ὁ Ἰησοῦς ὅταν εἶδε τὴν πίστιν τους, εἶπε εἰς τὸν παράλυτον, «Ἔχε θάρρος, παιδί μου. Σοῦ συγχωροῦνται αἱ ἁμαρτίαι σου». 3 Καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς εἶπαν μέσα τους, «Αὐτὸς βλασφημεῖ». 4 Ὁ δὲ Ἰησοῦς, ἐπειδὴ κατάλαβε τὰς σκέψεις των, , εἶπε, «Γιατὶ σκέπτεσθε πονηρὰ μέσα στὴν καρδιά σας; 5 Τὶ εἶναι εὐκολώτερον νὰ πῶ «Σοῦ συγχωροῦνται αἱ ἁμαρτίαι σου» ἢ νὰ πῶ «Σήκω ἐπάνω καὶ περπάτει»; 6 Ἀλλὰ διὰ νὰ μάθετε ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἐξουσίαν νὰ συγχωρῇ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς», – τότε λέγει εἰς τὸν παράλυτον, «Σήκω ἐπάνω, πάρε τὸ κρεββάτι σου καὶ πήγαινε εἰς τὸ σπίτι σου». 7 Αὐτὸς ἐσηκώθηκε καὶ ἐπῆγε εἰς τὸ σπίτι του. 8 Ὅταν εἶδεν αὐτὸ ὁ κόσμος, ἐθαύμασε καὶ δόξασε τὸν Θεόν, ποὺ ἔδωσε τέτοιαν ἐξουσίαν εἰς τοὺς ἀνθρώπους.

Κλήση τοῦ Ματθαίου

9 Καὶ ἐνῷ προχωροῦσε ὁ Ἰησοῦς πιὸ πέρα, εἶδε ἕναν ἄνθρωπον νὰ κάθεται εἰς τὸ τελωνεῖον, ὁ ὁποῖος ὠνομάζετο Ματθαῖος, καὶ τοῦ λέγει, «Ἀκολούθησέ με». Καὶ ἐκεῖνος ἐσηκώθηκε καὶ τὸν ἀκολούθησε. 10 Καὶ ἐνῷ αὐτὸς ἐκαθότανε εἰς τὸ τραπέζι εἰς τὸ σπίτι, ἦλθαν πολλοὶ τελῶναι καὶ ἁμαρτωλοὶ καὶ ἔτρωγαν μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ τοὺς μαθητάς του. 11 Καὶ ὅταν εἶδαν αὐτὸ οἱ Φαρισαῖοι, ἔλεγαν εἰς τοὺς μαθητάς του, «Γιατὶ ὁ διδάσκαλός σας τρώγει μαζί μὲ τοὺς τελώνας καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς;». 12 Ὅταν τὸ ἄκουσε ὁ Ἰησοῦς, εἶπε, «Δὲν ἔχουν ἀνάγκην ἀπὸ ἰατρὸν οἱ ὑγιεῖς ἀλλὰ οἱ ἀσθενεῖς. 13 Πηγαίνετε νὰ μάθετε τὶ σημαίνει, Ἀγάπην θέλω καὶ ὄχι θυσίαν. Διότι δὲν ἦλθα νὰ καλέσω εἰς μετάνοιαν δικαίους ἀλλὰ ἁμαρτωλούς».

Νηστεία

14 Τότε ἔρχονται πρὸς αὐτὸν οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἰωάννου καὶ τοῦ λέγουν, «Γιατὶ ἐμεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι νηστεύομεν πολύ, οἱ δὲ μαθηταί σου δὲν νηστεύουν;». 15 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Μποροῦν οἱ καλεσμένοι εἰς τὸν γάμον νὰ πενθοῦν, ὅσον καιρὸν ὁ γαμβρὸς εἶναι μαζί τους; Θὰ ἔλθουν ὅμως ἡμέρες, ποὺ θὰ τοὺς πάρουν τὸν γαμβρόν, καὶ τότε θὰ νηστέψουν. 16 Κανεὶς δὲν βάζει μπάλωμα ἀπὸ καινούργιο ὕφασμα σὲ παληὸ ἔνδυμα, διότι τὸ συμπλήρωμα τραβᾶ τὸ ἔνδυμα καὶ τὸ σχίσιμο γίνεται χειρότερο. 17 Οὔτε βάζουν καινούργιο κρασὶ σὲ παληὰ ἀσκιά, διότι τότε σχίζονται τὰ ἀσκιά, καὶ τὸ κρασὶ χύνεται καὶ τὰ ἀσκιὰ καταστρέφονται, ἀλλὰ καινούργιο κρασὶ βάζουν σὲ καινούργια ἀσκιὰ καὶ ἔτσι καὶ τὰ δύο διατηροῦνται».

Ἡ κόρη τοῦ Ἰαείρου καὶ ἡ αἱμορροοῦσα

18 Ἐνῷ ἔλεγε αὐτά, ἕνας ἄρχων, ἀφοῦ ἐπλησίασε, τὸν προσκυνοῦσε καὶ ἔλεγε, «Ἡ κόρη μου πρὸ ὀλίγου ἐπέθανε, ἀλλὰ ἔλα νὰ βάλῃς τὸ χέρι σου ἐπάνω της καὶ θὰ ζήσῃ». 19 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐσηκώθηκε καὶ τὸν ἀκολούθησε μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του. 20 Καὶ μία γυναῖκα, ἡ ὁποία ἔπασχεν ἀπὸ αἱμορραγίαν ἐπὶ δώδεκα χρόνια, ἀφοῦ ἐπλησίασε ἀπὸ πίσω, ἄγγιξε τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός του, διότι ἔλεγε μέσα της, 21 «Καὶ ἂν μόνον ἀγγίξω τὸ ἔνδυμά του θὰ σωθῶ». 22 Ὁ δὲ Ἰησοῦς, ἀφοῦ ἐγύρισε καὶ τὴν εἶδε, εἶπε, «Ἔχε θάρρος κόρη μου· ἡ πίστις σου σὲ ἔκανε καλά». Καὶ ἔγινε καλὰ ἡ γυναῖκα ἀπὸ τὴν ὥραν ἐκείνην. 23 Καὶ ὅταν ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἄρχοντος καὶ εἶδε ἐκείνους ποὺ ἔπαιζαν φλογέρα, 24 Καὶ τὸν κόσμον νὰ ταράσσεται, τοὺς λέγει, «Φύγετε, διότι ἡ κόρη δὲν ἐπέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται». 25 Αὐτοὶ ὅμως τὸν εἰρωνεύοντο. Ὅταν ὁ κόσμος ἔφυγε, ἐπμῆκε καὶ ἔπιασε τὸ χέρι της καὶ ἐσηκώθηκε ἡ κόρη. 26 Καὶ διαδόθηκε ἡ φήμη αὐτὴ εἰς ὅλην τὴν χώραν ἐκείνην.

Οἱ δύο τυφλοί

27 Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐπροχώρησε ἀπὸ ἐκεῖ, τὸν ἀκολούθησαν δύο τυφλοί, οἱ ὁποίοι ἐφώναζαν, «Ἐλέησέ μας, υἱὲ τοῦ Δαυΐδ». 28 Μόλις δὲ ἔφθασε εἰς τὸ σπίτι, ἦλθαν εἰς αὐτὸν οἱ τυφλοὶ καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς λέγει, «Πιστεύετε ὅτι ἔχω τὴν δύναμιν νὰ κάνω αὐτὸ ποὺ ζητᾶτε;». 29 Λέγουν εἰς αὐτόν, «Ναὶ, Κύριε». Τότε ἄγγιξε τὰ μάτια τους καὶ εἶπε, «Σύμφωνα μὲ τὴν πίστιν σας, ἂς γίνῃ». 30 Καὶ ἄνοιξαν τὰ μάτια τους καὶ εἰς αὐστηρὸ τόνο τοὺς παρήγγειλε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε, «Προσέχετε, κανεὶς νὰ μὴν τὸ μάθῃ». 31 Αὐτοὶ ὅμως μόλις ἐβγῆκαν, τὸν διεφήμισαν εἰς ὅλην τὴν χώραν ἐκείνην.

Ὁ βωβὸς δαιμονισμένος

32 Ἐνῷ αὐτοὶ ἔβγαιναν, τοὺς ἔφεραν ἕναν ἄνθρωπον βωβὸν δαιμονισμένον. 33 Καὶ ἀφοῦ τὸ δαιμόνιον ἐκδιώχθηκε, ἐμίλησε ὁ βωβός. Καὶ ἐθαύμασε ὁ κόσμος καὶ ἔλεγεν, “Τέτοια πράγματα δὲν ἐφάνησαν ποτὲ εἰς τὸ Ἰσραήλ”. 34 [Οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἔλεγαν, «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ ἄρχοντος τῶν δαιμονίων βγάζει δαιμόνια»]. 35 Καὶ περιήρχετο ὁ Ἰησοῦς ὅλας τὰς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ καὶ ἐδίδασκε εἰς τὰς συναγωγάς των καὶ ἐκήρυττε τὸ εὐαγγέλιον περὶ τῆς βασιλείας καὶ ἐθεράπευε κάθε ἀσθένειαν καὶ κάθε ἀδυναμίαν τοῦ λαοῦ.

Ἡ συμπόνια τοῦ Ἰησοῦ γιὰ τὸν κόσμο

36 Ὅταν εἶδε τὸν κόσμον, τοὺς σπλαγχνίσθηκε, διότι ἦσαν κατακουρασμένοι καὶ παρατημένοι σὰν πρόβατα ποὺ δὲν ἔχουν βοσκό. 37 Τότε λέγει εἰς τοὺς μαθητάς του, «Ὁ μὲν θερισμὸς εἶναι πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι. 38 Παρακαλέστε λοιπὸν τὸν Κύριον τοῦ θερισμοῦ διὰ νὰ στείλῃ ἐργάτας εἰς τὸν θερισμόν του».

 

Κεφάλαιο 10

1 Καὶ ἀφοῦ προσκάλεσε τοὺς δώδεκα μαθητὰς του, τοὺς ἔδωσε ἐξουσίαν ἐπάνω στὰ ἀκάθαρτα πνεύματα, νὰ τὰ βγάζουν καὶ νὰ θεραπεύουν κάθε ἀσθένειαν καὶ κάθε ἀδυναμίαν.

Τὰ ὀνόματα τῶν ἀποστόλων

2 Τῶν δώδεκα ἀποστόλων ετὰ ὀνόματα εἶναι τὰ ἑξῆς: Πρῶτος ὁ Σίμων, ὁ ὁποῖος ὀνομάζεται Πέτρος, καὶ Ἀνδρέας ὁ ἀδελφός του καὶ Ἰάκωβος ὁ υἱὸς τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννης ὁ ἀδελφός του, 3 Φίλιππος καὶ Βαρθολομαῖος, Θωμᾶς καὶ Ματθαῖος ὁ τελώνης, Ἰάκωβος ὁ υἱὸς τοῦ Ἀλφαίου καὶ Λεββαῖος, ὁ ὁποῖος ὠνομάσθη Θαδδαῖος, 4 Σίμων ὁ Κανανίτης καὶ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν παρέδωσε. 5 Αὐτοὺς τοὺς δώδεκα ἔστειλε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς παρήγγειλε τὰ ἑξῆς, «Πρὸς τοὺς ἐθνικοὺς μὴ πηγαίνετε καὶ σὲ πόλιν τῶν Σαμαρειτῶν μὴ μπαίνετε, 6 ἀλλὰ πηγαίνετε μάλλον εἰς τὰ χαμένα πρόβατα τῆς γενεᾶς τοῦ Ἰσραήλ».

Τὸ κήρυγμα τῆς βασιλείας

7 «Καθὼς πηγαίνετε, νὰ κηρύττετε καὶ νὰ λὲγετε ὅτι ἐπλησίασε ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. 8 Ἀσθενεῖς νὰ θεραπεύετε, νεκροὺς νὰ ἀνασταίνετε, λεπροὺς νὰ καθαρίζετε, δαιμόνια νὰ διώχνετε. 9 Δωρεὰν ἐλάβατε, δωρεὰν δώσατε. Νὰ μὴ πάρετε οὔτε χρυσάφι οὔτε ἀσῆμι οὔτε χάλκινα νομίσματα εἰς τὴν ζώνην σας, 10 οὔτε ὁδοιπορικόν σάκον, οὔτε δύο ὑποκάμισα, οὔτε ὑποδήματα, οὔτε ραβδί, διότι ὁ ἐργάτης ἔχει δικαίωμα νὰ τρέφεται. 11 Εἰς ὁποιανδήποτε δὲ πόλιν ἢ χωριό μπῆτε, ἐξετάστε ποιὸς εἶναι εἰς αὐτὴν ἄξιος καὶ ἐκεῖ νὰ μένετε ὥς ποὺ νὰ φύγετε. 12 Ὅταν δὲ μπαίνετε εἰς τὸ σπίτι, χαιρετῆστε τους μὲ τὰ λόγια, «Εἰρήνη ἂς εἶναι εἰς τὸ σπίτι τοῦτο». 13 Καὶ ἂν μὲν τὸ σπίτι εἶναι ἄξιον, τότε ἂς ἔλθη ἡ εἰρήνη σας εἰς αὐτό· ἐὰν ὅμως δὲν εἶναι ἄξιον, ἡ εἰρήνη σας ἂς γυρίσει σὲ ἐσᾶς. 14 Καὶ ἐὰν κανεὶς δὲν σᾶς δεχθῇ οὔτε ἀκούσῃ τοὺς λόγους σας, τότε ὅταν θὰ βγῆτε ἀπὸ τὸ σπίτι ἢ ἀπὸ τὴν πόλιν ἐκείνην, τινάξτε τὴν σκόνην τῶν ποδιῶν σας. 15 Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι πιὸ λίγο θὰ ὑποφέρουν τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως παρὰ ἡ πόλις ἐκείνη».

Ἐντολὴ διὰ φρόνησιν καὶ ἁπλότητα

16 «Νὰ, ἐγὼ σᾶς ἀποστέλλω σὰν πρόβατα μέσα σὲ λύκους. Νὰ εἶσθε λοιπὸν φρόνιμοι σὰν τὰ φίδια καὶ ἄκακοι ὅπως τὰ περιστέρια. 17 Προσέχετε δὲ τοὺς ἀνθρώπους, διότι θὰ σᾶς παραδώσουν σὲ δικαστήρια καὶ θὰ σᾶς μαστιγώσουν εἰς τὰς συναγωγάς των 18 καὶ θὰ ὁδηγηθῆτε σὲ ἡγεμόνας καὶ βασιλεῖς ἐξ αἰτίας μου, διὰ νὰ μαρτυρήσετε δι’ ἐμὲ ἐνώπιον αὐτῶν καὶ τῶν ἐθνῶν. 19 Ὅταν δὲ σᾶς παραδώσουν, μὴν φροντίσετε πῶς ἢ τι θὰ μιλήσετε, διότι ἐκείνην τὴν ὥραν θὰ σᾶς δωθῇ τὸ τὶ θὰ πῆτε. 20 Διότι δὲν εἶσθε σεῖς ποὺ θὰ μιλᾶτε, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ Πατέρα σας θὰ μιλῇ μέσα σας. 21 Θὰ παραδώσει δὲ ὁ ἀδελφὸς τὸν ἀδελφὸν εἰς θάνατον καὶ ὁ πατέρας τὸ παιδί, καὶ θὰ ἐπαναστατήσουν τὰ παιδιὰ κατὰ τῶν γονέων καὶ θὰ τοὺς θανατώσουν. 22 Καὶ θὰ σᾶς μισοῦν ὅλοι διὰ τὸ ὄνομά μου. Ὅποιος ὅμως ὑπομείνῃ ἕως τὸ τέλος, αὐτὸς θὰ σωθῇ. 23 Ὅταν δὲ σᾶς καταδικάσουν εἰς μίαν πόλιν, τότε φεύγετε εἰς ἄλλην. Σᾶς βεβαιῶ, ὅτι δὲν θὰ προκάμετε νὰ τελειώσετε τὰς πόλεις τοῦ Ἰσραὴλ ἕως ὅτου ἔλθῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. 24 Δὲν ὑπάρχει μαθητὴς ἀνώτερος ἀπὸ τὸν διδάσκαλόν του, οὔτε δοῦλος ἀνώτερος ἀπὸ τὸν κύριόν του. 25 Εἶναι ἀρκετὸν διὰ τὸν μαθητήν, ἐὰν γίνῃ ὅπως ὁ διδάσκαλός του καὶ ὁ δοῦλος ὅπως ὁ κύριός του. Ἐὰν τὸν οἰκοδεσπότην ἐκάλεσαν Βεελζεβούλ, πόσο μᾶλλον τοὺς δικούς του».

«Μὴ φοβᾶστε»

26 «Μὴ τοὺς φοβᾶσθε λοιπόν· διότι δὲν ὑπάρχει κανένα σκεπασμένο πρᾶγμα, ποὺ νὰ μὴν μαθητευθῇ ἢ κανένα κρυφό, ποὺ νὰ μὴν γίνῃ γνωστόν. 27 Ἐκεῖνο ποὺ σᾶς λέγω κρυφά, διαλαλήσατέ το φανερά, καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἀκοῦτε κρυφὰ εἰς τὸ αὐτί, κηρύξατέ το ἀπὸ τὶς ταράτσες. 28 Μὴ φοβᾶσθε ἐκείνους ποὺ σκοτώνουν τὸ σῶμα, ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ σκοτώσουν τὴν ψυχήν. Νὰ φοβᾶσθε μᾶλλον ἐκεῖνον, ποὺ μπορεῖ νὰ κάνῃ καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα νὰ χαθοῦν εἰς τὴν γέεναν. 29 Δὲν πωλοῦνται δύο σπουργίτια γιὰ μία πεντάρα; Καὶ ὅμως ἕνα ἀπὸ αὐτὰ δὲν πέφτει εἰς τὴν γῆν, χωρὶς τὴν θέλεσιν τοῦ Πατέρα σας. 30 Ἐνῷ σ’ ἐσᾶς καὶ οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς εἶναι ὅλες μετρημένες. 31 Μὴ φοβᾶσθε λοιπόν· ἔχετε μεγαλύτερη ἀξίαν ἀπὸ πολλὰ σπουργίτια. 32 Καθέναν ποὺ θὰ μὲ ὁμολογήσῃ ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ὁμολογήσω καὶ ἐγὼ ἐμπρὸς στὸν Πατέρα μου τὸν οὐράνιον. 33 Ἐκεῖνον ὅμως ποὺ θὰ μὲ ἀρνηθῇ ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ἀρνηθῶ καὶ ἐγὼ ἐμπρὸς στὸν Πατέρα μου τὸν οὐράνιον. 34 Μὴ νομίσετε πὼς ἦλθα νὰ βάλω εἰρήνη εἰς τὴν γῆ. Δὲν ἦλθα νὰ βάλω εἰρήνην ἀλλὰ μαχαίρι. 35 Ἦλθα νὰ χωρίσω ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν πατέρα του καὶ θυγατέρα ἀπὸ τὴν μητέρα της καὶ νύμφην ἀπὸ τὴν πενθεράν της. 36 Καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου θὰ γίνουν οἱ δικοί του».

Ὁ ἄξιος μαθητής

37 «Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ πατέρα ἢ μητέρα περισσότερον ἀπὸ ἐμέ, δὲν μοῦ εἶναι ἄξιος. Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἀγαπᾶ υἱόν ἢ θυγατέρα περισσότερον ἀπὸ ἐμέ, δὲν μοῦ εἶναι ἄξιος. 38 Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ δὲν παίρνει τὸν σταυρόν του καὶ δὲν μὲ ἀκολουθεῖ δὲν μοῦ εἶναι ἄξιος. 39 Ἐκεῖνος, ποὺ ζητεῖ νὰ σώσῃ τὴν ζωήν του, θὰ τὴν χάσῃ, καὶ ἐκεῖνος, ποὺ θὰ χάσῃ τὴν ζωήν του ἐξ αἰτίας μου, αὐτὸς θὰ τὴν σώσει. 40 Ὅποιος σᾶς δέχεται, δέχεται ἐμέ, καὶ ὅποιος δέχεται ἐμέ, δέχεται ἐκεῖνον ποὺ μὲ ἔστειλε. 41 Ὅποιος δέχεται προφήτην, διότι εἶναι προφήτης, θὰ λάβῃ ἀνταμοιβὴν προφήτου, καὶ ὅποιος δέχεται δίκαιον, διότι εἶναι δίκαιος, θὰ λάβῃ ἀνταμοιβὴν δικαίου. 42 Καὶ ὅποιος θὰ δώσῃ εἰς ἕνα ἀπὸ τοὺς μικροὺς τούτους ἕνα μόνον ποτῆρι κρύο νερό, διότι εἶναι μαθητής μου, σᾶς βεβαιῶ ὅτι δὲν θὰ χάσῃ τὴν ἀνταμοιβήν του».

 

Κεφάλαιο 11

1 Καὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐτελείωσε τὰς ἐντολὰς στοὺς δώδεκα μαθητάς του, ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ, γιὰ νὰ διδάξῃ καὶ νὰ κηρύξῃ εἰς τὰς πόλεις των.

Ἀπορία τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ

2 Ὁ Ἰωάννης, ὅταν ἄκουσε εἰς τὴν φυλακὴν διὰ τὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ, 3 ἔστειλε δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του καὶ τοῦ εἶπε, «Σὺ εἶσαι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος πρόκειται νὰ ἔλθῃ ἢ πρέπει νὰ περιμένωμεν ἄλλον; 4 Ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπεκρίθη, «Πηγαίνετε νὰ πῆτε εἰς τὸν Ἰωάννην ἐκεῖνα, ποὺ ἀκοῦτε καὶ βλέπετε: 5 τυφλοὶ ξαναβλέπουν καὶ κουτσοὶ περπατοῦν, λεπροὶ καθαρίζονται καὶ κουφοὶ ἀκούουν, νεκροὶ ἀνασταίνονται καὶ πτωχοὶ ἀκούουν τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα, 6 καὶ μακάριος εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ δὲν θὰ κλονισθῇ δι’ ἐμέ. 7 Ἀφοῦ δὲ αὐτοὶ ἔφυγαν, ἄρχισε ὁ Ἰησοῦς νὰ μιλῇ εἰς τὰ πλήθη διὰ τὸν Ἰωάννην, «Τὶ ἐβγήκατε εἰς τὴν ἔρημον νὰ ἰδῆτε; Ἕνα καλάμι, ποὺ σαλεύεται ἀπὸ τὸν ἀέρα; Ὄχι; 8 Ἀλλὰ τότε τὶ ἐβγήκατε νὰ ἰδῆτε; Ἄνθρωπον ποὺ φορεῖ μαλακὰ φορέματα; Ἐκείνοι, ποὺ φοροῦν μαλακά, βρίσκονται εἰς τὰ παλάτια τῶν βασιλέων. 9 Ἀλλὰ γιατὶ ἐβγήκατε; Διὰ νὰ ἰδῆτε προφήτην; Ναί, σᾶς λέγω, καὶ κάτι περισσότερον ἀπὸ προφήτην. 10 Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος, διὰ τὸν ὁποῖον εἶναι γραμμένον, «Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἀγγελιοφόρον μου πρὶν ἀπὸ σέ, ὁ ὁποῖος θὰ προετοιμάσῃ τὸν δρόμον σου ἐμπρός σου». 11 Σᾶς βεβαιῶ, ὅτι μεταξὺ τῶν γεννηθέντων ὑπὸ τῶν γυναικῶν δὲν ἐμφανίσθηκε μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Ἰωάννην τὸν Βαπτιστήν. Καὶ ὅμως ὁ μικρότερος εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ αὐτόν. 12 Ἀπὸ τὸν καιρὸν τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ μέχρι σήμερον ἐκβιάζουν τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν καὶ βιασταὶ τὴν ἁρπάζουν. 13 Ὅλοι οἱ προφῆται καὶ ὁ νόμος μέχρι τοῦ Ἰωάννου ἐπροφήτευσαν καὶ, ἐὰν θέλετε νὰ τὸ παραδεχθῆτε, 14 αὐτὸς εἶναι ὁ Ἠλίας, ὁ ὁποῖος ἔμελλε νὰ ἔλθῃ. 15 Ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει αὐτιὰ διὰ νὰ ἀκούῃ, ἂς ἀκούῃ».

Παρομοίωσις τῆς «γενεᾶς αὐτῆς»

16 «Μὲ τὶ νὰ παρομοιάσω τὴν γενεὰν αὐτήν; Μοιάζει μὲ παιδιὰ, ποὺ κάθονται εἰς τὰς ἀγορὰς καὶ φωνάζουν εἰς τοὺς φίλους των, 17 «Σᾶς ἐπαίξαμε φλογέρα, ἀλλὰ δὲν ἐχορέψατε· σᾶς ἐτραγουδήσαμε μοιρολόγια ἀλλὰ δὲν ἐκλάψατε». 18 Ἦλθε δηλαδὴ ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος οὔτε τρώγει οὔτε πίνει καὶ λέγουν, «Δαιμόνιον ἔχει». 19 Ἦλθε ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος τρώγει καὶ πίνει καὶ λέγουν, «Νὰ, ἕνας ἄνθρωπος φαγᾶς καὶ κρασοπότης, φίλος τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν». Καὶ ἠ σοφία ἐπαλήθευσε ἀπὸ τὰ παιδιά της».

Προλεγόμενα δεινά ἀπίστων πόλεων

20 Τότε ἄρχισε ὁ Ἰησοῦς νὰ κατηγορῇ τὰς πόλεις, εἰς τὰς ὁποίας εἶχαν γίνει τὰ περισσότερα θαύματά του, διότι δὲν μετανόησαν. 21 «Ἀλλοίμονόν σου, Χοραζίν· ἀλλοίμονόν σου, Βηθσαϊδά· διότι ἐὰν τὰ θαύματα, τὰ ὁποῖα ἔγιναν σὲ ἐσᾶς, εἶχαν γίνει εἰς τὴν Τύρον καὶ τὴν Σιδῶνα, θὰ εἶχαν δείξει μετάνοια πρὸ πολλοῦ, μὲ σάκκον καὶ στάκτην. 22 Ἐν τούτοις σᾶς λέγω, ἡ Τύρος καὶ ἡ Σιδὼν θὰ ὑποφέρουν πιὸ λίγο ἀπὸ σᾶς κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως. 23 Καὶ σὺ Καπερναούμ, ποὺ ὑψώθηκες ἕως τὸν οὐρανόν, θὰ καταβιβασθῇς ἕως τὸν Ἅδην, διότι, ἐὰν εἰς τὰ Σόδομα εἶχαν γίνει τὰ θαύματα τὰ ὁποῖα ἔγιναν σ’ ἐσέ, θὰ παρέμεναν μέχρι σήμερον. 24 Ἀλλὰ σᾶς λέγω, ὅτι ἡ χώρα τῶν Σοδόμων θὰ ὑποφέρῃ πιὸ λίγο ἀπὸ σένα κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως».

Ὁ ἁπλὸς παιδικὸς νοῦς

25 Κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἔλαβε τὸν λόγον ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε, «Σὲ δοξάζω Πατέρα, Κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, διότι ἔκρυψες αὐτὰ ἀπὸ σοφοὺς καὶ εὐφυεῖς καὶ τὰ ἐφανέρωσες σὲ νήπια. Ναὶ, Πατέρα, διότι αὐτὸ ἦτο τὸ θέλημά σου».

Ἡ ἀποστολὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ

27 «Ὅλα μοῦ παρεδόθησαν ἀπὸ τὸν Πατέρα μου καὶ κανεὶς δὲν γνωρίζει καλὰ τὸν Υἱόν, παρὰ ὁ Πατέρας, οὔτε τὸν Πατέρα γνωρίζει καλὰ κανείς, παρὰ ὁ Υἱὸς καὶ ἐκεῖνος εἰς τὸν ὁποῖον θέλει ὁ Υἱὸς νὰ τὸν ἀποκαλύψῃ. 28 Ἐλᾶτε σ’ ἐμὲ ὅλοι σεῖς, ποὺ εἶσθε κουρασμένοι καὶ φορτωμένοι, καὶ ἐγὼ θὰ σᾶς δώσω ἀνάπαυσιν. 29 Σηκῶστε ἐπάνω σας τὸν ζυγόν μου καὶ μάθετε ἀπὸ ἐμέ, ὅτι εἶμαι πρᾶος καὶ ταπεινὸς στὴν καρδιά καὶ θὰ βρῆτε ἀνάπαυσιν στὶς ψυχές σας. Ὁ ζυγός μου εἶναι ἁπαλὸς καὶ τὸ φορτίο μου ἐλαφρόν».

 

Κεφάλαιο 12

 Ἡ τήρησις τοῦ Σαββάτου

1 Κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρόν, ἐπέρασε ὁ Ἰησοῦς τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου ἀπὸ μέσα ἀπὸ σπαρμένα χωράφια. Οἱ δὲ μαθηταί του ἐπείνασαν καὶ ἄρχισαν νὰ ξεσπυρίζουν στάχυα καὶ νὰ τρώγουν. 2 Ἀλλὰ οἱ Φαρισαῖοι, ὅταν τοὺς εἶδαν, τοῦ εἶπαν, «Νὰ, οἱ μαθηταί σου κάνουν ἐκεῖνο ποὺ δὲν πρέπει νὰ κάνουν τὸ Σάββατον. 3 Ἐκεῖνος δὲ τοὺς εἶπε, «Δὲν ἐδιαβάσατε τὶ ἔκανε ὁ Δαυΐδ, ὅταν ἐπείνασε αὐτὸς καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἦσαν μαζί του; 4 Πῶς ἐμπῆκε εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ καὶ ἔφαγε τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως, τοὺς ὁποίους δὲν ἐπετρέπετο οὔτε αὐτὸς οὔτε ἐκεῖνοι ποὺ ἦσαν μαζί του νὰ φάγουν, παρὰ μόνον οἱ ἱερεῖς; 5 Ἢ δὲν ἐδιαβάσατε εἰς τὸν νόμον ὅτι κατὰ τὰ Σάββατα οἱ ἱερεῖς βεβηλώνουν τὸ Σάββατο εἰς τὸν ναὸν καὶ εἶναι ἀθῶοι; 6 Σᾶς λέγω δέ, ὅτι ἐδῶ εἶναι κάτι μεγαλύτερον ἀπὸ τὸν ναὸν. 7 Ἐὰν μάλιστα ἐγνωρίζατε τὶ σημαίνει, «Ἀγάπην θέλω καὶ ὄχι θυσίαν», δὲν θὰ καταδικάζατε τοὺς ἀθώους. 8 Διότι ὁ Υἰὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κύριος τοῦ Σαββάτου».

Θεραπεία ἀνθρώπου μὲ ξερὸ χέρι

9 Καὶ ἔφυγε ἀπὸ έκεῖ καὶ ἦλθε εἰς τὴν συναγωγήν τους· καὶ παρουσιάσθηκε ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ξερὸ χέρι. 10 Καὶ τὸν ἐρώτησαν, «Ἐπιστρέπεται κατὰ τὸ Σάββατον νὰ κάνῃ ἕνας θεραπείαν;», μὲ τὸν σκοπὸν νὰ τὸν κατηγορήσουν. 11 Ἐκεῖνος δὲ τοὺς εἶπε, «Ποιὸς ἀπὸ σᾶς, ποὺ ἔχει ἕνα πρόβατον, ἐὰν αὐτὸ πέσῃ τὸ Σάββατον σὲ ἕνα λάκκον, δὲν θὰ τὸ πιάσῃ καὶ δὲν θὰ τὸ σηκώσῃ; 12 Πόσο διαφέρει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ πρόβατον. Ὥστε, ἐπιτρέπεται νὰ εὐεργετῇ κανεὶς τὰ Σάββατα». 13 Τότε λέγει στὸν ἄνθρωπο, «Ἅπλωσε τὸ χέρι σου», καὶ αὐτὸς ἅπλωσε τὸ χέρι του. Καὶ ἔγινε πάλιν γερὸν ὅπως τὸ ἄλλο.

Συνωμοσία κατὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ

14 Οἱ Φαρισαῖοι, ὅταν ἐβγῆκαν, ἔλαβαν ἀπόφασιν ἐναντίον του νὰ τὸν ἐξολοθρεύσουν. 15 Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς τὸ ἔμαθε καὶ ἀνεχώρησε ἀπὸ ἐκεῖ. Καὶ τὸν ἀκολούθησε πολὺς κόσμος καὶ τοὺς ἐθεράπευσε ὅλους, 16 καὶ μὲ αύστηρὸν τόνον τοὺς διέταξε νὰ μὴν τὸν φανερώσουν, 17 διὰ νὰ ἀληθεύσῃ ἐκεῖνο, ποὺ εἶπε ὁ προφήτης Ἡσαΐας: 18 «Ἰδοὺ ὁ δοῦλος μου, τὸν ὁποῖον ἐδιάλεξα, ὁ ἀγαπητός μου, εἰς τὸν ὁποῖον εὐαρεστήθηκε ἡ ψυχή μου. Θὰ τοῦ δώσω τὸ Πνεῦμα μου καὶ θὰ διακηρύξῃ δικαιοσύνην εἰς τὸν ἐθνικό κόσμον. 19 Δὲν θὰ φιλονικῇ, οὔτε θὰ φωνάζῃ, οὔτε θὰ ἀκούῃ κανεὶς τὴν φωνήν του εἰς τὰς πλατείας. 20 Καλάμι ραγισμένο δὲν θὰ τὸ σπάσῃ καὶ λυχνάρι ποὺ καπνίζει δὲν θὰ τὸ σβήσῃ, ἕως ὅτου κάνῃ τὴν δικαιοσύνην νὰ νικήσῃ. 21 Καὶ στὸ ὄνομά του ἔθνη θὰ ἐλπίζουν».

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀπαντᾶ εἰς τὴν κατηγορίαν ὅτι ἐνεργεῖ διὰ τοῦ Σατανᾶ

22 Τότε τοῦ ἔφεραν κάποιον δαιμονισμένον τυφλὸν καὶ βωβὸν καὶ τὸν ἐθεράπευσε, ὥστε ὁ τυφλὸς καὶ ὁ βωβὸς νὰ μιλῇ καὶ νὰ βλέπῃ. 23 Καὶ ὅλοι κατάπληκτοι ἔλεγαν, «Μήπως αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστὸς, ὁ υἱὸς τοῦ Δαυΐδ;». 24 Οἱ δὲ Φαρισαῖοι, ὅταν ἄκουσαν αὐτά, εἶπαν, «Αὐτὸς δὲν διώχνει τὰ δαιμόνια παρὰ διὰ τοῦ Βεελζεβούλ, τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν δαιμονίων». 25 Ὁ Ἰησοῦς, ἐπειδὴ ἤξερε τὰς σκέψεις των, τοὺς εἶπε, «Κάθε βασίλειον, ὅταν χωρισθῇ εἰς ἀντιμαχόμενα μέρη, ἐξαφανίζεται, καὶ κάθε πόλις ἢ οἰκογένεια, ποὺ χωρίζεται εἰς ἀντιμαχόμενα μέρη, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σταθῇ. 26 Καὶ ἐὰν ὁ Σατανᾶς διώχνῃ τὸν Σατανᾶν, τότε ἔχει κομματιασθῆ ὁ ἴδιος· πῶς εἶναι λοιπὸν δυνατὸν νὰ σταθῇ τὸ βασίλειόν του; 27 Καὶ ἐὰν ἐγὼ διὰ τοῦ Βεελζεβοὺλ διώχνω τὰ δαιμόνια, τότε τὰ παιδιά σας διὰ ποίου τὰ διώχνουν; Διὰ τοῦτο αὐτοὶ θὰ εἶναι οἱ κριταί σας. 28 Ἀλλὰ ἐὰν ἐγὼ διά τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ διώχνω τὰ δαιμόνια, τότε ἔφθασε σὲ ἐσᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 29 Ἢ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μπῇ κανεὶς εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἰσχυροῦ καὶ νὰ ἀρπάξῃ τὰ σκεύη του, χωρὶς νὰ ἔχῃ δέσει πρῶτα τὸν ἰσχυρὸν καὶ τότε νὰ λεηλατήσῃ τὸ σπίτι του; 30 Ὅποιος δὲν εἶναι μαζί μου, εἶναι ἐναντίον μου καὶ ὅποιος δὲν μαζεύει μαζί μου, σκορπίζει. 31 Διὰ τοῦτο σᾶς λέγω, κάθε ἁμαρτία καὶ βλασφημία θὰ συγχωρηθῇ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἡ βλασφημία ὅμως κατὰ τοῦ Πνεύματος δὲν θὰ συγχωρηθῇ εἰς τοὺς ἀνθρώπους. 32 Ὁποιος πῇ λόγον ἐναντίον τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, θὰ συγχωρηθῇ· ἀλλὰ ὅποιος μιλήσῃ ἐναντίον τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου, δὲν θὰ συγχωρηθῇ οὔτε εἰς τοῦτον τὸν αἰῶνα οὔτε εἰς τὸν μέλλοντα. 33 Ἢ κάνετε τὸ δένδρον καλόν, ὁπότε καὶ ὁ καρπὸς του θὰ εἶναι καλός, ἢ κάνετε τὸ δένδρον κακόν, ὁπότε καὶ ὁ καρπός του θὰ εἶναι κακός, διότι ἀπὸ τὸν καρπὸν γνωρίζεται τὸ δένδρον. 34 Γενεὰ ἐχιδνῶν, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μιλῆτε γιὰ καλὰ πράγματα, ἀφοῦ εἶσθε πονηροί; Διότι τὸ στόμα μιλεῖ ἐκεῖνο ἀπὸ τὸ ὁποῖον εἶναι γεμάτη ἡ καρδιά. 35 Ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος βγάζει ἀπὸ τὸ ἀγαθὸν τὸ ἀποταμιευμένον μέσα του, καὶ ὁ κακὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ κακὸν ποὺ ἔχει μέσα του βγάζει κακόν.  36 Σᾶς λέγω, ὅτι διὰ κάθε λόγον ἀνωφελῆ, ποὺ θὰ ποῦν οἱ ἄνθρωποι, θὰ δώσουν λόγον δι’ αὐτὸν κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως, 37 διότι ἀπὸ τοὺς λόγους σου θὰ δικαιωθῇς καὶ ἀπὸ τοὺς λόγους σου θὰ κατακριθῇς».

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀρνεῖται νὰ κάνῃ θαῦμα

38 Τότε ἔλαβαν τὸν λόγον μερικοὶ ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς καὶ τοὺς Φαρισαίους καὶ εἶπαν, «Διδάσκαλε, θέλομε νὰ ἰδοῦμε ἀπὸ σὲ ἕνα θαῦμα». 39 Ἐκεῖνος δὲ, τοὺς ἀπεκρίθη, «Ἡ γενεὰ ἡ πονηρὴ καὶ ἡ μοιχαλὶς ζητεῖ θαῦμα, καὶ θαῦμα δὲν θὰ τῆς δοθῇ ἄλλο παρὰ τοῦ Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου.  40 Ὅπως δηλαδὴ ὁ Ἰωνᾶς ἦτο εἰς τὴν κοιλιὰ μεγάλου ψαριοῦ τρεῖς ἡμέρες καὶ τρεῖς νύχτες, ἔτσι θὰ μείνῃ καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὴν καρδιὰ τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρες καὶ τρεῖς νύχτες. 41 Οἱ ἄνθρωποι τῆς Νινευΐ θὰ ἐγερθοῦν κατὰ τὴν κρίσιν μαζὶ μὲ τὴν γενεὰν αὐτὴν καὶ θὰ τὴν κρίνουν, διότι μετενόησαν μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰωνᾶ, ἐνῷ ἐδῶ πρόκειται γιὰ κάτι μεγαλύτερον ἀπὸ τὸν Ίωνᾶν. 42 Ἡ βασίλισσα τοῦ Νότου θὰ ἐγερθῇ κατὰ τὴν κρίσιν μαζὶ με τὴν γενεὰν αὐτὴν καὶ θὰ τὴν κρίνῃ, διότι ἦλθε ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς γῆς, γιὰ νὰ ἀκούσῃ τὴν σοφίαν τοῦ Σολομῶντος, ἐνῷ ἐδῶ πρόκειται γιὰ κάτι μεγαλύτερον ἀπὸ τὸν Σολομῶντα».

Ὁ κίνδυνος ἀπὸ μίαν ἀτελῆ βελτίωσιν

43 «Ὅταν τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα βγῇ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, περνᾶ ἀπὸ ξεροὺς τόπους καὶ ζητεῖ ἀνάπαυσιν, ἀλλὰ δὲν τὴν βρίσκει. 44 Τότε λέγει, «Ἂς γυρίσω εἰς τὸ σπίτι μου, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἔφυγα». Καὶ ὅταν ἔλθῃ, τὸ βρίσκει ἀδειανὸ καὶ σκουπισμένο καὶ στολισμένο. 45 Τότε πηγαίνει καὶ παίρνει μαζί του ἄλλα ἑπτὰ πνεύματα, πονηρότερα ἀπὸ αὐτό, καὶ μπαίνουν νὰ κατοικήσουν ἐκεῖ καὶ τότε ἡ τελευταία κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου γίνεται χειρότερη ἀπὸ τὴν πρώτην. Τὸ ἴδιο θὰ συμβῇ καὶ εἰς τὴν γενεὰν αὐτὴν τὴν πονηράν».

Οἱ πραγματικοὶ ἀδελφοί

46 Ἐνῷ αὐτὸς ἐμιλοῦσε εἰς τὰ πλήθη, ἡ μητέρα του καὶ οἱ ἀδελφοί του ἐστέκοντο ἔξω καὶ ἤθελαν νὰ τοῦ μιλήσουν. 47 Καὶ κάποιος τοῦ εἶπε, «Νὰ ἡ μητέρα σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου στέκονται ἔξω καὶ θέλουν νὰ σὲ ἰδοῦν». 48 Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη εἰς ἐκεῖνον ποὺ τοῦ τὸ εἶπε, «Ποιὰ εἶναι ἡ μητέρα μου; Καὶ ποιοὶ εἶναι οἱ ἀδελφοί μου;». 49 Καὶ ἅπλωσε τὸ χέρι του ἐπάνω εἰς τοὺς μαθητάς του καὶ εἶπε, «Νὰ ἡ μητέρα μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου. 50 Ἐκεῖνος ποὺ θὰ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα μου, ποὺ εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς, αὐτὸς θὰ μοῦ εἶναι ἀδελφὸς καὶ ἀδελφὴ καὶ μητέρα».

 

Κεφάλαιο 13

Ἡ παραβολὴ τοῦ σπορέως

1 Κατ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν ἐβγῆκε ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ ἐκαθότανε κοντὰ εἰς τὴν θάλασσαν. 2 Καὶ ἐμαζεύθηκε γύρω του κόσμος πολύς, ὥστε ἀναγκάσθηκε νὰ μπῇ σὲ ἕνα πλοιάριον καὶ νὰ καθήσῃ, ἐνῷ ὅλος ὁ κόσμος ἐστεκότανε εἰς τὴν παραλίαν. 3 Καὶ τοὺς ἐμίλησε διὰ πολλὰ πράγματα σὲ παραβολές. Τοὺς ἔλεγε, «Ἐβγῆκε ὁ γεωργὸς γιὰ νὰ σπείρῃ. 4 Καὶ ἐνῷ ἔσπερνε, μερικοὶ σπόροι ἔπεσαν κοντὰ εἰς τὸν δρόμο καὶ ὅταν ἦλθαν τὰ πουλιά, τοὺς κατέφαγαν. 5 Ἄλλοι ἔπεσαν σὲ πετρῶδες ἔδαφος, ὅπου δὲν ὑπῆρχε πολὺ χῶμα, καὶ ἀμέσως ἐφύτρωσαν, διότι ἡ γῆ δὲν εἶχε βάθος. 6 Ἀλλὰ ὅταν ἐβγῆκε ὁ ἥλιος, ἐκάησαν καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχαν ρίζαν, ἐξεράθηκαν. 7 Ἄλλοι ἔπεσαν ἀνάμεσα σὲ ἀγκάθια καὶ ὅταν ἐμεγάλωσαν τὰ ἀγκάθια, τοὺς ἔπνιξαν τελείως. 8 Ἄλλοι δὲ ἔπεσαν εἰς καλὸν ἔδαφος καὶ ἀπέδωκαν καρπούς, ἄλλος μὲν ἑκατὸ φορές, ἄλλος δὲ ἑξῆντα καὶ ἄλλος τριάντα. 9 Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει αὐτιὰ, διὰ νὰ ἀκούῃ, ἂς ἀκούῃ».

Διατὶ μιλεῖ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ παραβολάς

10 Καὶ ὅταν οἱ μαθηταὶ τὸν ἐπλησίασαν, τοῦ εἶπαν, «Διατὶ τοὺς μιλεῖς μὲ παραβολάς;». 11 Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη, «Σ’ ἐσᾶς ἔχει δοθῆ τὸ νὰ γνωρίσετε τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, εἰς ἐκείνους δὲ δὲν ἔχει δοθῆ. 12 Διότι εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἔχει κάτι, θὰ τοῦ δοθῆ καὶ ἄλλο καὶ θὰ περισσέψῃ· ἀλλὰ ἀπὸ ὅποιον δὲν ἔχει, θὰ ἀφαιρεθῇ καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἔχει. 13 Διὰ τοῦτο τοὺς μιλῶ μὲ παραβολάς, ἐπειδὴ ἐνῷ κυττάζουν, ὅμως δὲν βλέπουν καὶ ἐνῷ ἀκούουν, ὅμως δὲν ἀκούουν οὔτε καταλαβαίνουν, ὥστε νὰ μὴ εἶναι δυνατὸν νὰ μετανοήσουν. 14 Καὶ ἐκπληρώνεται εἰς τὴν περίπτωσή τους ἡ προφητεία τοῦ Ἡσαΐα, ἡ ὁποία λέγει, «Θὰ ἀκοῦτε καλὰ ἀλλὰ ποτὲ δὲν θὰ καταλάβετε καὶ θὰ κυττάζετε καλὰ ἀλλὰ ποτὲ δὲν θὰ ἰδῆτε. 15 Διότι ἔγινε ἀναίσθητη ἡ καρδιὰ τοῦ λαοῦ τούτου, καὶ βαρειὰ ἀκούουν μὲ τὰ αὐτιά τους καὶ ἔκλεισαν τὰ μάτια τους, μὴ τυχὸν ἰδοῦν μὲ τὰ μάτια καὶ ἀκούσουν μὲ τὰ αὐτιὰ καὶ καταλάβουν μὲ τὴν καρδιὰ καὶ μετανοήσουν καὶ ἐγὼ τοὺς θεραπεύσω». 16 Ἀλλὰ τὰ δικά σας μάτια εἶναι εὐτυχῆ διότι βλέπουν, καὶ τὰ αὐτιά σας διότι ἀκούουν. 17 Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι πολλοὶ προφῆται καὶ δίκαιοι επεθύμησαν νὰ ἰδοῦν ἐκεῖνα, ποὺ βλέπετε σεῖς καὶ δὲν τὰ εἶδαν καὶ νὰ ἀκούσουν ἐκεῖναμ ποὺ ἀκοῦτε σεῖς καὶ δὲν τὰ ἄκουσαν».

Ἑρμηνεία τῆς παραβολῆς τοῦ σπορέως

18 «Σεῖς λοιπὸν ἀκοῦστε τὴν παραβολὴν τοῦ σπορέως. 19 Σὲ κάθε ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ἀκούει τὸν λόγον περὶ τῆς βασιλείας καὶ δὲν μετανοεῖ, ἔρχεται ὁ πονηρὸς καὶ ἁρπάζει ἐκεῖνο ποὺ εἶναι σπαρμένο στὴν καρδιά του. Αὐτὸς εἶναι ὁ σπόρος ποὺ ἐσπάρθηκε κοντὰ εἰς τὸν δρόμον. 20 Ὁ σπόρος, ποὺ ἐσπάρθηκε εἰς τὰ πετρώδη μέρη, αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἀκούει τὸν λόγο καὶ ἀμέσως μὲ χαρὰν τὸν παίρνει. 21 Δὲν ἔχει ὅμως ρίζαν μέσα του ἀλλὰ εἶναι προσωρινός, καὶ ὅταν ἔλθῃ κάποια στεναχώρια ἢ διωγμὸς ἐξ αἰτίας τοῦ λόγου, ἀμέσως κλονίζεται. 22 Ὁ δὲ σπόρος ποὺ ἐσπάρθηκε ἀνάμεσα στὰ ἀγκάθια, αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀκούει τὸν λόγο ἀλλὰ ἡ κοσμικὴ μέριμνα καὶ ἡ παραπλάνησις τοῦ πλούτου πνίγουν τὸν λόγον καὶ γίνεται ἄκαρπος. 23 Ἐκεῖνος δὲ ὁ σπόρος ποὺ ἐσπάρθηκε εἰς τὸ καλὸν ἔδαφος, αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἀκούει τὸν λόγον καὶ τὸν κατανοεῖ, καὶ ὁ ὁποῖος πραγματικὰ καρποφορεῖ καὶ ἀποδίδει ὁ ἕνας ἑκατό, ἄλλος ἑξῆντα καὶ ἄλλος τριάντα φορὲς περισσότερον».

Ἡ παραβολὴ τῶν ζιζανίων

24 Ἄλλη παραβολὴν τοὺς παρουσίασε καὶ τοὺς ἔλεγε, «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μοιάζει μὲ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἔσπειρε εἰς τὸ χωράφι του καλὸν σπόρον. 25 Ἀλλὰ ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἐκοιμῶντο, ἦλθε ὁ ἐχθρός του καὶ ἔσπειρε ζιζάνια ἀνάμεσα εἰς τὸ σιτάρι καὶ ἔφυγε. 26 Ὅταν δὲ ἐβλάστησε ὁ σπόρος καὶ ἔκανε καρπόν, τότε ἐφάνηκαν καὶ τὰ ζιζάνια. 27 Καὶ ἦλθαν οἱ δούλοι τοῦ οἰκοδεσπότη καὶ τοῦ εἶπαν, «Κύριε, δὲν ἔσπειρες καλὸν σπόρον εἰς τὸ χωράφι σου; Πῶς λοιπὸν ἔχει ζιζάνια;» 28 Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε, «Ἐχθρὸς ἄνθρωπος τὸ ἔκανε». Τότε οἱ δούλοι τοῦ εἶπαν, «Θέλεις νὰ πᾶμε νὰ τὰ μαζέψουμε;». 29 Αὐτὸς δὲ εἶπε, «Ὄχι, μήπως ὅταν μαζέψετε τὰ ζιζάνια, ἐκριζώσετε μαζὶ μὲ αὐτὰ καὶ τὸ σιτάρι. 30 Ἀφῆστε τα νὰ μεγαλώσουν καὶ τὰ δύο, ἕως ὅτου ἔλθῃ ὁ θερισμός, καὶ κατὰ τὸν χρόνον τοῦ θερισμοῦ θὰ πῶ εἰς τοὺς θεριστάς, «Μαζέψετε πρῶτα τὰ ζιζάνια καὶ δέσετέ τα σὲ δεμάτια, διὰ νὰ τὰ κάψετε, τὸ δὲ σιτάρι μαζέψετέ το εἰς τὴν ἀποθήκην μου».

Ὁ σπόρος τοῦ σιναπιοῦ καὶ τὸ προζύμι

31 Ἄλλην παραβολὴν τοὺς παρουσίασε καὶ τοὺς ἔλεγε, «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μοιάζει μὲ σπόρον τοῦ σιναπιοῦ, τὸν ὁποῖον ἐπῆρε ἕνας ἄνθρωπος καὶ τὸν ἔσπειρε στὸ χωράφι του. 32 Αὐτὸς ὁ σπόρος εἶναι μὲν ὁ μικρότερος ἀπὸ ὅλους τοὺς σπόρους, ὅταν ὅμως μεγαλώσῃ εἶναι τὸ μεγαλύτερον ἀπὸ ὅλα τὰ λαχανικὰ καὶ γίνεται δένδρον, ὥστε νὰ ἔρχωνται τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ νὰ κάνουν φωληὲς εἰς τοὺς κλάδους του». 33 Ἄλλην παραβολὴν τοὺς εἶπε, «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μοιάζει μὲ προζύμι, τὸ ὁποῖον ἐπῆρε μία γυναῖκα καὶ τὸ ἀνέμιξε μὲ τρία σάτα ἀλεῦρι, ἕως ὅτου ἐζυμώθηκε ὅλον». 34 Ὅλα αὐτὰ εἶπε ὁ Ἰησοῦς μὲ παραβολὰς εἰς τὰ πλήθη, καὶ δὲν τοὺς ἔλεγε τίποτε χωρὶς παραβολήν, 35 διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐλέχθη διὰ τοῦ προφήτου, «Θὰ ἀρχίσω νὰ μιλῶ μὲ παραβολὰς καὶ θὰ πῶ πράγματα κρυμμένα ἀπὸ τὸν καιρὸν τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου». 36 Τότε ἄφησε τὰ πλήθη καὶ ἦλθε εἰς τὸ σπίτι του. Καὶ ἦλθαν οἱ μαθηταί του καὶ τοῦ εἶπαν, «Ἐξήγησέ μας τὴν παραβολὴν τῶν ζιζανίων τοῦ χωραφιοῦ».

Ἑρμηνεία τῆς παραβολῆς τῶν ζιζανίων 

37 Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη, «Ἐκεῖνος ποὺ σπέρνει τὸν καλὸν σπόρον, εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. 38 Τὸ δὲ χωράφι εἶναι ὁ κόσμος· ὁ καλὸς σπόρος εἶναι οἱ υἱοὶ τῆς βασιλείας, τὰ δὲ ζιζάνια εἶναι οἱ υἱοὶ τοῦ πονηροῦ· 39 ὁ ἐχθρὸς, ποὺ τὰ ἔσπειρε, εἶναι ὁ διάβολος, ὁ δὲ θερισμὸς εἶναι τὸ τέλος τοῦ κόσμου, καὶ οἱ θερισταὶ εἶναι οἱ ἄγγελοι. 40 Ὅπως λοιπὸν μαζεύονται τὰ ζιζάνια καὶ καίονται, ἔτσι θὰ γίνῃ καὶ στὸ τέλος τοῦ κόσμου τούτου. 41 Θὰ ἀποστείλῃ δηλαδὴ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου τοὺς ἀγγέλους του καὶ θὰ μαζέψουν ἀπὸ τὸ βασίλειόν του ὅλα τὰ σκάνδαλα καὶ ὅσους κάνουν τὴν ἀνομίαν, καὶ θὰ τοὺς ρίξουν εἰς τὸ καμίνι ποὺ καίει. 42 Ἐκεῖ θὰ εἶναι τὸ κλάμα καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν. 43 Τότε οἱ δίκαιοι θὰ λάμψουν ὅπως ὁ ἥλιος εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Πατέρα τους· ἐκεῖνος ποὺ ἔχει αὐτιά, διὰ νὰ ἀκούῃ, ἂς ἀκούῃ».

Ὁ θησαυρὸς, τὸ μαργαριτάρι καὶ τὸ δίχτυ

44 «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μοιάζει μὲ θησαυρόν, ὁ ὁποῖος εἶναι κρυμμένος σὲ χωράφι καὶ τὸν ὁποῖον κάποιος ἄνθρωπος, ὅταν τὸν εὐρῆκε, τὸν ἔκρυψε καὶ ἀπὸ τὴν χαράν του πηγαίνει καὶ πωλεῖ ὅσα ἔχει καὶ ἀγοράζει τὸ χωράφι ἐκεῖνο. 45 Πάλιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μοιάζει μὲ ἔμπορον, ὁ ὁποῖος ζητεῖ καλὰ μαργαριτάρια. 46 Ὅταν δὲ βρῇ ἕνα πολύτιμο μαργαριτάρι, πηγαίνει καὶ πωλεῖ ὅλα ὅσα ἔχει καὶ τὸ ἀγοράζει. 47 Πάλι μοιάζει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μὲ ἕνα δίχτυ ποὺ τὸ ἔριξαν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἐμάζεψε κάθε εἶδος ψάρια. 48 Ὅταν ἐγέμισε, τὸ ἔφεραν εἰς τὴν ἀκτὴν, ἐκάθησαν δὲ καὶ ἐμάζεψαν τὰ καλὰ σὲ ἀγγεῖα, τὰ δὲ σάπια τὰ ἐπέταξαν. 49 Τὸ ἴδιο θὰ συμβῇ καὶ κατὰ τὴν συντέλειαν τοῦ κόσμου. Θὰ βγοῦν οἱ ἄγγελοι καὶ θὰ χωρίσουν τοὺς πονηροὺς ἀπὸ τοὺς δικαίους 50 καὶ θὰ τοὺς ρίξουν εἰς τὸ καμίνι ποὺ καίει. Ἐκεῖ θὰ εἶναι τὸ κλάμα καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν». 51 Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, «Ἐκαταλάβατε ὅλα αὐτά;». Αὐτοὶ τοῦ λέγουν, «Ναὶ Κύριε». 52 Καὶ ἐκεῖνος τοὺς εἶπε, «Διὰ τοῦτο κάθε γραμματεύς, ὁ ὁποῖος ἐδιδάχθηκε τὰ περὶ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, μοιάζει μὲ ἄνθρωπον οἰκοδεσπότην, ὁ ὁποῖος βγάζει ἀπὸ τὸν θησαυρόν του καινούργια πράγματα καὶ παληά».

Θάνατος Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ

53 Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐτελείωσε τὶς παραβολὲς αὐτές, ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ. 54 Καὶ ὅταν ἦλθε εἰς τὴν πατρίδα του, τοὺς ἐδίδακσε εἰς τὴν συναγωγή τους κατὰ τέτοιον τρόπον, ὥστε νὰ ἐκπλήσσωνται καὶ νὰ λέγουν, «Ἀπὸ ποῦ τοῦ ἦλθε αὐτὴ ἡ σοφία καὶ αἱ θαυματουργικαὶ δυνάμεις;» 55 Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ υἱὸς τοῦ ξυλουργοῦ; Δὲν ὀνομάζεται ἡ μητέρα του Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοί του Ἰάκωβος, Ἰωσῆς, Σίμων καὶ Ἰούδας; 56 Καὶ οἱ ἀδελφές του δὲν εἶναι ὅλες μαζί μας; Ἀπὸ ποῦ λοιπὸν τοῦ ἦλθαν ὅλα αὐτά;». 57 Καὶ δυσπιστοῦσαν εἰς αὐτόν. Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦς εἶπε, «Δὲν ὑπάρχει προφήτης περιφρονημένος παρὰ εἰς τὴν πατρίδα του καὶ εἰς τὸ σπίτι του». 58 Καὶ δὲν ἔκανε ἐκεῖ πολλὰ θαύματα ἐξ εἰτίας τῆς ἀπιστίας των.

 

Κεφάλαιο 14

Θάνατος Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ

1 Κατὰ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἄκουσε ὁ Ἡρώδης ὁ τετράρχης τὴν φήμην περὶ τοῦ Ἰησοῦ 2 καὶ εἶπε εἰς τοὺς αὐλικούς του, «Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής· ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καὶ γι’ αὐτὸ αἱ θαυματουργικαὶ δυνάμεις ἐνεργοῦν δι’ αὐτοῦ». 3 Διότι ὁ Ἡρώδης εἶχε συλλάβει τὸν Ἰωάννην, τὸν ἔδεσε καὶ τὸν ἔβαλε εἰς τὴν φυλακὴν ἐξ αἰτίας τῆς Ἡρωδιάδος, συζύγου τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίππου, 4 ἐπειδὴ ὁ Ἰωάννης τοῦ ἔλεγε, «Δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ τὴν ἔχῃς». 5 Καὶ ἤθελε νὰ τὸν σκοτώσῃ, ἐφοβήθηκε ὅμως τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ, διότι τὸν ἐθεωροῦσαν προφήτην. 6 Ὅταν ἑωρτάζοντο τὰ γενέθλια τοῦ Ἡρώδη, ἐχόρεψε ἡ θυγατέρα τῆς Ἡρωδιάδος εἰς τὸ μέσον τῶν προσκεκλημένων 7 καὶ ἄρεσε τόσον εἰς τὸν Ἡρώδη, ὥστε τῆς ὑποσχέθηκε μὲ ὅρκον νὰ τῆς δώσῃ ὅτι θὰ ἐζητοῦσε. 8 Αὐτὴ, ἀφοῦ καθωδηγήθηκε ἀπὸ τὴν μητέρα της, «Δῶσε μου», λέγει, «ἐδῶ σὲ ἕνα πιάτο τὸ κεφάλι τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ». 9 Καὶ ἐλυπήθηκε ὁ βασιλεύς, ἕνεκα ὅμως τοῦ ὅρκου του καὶ τῶν προσκεκλημένων διέταξε νὰ τῆς δοθῇ, 10 καὶ ἔστειλε καὶ ἀποκεφάλισαν τὸν Ἰωάννην εἰς τὴν φυλακήν. 11 Καὶ ἔφεραν τὸ κεφάλι του εἰς ἕνα πιάτο καὶ τὸ ἔδωσαν εἰς τὴν κόρην καὶ αὐτὴ τὸ ἔφερε εἰς τὴν μητέρα της. 12 Καὶ ἦλθαν οἱ μαθηταἰ του, ἐπῆραν τὸ σῶμα καὶ τὸ ἔθαψαν καὶ ἦλθαν καὶ τὰ εἶπαν εἰς τὸν Ἰησοῦν.

Ὁ χορτασμὸς τῶν πέντε χιλιάδων

13 Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς, ἀνεχώρησε ἀπὸ ἐκεῖ μὲ πλοιάριο εἰς ἔρημον τόπον μόνος του. Καὶ ὅταν τὸ ἔμαθεν ὁ κόσμος, τὸν ἀκολούθησαν πεζῆ ἀπὸ τὰς πόλεις. 14 Ὅταν ἀποβιβάσθηκε, εἶδε πολὺν κόσμον καὶ τοὺς σπλαγχνίσθηκε καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους. 15 Ὅταν δε ἐβράδιασε, ἦλθαν σὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ καὶ τοῦ εἶπαν, «Ὁ τόπος εἶναι ἔρημος καὶ ἡ ὥρα περασμένη· ἄφησε λοιπὸν τὸν κόσμο νὰ πᾶνε εἰς τὰ χωράφια καὶ νὰ ἀγοράσουν διὰ τοὺς ἑαυτούς των τρόφιμα». 16 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Δὲν ἔχουν ἀνάγκην νὰ πᾶνε· δῶστε τους σεῖς νὰ φάγουν». 17 Αὐτοὶ δὲ τοῦ λέγουν, «Δὲν ἔχομεν ἐδῶ παρὰ πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια». Ἐκεῖνος δὲ εἶπε, «Φέρετέ μού τα ἐδῶ». 18 Καὶ ἀφοῦ διέταξε τὸν κόσμον νὰ ξαπλώσῃ εἰς τὸ χορτάρι, 19 ἐπῆρε τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ τὰ δύο ψάρια καὶ ἀφοῦ ὕψωσε τὰ μάτια του εἰς τὸν οὐρανόν, τὰ εὐλόγησε, τὰ ἔκοψε καὶ ἔδωκε εἰς τοὺς μαθητὰς τὰ ψωμιά, οἱ δὲ μαθηταὶ εἰς τὸν κόσμο. 20 Καὶ ἔφαγαν ὅλοι καὶ ἐχόρτασαν καὶ ἐσήκωσαν ὅ,τι ἐπερίσσεψε ἀπὸ τὰ κομμάτια, δώδεκα κοφίνια γεμᾶτα. 21 Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ ἔφαγαν ἦσαν πέντε χιλιάδες περίπου ἄνδρες ἐκτὸς τῶν γυναικῶν καὶ τῶν παιδιῶν.

 Ὁ Ἰησοῦς περπατεῖ ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν

22 Καὶ ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς ἀνάγκασε τοὺς μαθητὰς νὰ μποῦν εἰς τὸ πλοιάριον καὶ νὰ πᾶνε πρὶν ἀπὸ αὐτὸν στὴν ἀπέναντι ὄχθην, ἕως ὅτου διαλύσῃ τὸν κόσμον. 23 Καὶ ἀφοῦ διάλυσε τὸν κόσμον, ἀνέβηκε εἰς τὸ ὄρος διὰ νὰ προσευχηθῇ μόνος του. Ὅταν δὲ ἐβράδιασε, ἦτο ἐκεῖ μόνος. 24 Τὸ πλοιάριον εὑρίσκετο ἤδη εἰς τὸ μέσον τῆς λίμνης καὶ ἐπάλευε μὲ τὰ κύματα, διότι ὁ ἄνεμος ἦτο ἀντίθετος. 25 Κατὰ τὴν τετάρτην δὲ νυχτερινὴν βάρδια ἦλθε σὲ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περπατώντας ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν. 26 Οἱ μαθηταί, ὅταν τὸν εἶδαν νὰ περπατῇ ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν, ἐταράχθηκαν καὶ ἔλεγαν ὅτι εἶναι φάντασμα καὶ ἀπὸ τὸν φόβον τους ἐφώναξαν. 27 Ἀμέσως τοὺς ἐμίλησε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε, «Ἔχετε θάρρος, ἐγὼ εἶμαι· μὴ φοβᾶσθε». 28 Τότε τοῦ ἀπεκρίθη ὁ Πέτρος, «Κύριε, ἐὰν εἶσαι ἐσύ, τότε δῶσε μου διαταγὴν νὰ ἔλθω σ’ ἐσὲ ἐπάνω στὰ νερὰ». 29 Ἐκεῖνος δὲ εἶπε, «Ἔλα». Καὶ ὅταν ὁ Πέτρος κατέβηκε ἀπὸ τὸ πλοιάριον, ἄρχισε νὰ περπατῇ ἐπανω στὰ νερά, διὰ νὰ ἔλθῃ εἰς τὸν Ἰησοῦ. 30 Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔβλεπε τὸν ἄνεμον δυνατὸν ἐφοβήθηκε, καὶ ἐπειδὴ ἄρχισε νὰ βυθίζεται, ἐφώναξε, «Κύριε, σῶσέ με». 31 Ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς ἅπλωσε τὸ χέρι, τὸν ἔπιασε καὶ τοῦ λέγει, «Ὄλιγόπιστε, γιατὶ ἐδίστασες;». 32 Καὶ ὅταν ἀνέβηκαν εἰς τὸ πλοιάριον, ἔπαυσε ὁ ἄνεμος. 33 Ἐκεῖνοι ποὺ ἦσαν εἰς τὸ πλοιάριον τὸν προσκύνησαν καὶ τοῦ εἶπαν, «Ἀληθινὰ εἶσαι Θεοῦ Υἱός». 34 Καὶ ἀφοῦ διέσχισαν τὴν λίμνην, ἦλθαν καὶ ἀπεβιβάσθησαν εἰς τὴν Γεννησαρέτ. 35 Καὶ ὅταν οἱ ἄνθρωποι τοῦ τόπου ἐκείνου τὸν ἀνεγνώρισαν, ἔστειλαν ἀγγελιοφόρους εἰς ὅλην τὴν περιοχὴν ἐκείνην καὶ τοῦ ἔφεραν ὅλους τοὺς ἀσθενεῖς. 36 Καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς ἀφήσῃ νὰ ἀγγίξουν μόνον τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός του· καὶ ὅσοι τὸν ἄγγισαν ἐθεραπεύθησαν.

 

Κεφάλαιο 15

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀπαντᾶ εἰς τὴν ἐπίκριση ὅτι παραβαίνει τὰς παραδόσεις

 1 Τότε ἔρχονται πρὸς τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι 2 καὶ τοῦ ἔλεγαν, «Γιατὶ οἱ μαθηταὶ σου παραβαίνουν τὴν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων; Δὲν πλένουν τὰ χέρια ὅταν πρόκειται νὰ φάγουν». 3 Αὐτὸς δὲ τοὺς ἀπεκρίθη, «Γιατὶ καὶ ἐσεῖς παραβαίνετε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ χάριν τῆς παραδόσεώς σας; 4 Ὁ Θεὸς εἶπε, «Νὰ τιμᾷς τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου», καὶ, «Ἐκεῖνος, ποὺ ὑβρίζει πατέρα ἢ μητέρα ὀφείλει νὰ θανατωθῇ». 5 Σεῖς δὲ λέγετε, «Ἐκεῖνος ποὺ θὰ πῇ εἰς τὸν πατέρα του ἢ τὴν μητέρα του, Ὅ,τι ἔχεις νὰ ὠφεληθῇς ἀπὸ ἐμέ, αὐτὸ δίδεται ὡς δῶρον εἰς τὸν Θεόν, αὐτὸς δὲν ἔχει ὑποχρέωσιν νὰ τιμήσῃ τὸν πατέρα του ἢ τὴν μητέρα του». 6 Καὶ ἀκυρώσατε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ χάριν τῆς παραδόσεώς σας. 7 Ὑποκριταί, εἶχε δίκηο ὁ Ἡσαΐας, ὅταν ἐπροφήτευσε γιὰ σᾶς: 8 Ὁ λαὸς ἀυτὸς μὲ τὸ στόμα τους μὲ πλησιάζει καὶ μὲ τὰ χείλη μὲ τιμᾶ, 9 ἐνῷ ἡ καρδιά τους εἶναι πολὺ μακρυὰ ἀπὸ ἐμέ· μάταια μὲ λατρεύουν, ἀφοῦ διδάσκουν διδασκαλίες καὶ ἐντολὲς ἀνθρώπινες». 10 Καὶ ἀφοῦ προσκάλεσε τὸν κόσμον τοὺς εἶπε, «Ἀκοῦτε καὶ καταλάβατε· 11 δὲν μολύνει τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνο ποὺ μπαίνει εἰς τὸ στόμα, ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα μολύνει τὸν ἄνθρωπον». 12 Τότε προσῆλθαν οἱ μαθηταὶ καὶ τοῦ εἶπαν, «Ξέρεις ὅτι οἱ Φαρισαῖοι, ὅταν ἄκουσαν ὅσα εἶπες, ἐσκανδαλίσθησαν; 13 Ἐκεῖνος δὲ ἀπεκρίθη, «Κάθε φυτὸν ποὺ δὲν ἐφύτεψεν ὁ Πατέρας μου ὁ οὐράνιος θὰ ξεριζωθῇ. 14 Ἀφῆστε τους. Εἶναι τυφλοὶ ὁδηγοὶ τυφλῶν ἀνθρώπων. Καὶ ὅταν ἕνας τυφλὸς ὁδηγῇ ἄλλον τυφλόν, θὰ πέσουν καὶ οἱ δύο σὲ λάκκο». 15 Ὁ Πέτρος τότε ἔλαβε τὸν λόγον καὶ τοῦ εἶπε, «Ἐξήγησέ μας τὴν παραβολήν». 16 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε, «Ἀκόμη καὶ σεῖς εἶσθε ἀνόητοι; 17 Δὲν καταλαβαίνετε ὅτι κάθε τι ποὺ μπαίνει εἰς τὸ στόμα, προχωρεῖ εἰς τὴν κοιλιὰ καὶ ἀποβάλλεται εἰς τὸ ἀποχωρητήριον; 18 Ἀλλὰ ἐκεῖνα ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα, προέρχονται ἀπὸ τὴν καρδιά, καὶ ἐκεῖνα εἶναι ποὺ μολύνουν τὸν ἄνθρωπον. 19 Ἀπὸ τὴν καρδιὰ δηλαδὴ βγαίνουν σκέψεις πονηραί, φόνοι, μοιχεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι. 20 Αὐτὰ εἶναι ποὺ μολύνουν τὸν ἄνθρωπον. Ἀλλὰ τὸ νὰ φάγῃ κανεὶς μὲ ἄπλυτα χέρια, αὐτὸ δὲν τὸν μολύνει».

Θεραπεία μιᾶς ἐθνικῆς κόρης

21 Καὶ ἀφοῦ ἐβγῆκε ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς, ἀνεχώρησε εἰς τὰ μέρη τῆς Τύρου καὶ τῆς Σιδῶνος. 22 Καὶ μία γυναῖκα Χαναναία ἀπὸ τὴν περιοχὴν ἐκείνην ἐβγῆκε καὶ ἐφώναζε, «Ἐλέησέ με, Κύριε, υἱὲ τοῦ Δαυΐδ. Ἡ θυγατέρα μου βασανίζεται ἀπὸ δαιμόνιον». 23 Αὐτὸς ὅμως δὲν ἀπεκρίθη οὔτε λέξιν. Καὶ ἦλθαν οἱ μαθηταί του καὶ τοῦ ἔλεγαν, «Διῶξε την, διότι φωνάζει ἀπὸ πίσω μας». 24 Αὐτὸς ἀπεκρίθη, «Δὲν εἶμαι σταλμένος παρὰ εἰς τὰ πρόβατα τὰ χαμένα τῆς γενεᾶς τοῦ Ἰσραήλ». 25 Αὐτὴ δὲ ἀφοῦ τὸν ἐπλησίασε, τὸν προσκυνοῦσε καὶ ἔλεγε, «Κύριε, βοήθησέ με». 26 Ἐκεῖνος τῆς ἀπεκρίθη, «Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ πάρω τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν καὶ νὰ τὸ ρίξω στὰ σκυλιά». 27 Αὐτὴ δὲ εἶπε, «Ναί, Κύριε, ἀλλὰ καὶ τὰ σκυλιὰ τρώγουν ἀπὸ τὰ ψίχουλα, ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τῶν κυρίων τους». 28 Τότε ὁ Ἰησοῦς τῆς ἀπεκρίθη, «Ὦ γυναῖκα, μεγάλη εἶναι ἡ πίστις σου· ἂς σοῦ γίνῃ ὅπως θέλεις». Καὶ ἐθεραπεύθηκε ἡ θυγατέρα της ἀπὸ τὴν ὥραν ἐκείνην.

Πολλοὶ θεραπεύονται

29 Καὶ ὅταν ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς, ἦλθε κοντὰ εἰς τὴν λίμνην τῆς Γαλιλαίας καὶ ἀνέβηκε στὸ ὄρος καὶ ἐκαθότανε ἐκεῖ. 30 Καὶ ἦλθε εἰς αὐτὸν πολὺς κόσμος ποὺ εἶχαν μαζί τους χωλούς, τυφλούς, βωβούς, κουλοὺς καὶ ἄλλους πολλοὺς καὶ τοὺς ἔρριξαν εἰς τὰ πόδια του καὶ τοὺς ἐθεράπευσε, 31 ὥστε ὁ κόσμος ἐθαύμαζε, ὅταν ἔβλεπε βωβοὺς νὰ μιλοῦν, κουλοὺς νὰ γίνωνται ὑγιεῖς, κουτσοὺς νὰ περπατοῦν καὶ τυφλοὺς νὰ βλέπουν. 32 Καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τοῦ Ἰσραήλ. Ὁ Ἰησοῦς τότε ἐκάλεσε τοὺς μαθητάς του καὶ τοὺς εἶπε, «Σπλαγχνίζομαι τὸν κόσμον, διότι ἐπὶ τρεῖς τώρα ἡμέρες παραμένουν κοντά μου καὶ δὲν ἔχουν τὶ νὰ φάγουν, καὶ νὰ τοὺς διαλύσω νηστικοὺς δὲν θέλω, μήπως ἀποκάμουν εἰς τὸν δρόμον». 33 Καῖ τοῦ λέγουν οἱ μαθηταί, «Ἀπὸ ποῦ νὰ πάρωμεν ἐδῶ εἰς τὴν ἔρημον τόσα ψωμιά, ὥστε νὰ χορτάσῃ τόσος πολὺς κόσμος;» 34 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς λέγει, «Πόσα ψωμιὰ ἔχετε;», αὐτοὶ δὲ εἶπαν, «Ἑπτὰ καὶ λίγα ψαράκια». 35 Καὶ ἀφοῦ διέταξε τὸν κόσμο νὰ πλαγιάσῃ εἰς τὴν γῆν, 36 ἐπῆρε τὰ ἑπτὰ ψωμιὰ καὶ τὰ ψάρια καὶ ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὸν Θεόν, τὰ ἔκοψε καὶ τὰ ἐμοίρασε εἰς τοὺς μαθητάς, οἱ δὲ μαθηταὶ εἰς τὸν κόσμον. 37 Καὶ ἔφαγαν ὅλοι καὶ ἐχόρτασαν καὶ ἐσήκωσαν τὰ κομμάτια ποὺ ἐπερίσσεψαν, ἑπτὰ γεμάτα καλάθια. 38 Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ ἔφαγαν, ἦσαν τέσσερις χιλιάδες ἄνδρες, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά. 39 Καὶ ἀφοῦ διάλυσε τὸν κόσμον ἐμπῆκε εἰς τὸ πλοιάριον καὶ ἦλθε εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Μαγδαλᾶ.

 

Κεφάλαιο 16

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀρνεῖται νὰ κάνει θαῦμα

 1 Καὶ ἦλθαν οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ Σαδδουκαῖοι καὶ τὸν παρεκάλεσαν, μὲ σκοπὸν νὰ τὸν πειράξουν, νὰ τοὺς δείξῃ ἕνα θαῦμα ἀπὸ τὸν οὐρανόν. 2 Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε, «Ὅταν βραδιάσῃ, λέτε, «Καλὸ καιρὸ θὰ ἔχωμε, διότι ὁ οὐρανὸς εἶναι ξανθοκόκκινος». 3 Καὶ τὸ πρωὶ λέτε, «Σήμερα θὰ ἔχωμε βροχή, διότι ὁ οὐρανὸς εἶναι ξανθοκόκκινος καὶ συννεφιασμένος». Ὑποκριταί, τὸ πρόσωπον τοῦ οὐρανοῦ ξέρετε νὰ τὸ διακρίνετε, τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν δὲν μπορεῖτε νὰ τὰ διακρίνετε; 4 Ἡ γενεὰ ἡ πονηρὴ καὶ ἡ μοιχαλὶς ζητεῖ θαῦμα, ἀλλὰ θαῦμα ἄλλο δὲν θὰ τῆς δοθῇ παρὰ τὸ θαῦμα τοῦ Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου». Καὶ τοὺς ἄφησε καὶ ἔφυγε.

Ἐπιτίμησις τῆς ὀλιγοπιστίας τῶν μαθητῶν

5 Ὅταν οἱ μαθηταὶ ἦλθαν εἰς τὴν ἀντικρυνὴν ὄχθην, ἐλησμόνησαν νὰ πάρουν ψωμιά. 6 Καὶ ὀ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Βλέπετε καὶ προσέχετε ἀπὸ τὸ προζύμι τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν Σαδδουκαίων». 7 Αὐτοὶ δὲ ἐσκέπτοντο μέσα τους καὶ ἔλεγαν, «Δὲν ἐπήραμε ψωμιά». 8 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τὸ ἀντελήφθη καὶ τοὺς εἶπε, «Τὶ σκέπτεσθε μέσα σας, ὀλιγόπιστοι, ὅτι δὲν ἐπήρατε ψωμιά; 9 Ἀκόμη δὲν καταλαβαίνετε οὔτε θυμᾶστε τὰ πέντε ψωμιὰ τῶν πέντε χιλιάδων ἀνθρώπων καὶ πόσα κοφίνια ἐπήρατε; 10 Οὔτε τὰ ἑπτὰ ψωμιὰ τῶν τεσσάρων χιλιάδων ἀνθρώπων καὶ πόσα καλάθια ἐπήρατε; 11 Πῶς δὲν καταλαβαίνετε ὅτι δὲν σᾶς ἐμίλησα γιὰ ψωμί, ἀλλὰ γιὰ νὰ προσέχετε ἀπὸ τὸ προζύμι τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν Σαδδουκαίων;». 12 Τότε ἐκατάλαβαν ὅτι δὲν τοὺς εἶπε νὰ προσέχουν ἀπὸ τὸ προζύμι, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν διδασκαλίαν τῶν Σαδδουκαίων.

Ὁ Πέτρος ὁμολογεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός

13 Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἦλθε εἰς τὰ μέρη τῆς Καισαρείας τοῦ Φιλίππου, ἐρωτοῦσε τοὺς μαθητάς του, «Ποιὸς, λέγουν οἱ ἄνθρωποι, ὅτι εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου;». 14 Αὐτοὶ δὲ ἀπήντησαν, «Μερικοὶ λέγουν ὅτι εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ἄλλοι ὁ Ἠλίας, καὶ ἄλλοι ὁ Ἱερεμίας ἢ ἕνας ἀπὸ τοὺς προφῆτας». 15 Λέγει εἰς αὐτούς, «Σεῖς, ποιὸς λέτε ὅτι εἶμαι;». 16 Ὁ Σίμων Πέτρος ἀπεκρίθη, «Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ». 17 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Μακάριος εἶσαι, Σίμων υἱὲ τοῦ Ἰωνᾶ, διότι ἄνθρωπος δὲν σοῦ τὸ ἀπεκάλυψε αὐτό, ἀλλὰ ὁ Πατέρας μου ὁ οὐράνιος. 18 Καὶ ἐγὼ σοῦ λέγω, Σὺ εἶσαι ὁ Πέτρος καὶ ἐπάνω εἰς τὴν πέτραν αὐτὴν θὰ οἰκοδομήσω τὴν ἐκκλησίαν μου καὶ αἱ πύλαι τοῦ Ἅδη δὲν θὰ τὴν καταβάλουν. 19 Καὶ θὰ σοῦ δώσω τὰ κλειδιὰ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ ὅ,τι δέσῃς εἰς τὴν γῆν, θὰ εἶναι δεμένο εἰς τοὺς οὐρανούς. Καὶ ὅτι λύσῃς εἰς τὴν γῆν, θὰ εἶναι λυμένο εἰς τοὺς οὐρανοὺς». 20 Τότε αὐστηρῶς διέταξε τοὺς μαθητάς του νὰ μὴν ποῦν σὲ κανέναν ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς προλέγει τὸν θάνατον καὶ τὴν ἀνάστασίν του

21 Ἀπὸ τότε ἄρχισε ὁ Ἰησοῦς νὰ δείχνῃ εἰς τοὺς μαθητάς του, ὅτι πρέπει νὰ ὑπάγῃ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ πολλὰ νὰ πάθῃ ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς καὶ νὰ θανατωθῇ καὶ κατὰ τὴν τρίτην ἡμέραν νὰ ἀναστηθῇ. 22 Καὶ ὁ Πέτρος, ἀφοῦ τὸν ἐπῆρε ἰδιαιτέρως, ἄρχισε νὰ τοῦ μιλῇ εἰς σοβαρὸν τόνον καὶ νὰ τοῦ λέγῃ, «Ὁ Θεὸς θὰ σοῦ φανῇ σπλαγχνικός, Κύριε, ὥστε νὰ μὴν σοῦ συμβῇ τοῦτο». 23 Αὐτὸς δὲ ἐστράφη εἰς τὸν Πέτρον καὶ εἶπε, «Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ· μοῦ εἶσαι σκάνδαλον, διότι δὲν σκέπτεσαι τὰ ἀρεστὰ εἰς τὸν Θεὸν ἀλλὰ τὰ ἀρεστὰ εἰς τοὺς ἀνθρώπους».

Κλήση πρὸς αὐταπάρνηση

24 Τότε εἶπε ὁ Ἰησοῦς εἰς τοὺς μαθητάς του, «Ἐὰν κανεὶς θέλῃ νὰ μὲ ἀκολουθήσῃ, ἂς ἀπαρνηθῇ τὸν ἑαυτόν του καὶ ἂς σηκώσῃ τὸν σταυρόν του καὶ ἂς μὲ ἀκολουθήσῃ. 25 Διότι ὅποιος θέλει νὰ σώσῃ τὴν ζωήν του, αὐτὸς θὰ τὴν χάσῃ. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ θὰ χάσῃ τὴν ζωήν του ἐξ αἰτίας μου, αὐτὸς θὰ τὴν βρῇ. 26 Διότι τὶ ἔχει νὰ ὠφεληθῇ ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν κερδίσῃ τὸν κόσμον ὅλον, ζημιωθῇ δὲ τὴν ψυχήν του; Ἢ τὶ εἶναι δυνατὸν νὰ δώσῃ ὁ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχής του; 27 Διότι μέλλει νὰ ἔλθῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μέσα εἰς τὴν δόξαν τοῦ Πατέρα του μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους του καὶ τότε θὰ ἀνταμείψῃ καθένα σύμφωνα μὲ ὅ,τι ἔκανε. 28 Σᾶς βεβαιῶ, ὅτι ὑπάρχουν μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ στέκονται ἐδῶ, οἱ ὁποίοι δὲν θὰ γευθοῦν τὸν θάνατον, ἕως ὅτου ἰδοῦν τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἔρχεται εἰς τὴν βασιλείαν του».

 

Κεφάλαιο 17

Ἡ Μεταμόρφωσις

1 Ὕστερα ἀπὸ ἕξι ἡμέρες, παίρνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην, τὸν ἀδελφόν του, καὶ τοὺς ἀνεβάζει σὲ ἕνα ψηλὸ βουνὸ ἰδιαιτέρως. 2 Καὶ μεταμορφώθηκε μπροστά τους καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπόν του ὅπως ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἐνδύματά του ἔγιναν ἄσπρα σὰν τὸ φῶς. 3 Καὶ ἐμφανίσθηκαν εἰς αὐτοὺς ὁ Μωϋσὴς καὶ ὁ Ἠλίας, οἱ ὁποίοι συνωμιλοῦσαν μαζί του. 4 Τότε ελαβε τὸν λόγον ὁ Πέτρος καὶ εἶπε εἰς τὸν Ἰησοῦν, «Κύριε, καλὸν εἶναι νὰ μείνωμε ἐδῶ. Ἐὰν θέλεις, ἂς κάνωμεν ἐδῶ τρεῖς σκηνές, μίαν γιὰ σένα, μίαν διὰ τὸν Μωϋσὴν καὶ μίαν διὰ τὸν Ἠλίαν». 5 Ἐνῷ αὐτὸς ἀκόμη ἐμιλοῦσε, ἕνα σύννεφο φωτεινὸ τοὺς ἐσκίασε καὶ μία φωνὴ ἀπὸ τὸ σύννεφο ἔλεγε, «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, εἰς τὸν ὁποῖον εὐαρεστοῦμαι. Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε». 6 Καὶ ὅταν ἄκουσαν οἱ μαθηταί, ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπόν τους εἰς τὴν γῆν καὶ ἐφοβήθηκαν πολύ. 7 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀφοῦ τοὺς ἐπλησίασε, τοὺς ἄγγιξε καὶ εἶπε, «Σηκωθεῖτε καὶ μὴ φοβᾶσθε». 8 Ὅταν δὲ ἐσήκωσαν τὰ μάτια τους δὲν εἶδαν κανένα παρὰ μόνον τὸν Ἰησοῦν. 9 Καὶ ἐνῷ κατέβαιναν ἀπὸ τὸ βουνό, ὁ Ἰησοῦς τοὺς διέταξε, «Μὴν πῆτε σὲ κανένα τὸ ὅραμα, ἕως ὅτου ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀναστηθῇ ἐκ τῶν νεκρῶν». 10 Καὶ τὸν ἐρώτησαν οἱ μαθηταί, «Γιατὶ λοιπὸν λέγουν οἱ γραμματεῖς ὅτι πρέπει νὰ ἔλθῃ πρῶτα ὁ Ἠλίας;». 11 Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη, «Ὁ Ἠλίας μὲν ἔρχεται πρῶτα καὶ θὰ βάλῃ ὅλα σὲ τάξιν. 12 Σᾶς λέγω ὅμως, ὅτι ὁ Ἠλίας ἤδη ἦλθε καὶ δὲν τὸν ἀνεγνώρισαν ἀλλὰ τοῦ ἔκαναν ὅ,τι ἤθελαν. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μέλλει νὰ πάθῃ ἀπὸ αὐτοὺς». 13 Τότε κατάλαβαν οἱ μαθηταὶ ὅτι τοὺς ἐμίλησε γιὰ τὸν Ἰωάννην τὸν Βαπτιστήν.

Θεραπεία ἑνὸς σεληνιαζομένου παιδιοῦ

14 Καὶ ὅταν ἦλθαν πρὸς τὸ πλῆθος, τὸν ἐπλησίασε ἕνας καί, γονατιστός, 15 τοῦ ἔλεγε, «Κύριε, ἐλέησε τὸ παιδί μου, διότι σεληνιάζεται καὶ ὑποφέρει πολύ. Πολλὲς φορὲς πέφτει στὴ φωτιὰ καὶ πολλὲς φορὲς στὸ νερό. 16 Καὶ τὸν ἔφερα εἰς τοὺς μαθητάς σου ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν θεραπεύσουν». 17 Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπε, «Ὦ γενεὰ ἄπιστη καὶ διεστραμμένη, ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας; Ἕως πότε θὰ σᾶς ἀνέχωμαι; 18 Φέρετέ μου αὐτὸν ἐδῶ». Καὶ ἐπέπληξε αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐβγῆκε ἀπὸ αὐτὸν τὸ δαιμόνιον καὶ ἐθεραπεύθηκε τὸ παιδὶ ἀπὸ τὴν ὥραν ἐκείνην. 19 Τότε ἦλθαν οἱ μαθηταὶ εἰς τὸν Ἰησοῦν ἰδιαιτέρως καὶ τοῦ εἶπαν, «Γιατὶ ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νὰ τὸ βγάλωμε;». 20 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Ἐξ αἰτίας τῆς ἀπιστίας σας. Σᾶς βεβαιῶ, ἐὰν ἔχετε πίστιν σὰν τὸν σπόρο τοῦ σιναπιοῦ θὰ πῆτε εἰς τὸ βουνὸ αὐτό, «Μετατοπίσου ἀπὸ ἐδῶ ἐκεῖ», καὶ θὰ μετατοπισθῇ καὶ τίποτε δὲν θᾶ σᾶς εἶναι ἀδύνατον. 21 Τοῦτο δὲ τὸ γεγονὸς δὲν βγαίναι παρὰ μόνο μὲ προσευχὴν καὶ νηστείαν».

Ὁ Ἰησοῦς καὶ πάλι προλέγει τὸν θάνατόν του

22 Ὅταν δὲ περιεφέροντο εἰς τὴν Γαλιλαίαν, τοὺς εἶπεν ὁ Ἰησοῦς, «Ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μέλλει νὰ παραδοθῇ σὲ χέρια ἀνθρώπων. 23 Καὶ θὰ τὸν φονεύσουν καὶ κατὰ τὴν τρίτην ἡμέραν θὰ αναστηθῇ». Καὶ ἐλυπήθηκαν πάρα πολύ.

Ὁ Ἰησοῦς πληρώνει τὸν φόρον

24 Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὴν Καπερναούμ, ἦλθαν εἰς τὸν Πέτρον ἐκείνοι ποὺ εἰσέπρατταν τὰ δίδραχμα, καὶ εἶπαν, «Ὀ διδάσκαλός σας δὲν πληρώνει τὰ δίδραχμα;». Λέγει, «Ναί». 25 Καὶ ὅταν ἦλθε εἰς τὸ σπίτι, τὸν ἐπρόλαβε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε, «Τὶ φρονεῖς Σίμων; Οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς ἀπὸ ποιούς παίρνουν δασμοὺς ἢ φόρον; Ἀπὸ τὰ παιδιά τους ἢ ἀπὸ ξένους;». 26 Ὁ Πέτρος τοῦ λέγει, «Ἀπὸ τοὺς ξένους». Εἶπε εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς, «Ἑπομένως τὰ παιδιὰ εἶναι ἐλεύθερα. 27 Ἀλλὰ διὰ νὰ μὴν τοὺς σκανδαλίσωμεν, πήγαινε εἰς τὴν θάλασσαν, ρίξε τὸ ἀγκίστρι καὶ πάρε τὸ πρῶτο ψάρι, ποὺ θὰ ἀνέβει· ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ θὰ βρῇς ἕνα τετράδραχμον. Πάρε το καὶ δῶσε τούς το γιὰ μένα καὶ γιὰ σένα».

 

Κεφάλαιο 18

Μάθημα ταπεινοφροσύνης

1 Ἐκείνην τὴν ὥραν ἦλθαν οἱ μαθηταὶ εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ τοῦ εἶπαν, «Ποιὸς ἆραγε θὰ εἶναι ὁ μεγαλύτερος εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν;». 2 Καὶ ἀφοῦ προσκάλεσε ἕνα παιδί, τὸ ἔβαλε ἀνάμεσά τους καὶ εἶπε, 3 «Σᾶς βεβαιῶ ὅτι, ἐὰν δὲν μετανοήσετε καὶ δὲν γίνετε σὰν τὰ παιδιά, δὲν θὰ μπῆτε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. 4 Ἐκεῖνος, ποὺ θὰ ταπεινώσῃ τὸν ἑαυτόν του σὰν τοῦτο τὸ παιδί, αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ μεγαλύτερος εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. 5 Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ θὰ δεχθῇ ἕνα τέτοιο παιδὶ εἰς τὸ ὄνομά μου, ἐμὲ δέχεται».

Δι’ ὅσους γίνονται πρόσκομμα εἰς τοὺς ἄλλους

6 «Ἐκεῖνος, ποὺ θὰ σκανδαλίσῃ ἕναν ἀπὸ τοὺς μικροὺς τούτους, ποὺ πιστεύουν σὲ ἐμέ, τὸν συμφέρει νὰ κρεμασθῇ ἀπὸ τὸν λαιμόν του μιὰ μυλόπετρα καὶ νὰ καταποντισθῇ εἰς τὰ βάθη τῆς θαλάσσης. 7 Ἀλλοίμονον εἰς τὸν κόσμον διὰ τὰ σκάνδαλα. Εἶναι βέβαια ἀνάγκη νὰ ἔλθουν τὰ σκάνδαλα. Ἀλλὰ ἀλλοίμονον εἰς τὸν ἄνθρωπον, διὰ τοῦ ὁποίου ἔρχεται τὸ σκάνδαλον. 8 Ἐὰν τὸ χέρι σου ἢ τὸ πόδι σου σὲ σκανδαλίζῃ, κόψε το καὶ ρίξε το μακρυά. Εἶναι καλύτερα γιὰ σένα νὰ μπῇς εἰς τὴν ζωὴν κουλὸς ἢ κουτσὸς παρὰ νὰ ἔχῃς δύο χέρια ἢ δύο πόδια καὶ νὰ σὲ ρίξουν στὴν αἰωνία φωτιά. 9 Καὶ ἐὰν τὸ μάτι σου σὲ σκανδαλίζῃ, βγάλε το καὶ ρίξε το μακρυά. Εἶναι καλύτερα γιὰ σένα νὰ μπῇς μονόφθαλμος εἰς τὴν ζωὴν παρὰ νὰ ἔχῃς δύο μάτια καὶ νὰ σὲ ρίξουν εἰς τὴν πύρινην γέενναν. 10 Προσέχετε νὰ μὴν περιφρονήσετε κανένα ἀπὸ τοὺς μικροὺς τούτους. Διότι σᾶς λέγω, ὅτι οἱ ἄγγελοί τους, εἰς τοὺς οὐρανούς, βλέπουν πάντοτε τὸ πρόσωπον τοῦ Πατέρα μου ποὺ εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς. 11 Ἦλθε βέβαια ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ σώσῃ τὸ ἀπολωλός».

Ἡ παραβολὴ τοῦ χαμένου προβάτου

12 «Τὶ νομίζετε; Ἐὰν ἕνας ἄνθρωπος ἔχῃ ἑκατὸ πρόβατα καὶ χαθῇ ἕνα ἀπὸ αὐτά, δὲν θὰ ἀφήσῃ τὰ ἐνενῆντα ἐννέα εἰς τὰ βουνὰ καὶ θὰ τρέξῃ νὰ ζητήσῃ τὸ χαμένο; 13 Καὶ ἐὰν συμβῇ νὰ τὸ βρῇ, σᾶς βεβαιῶ χαίρει περισσότερον γι’ αὐτὸ παρὰ γιὰ τὰ ἐνενῆντα ἐννέα, τὰ ὁποῖα δὲν εἶχαν χαθῇ. 14 Κατὰ παρόμοιον τρόπον, δὲν εἶναι θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατέρα σας, νὰ χαθῇ ἕνας ἀπὸ τούτους τοὺς μικρούς».

Πῶς νὰ φερόμαστε πρὸς ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἁμαρτήσει

15 «Ἐὰν ὁ ἀδελφός σου ἁμαρτήσῃ, πήγαινε καὶ ἔλεγξέ τον, ὅταν θὰ εἶσθε οἱ δύο σας μόνοι. Ἐὰν σὲ ἀκούσῃ, τότε ἐκέρδισες τὸν ἀδελφόν σου. 16 Ἐὰν δὲν σὲ ἀκούσῃ, τότε πάρε μαζί σου ἀκόμη ἕνα ἢ δύο, διὰ νὰ πιστοποιηθῇ κάθε πρᾶγμα ἀπὸ τὸ στόμα δύο ἢ τριῶν μαρτύρων. 17 Ἐὰν ὅμως δὲν τοὺς ἀκούσῃ, τότε νὰ τὸ πῇς εἰς τὴν ἐκκλησίαν· ἐὰν δὲ καὶ τὴν ἐκκλησίαν δὲν ἀκούσῃ, τότε νὰ τὸν θεωρῇς ὡς ἐθνικὸν ἢ τελώνην. 18 Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι ὅσα δέσετε εἰς τὴν γῆν, θὰ εἶναι δεμένα εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ὅσα λύσετε εἰς τὴν γῆν, θὰ εἶναι λυμένα εἰς τὸν οὐρανόν».

Συμπροσευχή

19 «Ἐπίσης σᾶς λέγω, ὅτι ἐὰν δύο ἀπὸ σᾶς, εἰς τὴν γῆν, συμφωνήσουν νὰ ζητήσουν οἱονδήποτε πρᾶγμα, θὰ τοὺς γίνῃ ἀπὸ τὸν Πατέρα μου τὸν ἐπουράνιον. 20 Διότι ὅπου εἶναι δύο ἢ τρεῖς συγκεντρωμένοι εἰς τὸ ὄνομά μου, ἐκεῖ εἶμαι ἀνάμεσά τους».

Τὸ καθῆκον τῆς συγγνώμης καὶ ἡ παραβολὴ τοῦ ἀγνώμονος δούλου

21 Τότε ἐπλησίασε ὁ Πέτρος καὶ τοῦ εἶπε, «Κύριε, πόσες φορὲς νὰ συγχωρήσω τὸν ἀδελφόν μου, ἐὰν ἐξακολουθῇ νὰ μοῦ κάνῃ κακό; Ἕως ἑπτὰ φορές;». 22 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς, «Δὲν σοῦ λέγω ἕως ἑπτὰ φορές, ἀλλὰ ἕως ἑβδομῆντα φορὲς τὸ ἑπτά. 23 Διὰ τοῦτο μοιάζει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μὲ ἕνα βασιλέα, ὁ ὁποῖος ἠθέλησε νὰ λογαριασθῇ μὲ τοὺς δούλους του. 24 Ὅταν δὲ ἄρχισε νὰ λογαριάζεται, τοῦ ἔφεραν ἕναν ποὺ χρωστοῦσε δέκα χιλιάδες τάλαντα. 25 Ἐπειδὴ δὲ αὐτὸς δὲν εἶχε νὰ τὰ πληρώσῃ, διέταξε ὁ κύριός του νὰ πωληθῇ αὐτὸς καὶ ἡ γυναῖκα του καὶ τὰ παιδιά του καὶ ὅλα ὅσα εἶχε καὶ νὰ ἐπιστραφοῦν τὰ ὀφειλόμενα. 26 Τότε ἔπεσε ὁ δοῦλος εἰς τὰ πόδια του καὶ τοῦ ἔλεγε, «Κύριε, κάνε ὑπομονὴ καὶ ὅλα θὰ σοῦ τὰ ἐπιστρέψω». 27 Καὶ ὁ κύριος τοῦ δούλου τὸν σπλαγχνίσθηκε, τὸν ἄφησε ἐλεύθερον καὶ τοῦ ἐχάρισε τὸ χρέος. 28 Μόλις ἐβγῆκε ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, συνήντησε ἕνα ἀπὸ τοὺς συνδούλους του, ποὺ τοῦ χρωστοῦσε ἑκατὸ δηνάρια. Καὶ τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸν λαιμὸ καὶ τοῦ ἔλεγε, «Δός μου ὅσα μοῦ χρωστᾶς». 29 Ὁ δὲ σύνδουλός του ἔπεσε εἰς τὰ πόδια του καὶ τὸν παρακαλοῦσε λέγων, «Κάνε ὑπομονὴ καὶ θὰ σοῦ τὰ ἐπιστρέψω». 30 Αὐτὸς ὅμως δὲν ἤθελε, ἀλλὰ ἐπῆγε καὶ τὸν ἔβαλε εἰς τὴν φυλακὴν ἕως ὅτου ἐπιστρέψῃ τὰ ὀφειλόμενα. 31 Ὅταν οἱ σύνδουλοί του εἶδαν ὅτι συνέβη, ἐλυπήθηκαν πάρα πολὺ καὶ ἦλθαν καὶ ἐξήγησαν εἰς τὸν κύριόν τους ὅλα ὅσα εἶχαν συμβῇ. 32 Τότε ὁ κύριός του τὸν ἐκάλεσε καὶ τοῦ λέει, «Δοῦλε, πονηρέ, ὅλο τὸ χρέος ἐκεῖνο σοῦ τὸ ἐχάρισα, διότι μὲ παρεκάλεσες. 33 Δὲν ἔπρεπε καὶ σὺ νὰ ἐλεήσῃς τὸν σύνδουλό σου, ὅπως καὶ ἐγὼ σὲ ἐλέησα;». 34 Καὶ ὠργισμένος ὁ κύριός του τὸν παρέδωκε εἰς τοὺς βασανιστάς, ἕως ὅτου ἐπιστρέψῃ ὅλα ὅσα τοῦ χρωστοῦσε. 35 Ἐτσι καὶ ὁ Πατέρας μου ὁ οὐράνιος θὰ σᾶς συμπεριφερθῇ, ἐὰν ὁ καθένας σας δὲν συγχωρῇ τὸν ἀδελφόν του μὲ ὅλην σας τὴν καρδιά».

 

Κεφάλαιο 19

Περὶ διαζυγίου

1 Καὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐτελείωσε τοὺς λόγους αὐτούς, ἔφυγε ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν καὶ ἦλθε εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Ἰουδαίας πέρα ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην. 2 Τὸν ἀκολούθησε δὲ πολὺς κόσμος καὶ τοὺς ἐθεράπευσεν ἐκεῖ. 3 Καὶ ἦλθαν εἰς αὐτὸν οἱ Φαρισαῖοι, μὲ σκοπὸν νὰ τὸν πειράξουν, καὶ τοῦ εἶπαν, «Ἐπιτρέπεται νὰ χωρίζῃ κανεὶς τὴν γυναῖκα του διὰ κάθε αἰτίαν;» 4 Αὐτὸς τοὺς ἀπεκρίθη, «Δὲν ἐδιαβάσατε ὅτι ὁ Δημιουργὸς ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τοὺς ἐδημιούργησε ἄνδρες καὶ γυναῖκες, καὶ εἶπε, 5 «Διὰ τοῦτο ὁ ἄνθρωπος θὰ ἐγκαταλείψῃ τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα καὶ θὰ προσκολληθῇ εἰς τὴν γυναῖκα του, καὶ οἱ δύο θὰ γίνουν μία σάρκα;». 6 Ὥστε δὲν εἶναι πλέον δύο ἀλλὰ μία σάρκα. Ἐκεῖνο, λοιπόν, ποὺ ὁ Θεὸς ἕνωσε, ὁ ἄνθρωπος ἂς μὴ τὸ χωρίζῃ». 7 «Γιατὶ λοιπόν», τοῦ λέγουν, «ὁ Μωϋσὴς διέταξε νὰ δίδουν ἕνα ἔγγραφον διαζυγίου καὶ νὰ χωρίζουν;» 8 Αὐτὸς τοὺς λέγει, «Ὁ Μωϋσὴς ἐξ αἰτίας τῆς σκληροκαρδίας σας, σᾶς ἐπέτρεψε νὰ χωρίζετε τὶς γυναῖκες σας, ἀλλὰ δὲν ἦτο ἔτσι ἀπὸ τὴν ἀρχήν. 9 Σᾶς λέγω δέ, ὅτι ἐκεῖνος, ποὺ θὰ χωρίσῃ τὴν γυναῖκα του, ἐκτὸς ἔνεκα πορνείας, καὶ νυμφευθῇ ἄλλην, αὐτὸς διαπράττει μοιχείαν». 10 Οἱ μαθηταὶ τοῦ λέγουν, «Ἐὰν ἔτσι ἔχῃ τὸ πρᾶγμα μεταξὺ τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, δὲν συμφέρει νὰ ἔλθῃ κανεὶς εἰς γάμο». 11 Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε, «Δὲν εἶναι ὅλοι εἰς θέσιν νὰ δεχθοῦν τὸν λόγον αὐτόν, ἀλλὰ ἐκείνοι εἰς τοὺς ὁποίους ἔχει δοθῇ. 12 Διότι ὑπάρχουν εὐνοῦχοι, οἱ ὁποίοι ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας τους ἐγεννήθηκαν ἔτσι. Καὶ ὑπάρχουν εὐνοῦχοι, οἱ ὁποίοι ἔγιναν εὐνοῦχοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ὑπάρχουν εὐνοῦχοι, οἱ ὁποίοι μόνοι τους ἔγιναν εὐνοῦχοι διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Ὅποιος μπορεῖ νὰ τὸ δεχθῇ, ἂς τὸ δεχθῇ».

Ὁ Ἰησοῦς εὐλογεῖ τὰ μικρὰ παιδιά

13 Τότε τοῦ ἔφεραν μερικὰ παιδιά, διὰ νὰ βάλῃ τὰ χέρια ἐπάνω τους καὶ προσευχηθῇ. 14 Οἱ δὲ μαθηταὶ τοὺς ἐπέπληξαν. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοὺς εἶπε, «Ἀφῆστε τὰ παιδιὰ καὶ μὴν τὰ ἐμποδίζετε νὰ ἔλθουν σ’ ἐμέ, διότι σὲ τέτοιους ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». 15 Καὶ ἀφοῦ ἔβαλε τὰ χέρια ἐπάνω τους, ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ.

Ἕνας πλούσιος νέος ζητεῖ τὴν αἰώνιον ζωήν

16 Ἕνας τὸν ἐπλησίασε καὶ τοῦ εἶπε, “Διδάσκαλε ἀγαθέ, τὶ καλὸ πρέπει νὰ κάνω διὰ νὰ ἔχω αἰώνιον ζωήν;”. 17 Αὐτὸς δὲ τοῦ εἶπε, «Γιατὶ μὲ λὲς ἀγαθόν; Κανεὶς δὲν εἶναι ἀγαθὸς παρὰ ἕνας, ὁ Θεός. Ἐὰν θέλῃς νὰ μπῇς εἰς τὴν ζωήν, φύλαγε τὰς ἐντολάς». 18 Λέγει εἰς αὐτόν, «Ποιες;». Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπήντησε, «Τὸ Να μὴν φονεύσῃς, Νὰ μὴν μοιχεύσῃς, Νὰ μὴν κλέψῃς, Νὰ μὴν ψευδομαρτυρήσῃς, 19 Νὰ τιμᾷς τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, καί, Νὰ ἀγαπᾷς τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτόν σου». 20 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ νέος, «Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐφύλαξα ἀπὸ τὴ νεότητά μου. Εἰς τὶ ἀκόμη ὑστερῶ;». 21 Τότε τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς, «Ἐὰν θέλῃς νὰ εἶσαι τέλειος, πήγαινε καὶ πούλησε ὅσα ἔχεις καὶ μοίρασέ τα εἰς τοὺς πτωχούς, καὶ θὰ ἔχῃς θησαυρὸν εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἔλα ἀκολούθει με». 22 Ὅταν ὁ νέος ἄκουσε τὰ λόγια αὐτά, ἔφυγε λυπημένος διότι εἶχε πολλὰ κτήματα.

Τὰ μειονεκτήματα τοῦ πλούτου

23 Ὁ Ἰησοῦς εἶπε τότε εἰς τοὺς μαθητάς του, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι δύσκολα πλούσιος ἄνθρωπος θὰ μπῇ εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. 24 Πάλιν σᾶς λέγω, ὅτι εἶναι εὐκολώτερον νὰ περάσῃ μία καμήλα ἀπὸ τὴν τρύπα μιᾶς βελόνας παρὰ πλούσιος νὰ μπῇ εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». 25 Ὄταν τὸ ἄκουσαν οἱ μαθηταί, ἐδοκίμασαν μεγάλην ἔκλπηξιν καὶ ἔλεγαν, «Ποιὸς λοιπὸν εἶναι δυνατὸν νὰ σωθῇ;». 26 Ὁ Ἰησοῦς ἀφοῦ τοὺς ἐκύτταξε κατὰ πρόσωπον, τοὺς εἶπε, «Εἰς τοὺς ἀνθρώπους τοῦτο εἶναι ἀδύνατον, ἀλλὰ εἰς τὸν Θεὸν ὅλα εἶναι δυνατά». 27 Τότε ἔλαβε τὸν λόγον ὁ Πέτρος καὶ τοῦ εἶπε, «Νὰ, ἐμεῖς ποὺ ἀφήκαμε ὅλα καὶ σὲ ἀκολουθήσαμε· τὶ λοιπὸν θὰ ἀπολαύσωμεν;». 28 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι σεῖς, οἱ ὁποίοι μὲ ἀκολουθήσατε, ὅταν ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ καθήσῃ εἰς τὸν θρόνον τῆς δόξης του εἰς τὴν Νέαν Δημιουργίαν, θὰ καθήσετε καὶ σεῖς σὲ δώδεκα θρόνους, διὰ νὰ κρίνετε τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ. 29 Καὶ καθένας ποὺ ἀφῆκε σπίτια ἢ ἀδελφούς ἢ ἀδελφές ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ παιδιά ἢ χωράφια διὰ τὸ ὄνομά μου, θὰ πάρῃ ἑκατὸ φορὲς περισσότερα καὶ θὰ κληρονομήσῃ ζωὴν αἰώνιον. 30 Πολλοὶ δέ, οἱ ὁποίοι εἶναι πρῶτοι, θὰ γίνουν τελευταῖοι, καὶ ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι τελευταῖοι, θᾶ γίνουν πρῶτοι».

 

Κεφάλαιο 20

Ἡ παραβολὴ τῶν ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος

1 «Διότι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μοιάζει μὲ ἄνθρωπον οἰκοδεσπότην, ὁ ὁποῖος μόλις ἐξημέρωσε, ἐπῆγε νὰ μισθώσῃ ἐργάτας διὰ τὸ ἀμπέλι του. 2 Ἀφοῦ δὲ συμφώνησε μὲ τοὺς ἐργάτας ἀπὸ ἕνα δηνάριον τὴν ἡμέραν, τοὺς ἔστειλε στὸ ἀμπέλι του. 3 Καὶ ὅταν ἐβγῆκε περὶ τὴν τρίτην ὥραν, εἶδε ἄλλους νὰ στέκωνται εἰς τὴν ἀγορὰν χωρὶς δουλειά. 4 Καὶ εἰς ἐκείνους εἶπε, «Πηγαίνετε καὶ ἐσεῖς στὸ ἀμπέλι καὶ ὅ,τι εἶναι σωστὸ θὰ σᾶς δώσω». Ἐπῆγαν καὶ ἐκείνοι. 5 Πάλιν ὅταν ἐβγῆκε κατὰ τὴν ἕκτην καὶ τὴν ἐνάτην ὥραν, ἔκανε τὸ ἴδιο. 6 Ὅταν ἐβγῆκε κατὰ τὴν ἑνδεκάτην ὥραν, εὑρῆκε ἄλλους νὰ στέκωνται χωρὶς δουλειὰ καὶ τοὺς λέγει, «Γιατὶ στέκεσθε ἐδῶ ὅλην τὴν ἡμέραν χωρὶς δουλειά;» 7 Λέγουν σ’ αὐτόν, «Διότι κανένας δὲν μᾶς ἐμίσθωσε». Καὶ αὐτὸς τοὺς λέγει, «Πηγαίνετε καὶ σεῖς στὸ ἀμπέλι καὶ θὰ πάρετε ὅ,τι εἶναι σωστό». 8 Ὅταν ἐβράδιασε λέγει ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ἀμπελιοῦ εἰς τὸν ἐπίτροπόν του, «Φώναξε τοὺς ἐργάτας καὶ δῶσε τους τὸ ἡμερομίσθιον, ἀφοῦ ἀρχίσῃς ἀπὸ τοὺς τελευταίους μέχρι τῶν πρώτων». 9 Ὅταν ἦλθαν ἐκείνοι, ποὺ τοὺς προσέλαβε κατὰ τὴν ἑνδεκάτην ὥραν, ἐπῆραν ἀπὸ ἕνα δηνάριον. 10 Ὅταν ὴλθαν οἱ πρῶτοι, ἐνόμισαν ὅτι θὰ πάρουν περισσότερα, ἀλλὰ ἐπῆραν καὶ αὐτοὶ ἀπὸ ἕνα δηνάριον. 11 Καὶ ὅταν τὸ ἐπῆραν, παρεπονοῦντο κατὰ τοῦ οἰκοδεσπότου καὶ ἔλεγαν, 12 «Αὐτοὶ οἱ τελευταίοι ἐργάσθηκαν μίαν ὥραν καὶ τοὺς ἔκανες ἴσους μ’ ἐμᾶς, ποὺ ἐβαστάξαμε τὸ βάρος τὴς ἡμέρας καὶ τὴν ζέστη». 13 Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη εἰς ἕνα ἀπὸ αὐτούς, «Φίλε, δὲν σὲ ἀδικῶ. Δὲν συμφώνησες μαζί μου ἕνα δηνάριον; 14 Πάρε ὅ,τι συμφωνήσαμε καὶ φύγε· ἐγὼ θέλω σὲ τοῦτον τὸν τελευταῖον νὰ δὠσω ὅσα καὶ σὲ σένα. 15 Δὲν ἔχω δικαίωμα νὰ κάνω μὲ τὴν περιουσίαν μου ὅ,τι θέλω; Ἢ εἶναι πονηρὸ τὸ μάτι σου, ἐπειδὴ ἐγὼ εἶμαι καλός;» 16 Ἔτσι οἱ τελευταῖοι θὰ γίνουν πρῶτοι, καὶ οἱ πρῶτοι τελευταῖοι. Πολλοὶ εἶναι οἱ καλεσμένοι, ὀλίγοι ὅμως εἶναι οἱ ἐκλεκτοί».

Γιὰ τρίτην φορὰ ὁ Ἰησοῦς προλέγει τὸν θάνατόν του

17 Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐπρόκειτο νὰ ἀνεβῇ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἐπῆρε ἰδιαιτέρως τοὺς δώδεκα καὶ εἰς τὸν δρόμον τοὺς εἶπε, 18 «Ἰδού, ἀνεβαίνομεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ παραδοθῇ εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς καὶ θὰ τὸν καταδικάσουν εἰς θάνατον. 19 Καὶ θὰ τὸν παραδώσουν εἰς τοὺς ἐθνικοὺς διὰ νὰ τὸν ἐμπαίξουν καὶ νὰ τὸν μαστιγώσουν καὶ νὰ τὸν σταυρώσουν. Ἀλλὰ τὴν τρίτην ἡμέραν θὰ ἀναστηθῇ».

Αἴτησις δι’ ἐγκόσμιον δόξαν 

20 Τότε τὸν ἐπλησίασε ἡ μητέρα τῶν υἱῶν τοῦ Ζεβεδαίου μαζὶ μὲ τοὺς υἱούς της, καὶ ἔπεσε εἰς τὰ πόδια του καὶ ἤθελε νὰ τοῦ ζητήσῃ κάτι. 21 Αὐτὸς δὲ τῆς εἶπε, «Τὶ θέλεις;». Αὐτὴ τοῦ λέγει, «Διέταξε νὰ καθήσουν τὰ δυό μου παιδιά, τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δεξιὰ καὶ τὸ ἄλλο ἀπὸ τὰ ἀριστερά σου, κατὰ τὴν βασιλείαν σου». 22 Ὁ Ἰησοῦς τῆς ἀπεκρίθη, «Δὲν ξέρετε τὶ ζητᾶτε. Μπορεῖτε νὰ πιῆτε ἀπὸ τὸ ποτῆρι, τὸ ὁποῖον ἐγὼ θὰ πιῶ; Ἢ νὰ βαπτισθῆτε τὸ βάπτισμα, τὸ ὁποῖον ἐγὼ θὰ βαπτισθῶ;». Λέγουν εἰς αὐτόν, «Μποροῦμε». 23 Αὐτὸς λέγει, «Τὸ μὲν ποτῆρι μου θὰ τὸ πιῆτε καὶ θὰ βαπτισθῆτε τὸ βάπτισμα, τὸ ὁποῖον ἐγὼ θὰ βαπτισθῶ, τὸ νὰ σᾶς βάλω ὅμως νὰ καθήσετε εἰς τὰ δεξιά μου καὶ εἰς τὰ ἀριστερά μου δὲν ἔχω δικαίωμα νὰ τὸ δώσω, ἀλλὰ θὰ δοθῇ εἰς ἐκείνους, διὰ τοὺς ὁποίους ἔχει ἑτοιμασθῆ ἀπὸ τὸν Πατέρα μου». 24 Καὶ ὅταν ἄκουσαν οἱ δέκα, ἀγανάκτησαν ἐναντίον τῶν δύο ἀδελφῶν.

Ὁ ἀληθινὰ μεγάλος

25 Ὁ Ἰησοῦς τοὺς προσκάλεσε καὶ εἶπε, «Ξέρετε ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν τὰ καταδυναστεύουν καὶ οἱ μεγάλοι τὰ καταπιέζουν. 26 Αὐτὸ δὲν θὰ γίνεται μεταξύ σας, ἀλλὰ ἐκεῖνος, ποὺ θέλει νὰ γίνῃ μεταξύ σας μεγάλος, θὰ εἶναι ὑπηρέτης σας, 27 καὶ ἐκεῖνος, ποὺ θέλει νὰ εἶναι μεταξύ σας πρῶτος, αὐτὸς θὰ εἶναι δοῦλος σας, 28 ὅπως ἀκριβῶς ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦλθε νὰ ὑπηρετηθῇ ἀλλὰ νὰ ὑπηρετήσῃ καὶ νὰ δώσῃ τὴν ζωή του λύτρον διὰ πολλούς». 29 Καὶ ὅταν ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ, τὸν ἀκολούθησε κόσμος πολύς.

Δύο τυφλοὶ ἀναβλέπουν

30 Δύο τυφλοί, ποὺ ἐκάθοντο κοντὰ εἰς τὸν δρόμον, ὅταν ἄκουσαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς περνᾶ, φώναξαν, «Κύριε, ἐλέησέ μας, υἱὲ τοῦ Δαυΐδ». 31 Ὁ κόσμος τοὺς ἐπέπληττε διὰ νὰ σιωπήσουν. Αὐτοὶ ὅμως δυνατώτερα ἐφώναζαν, «Κύριε, ἐλέησέ μας, υἱὲ τοῦ Δαυΐδ». 32 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐσταμάτησε, τοὺς ἐφώναξε καὶ τοὺς εἶπε, «Τὶ θέλετε νὰ σᾶς κάνω;». 33 Λέγουν εἰς αὐτόν, «Κύριε, νὰ ἀνοίξουν τὰ μάτια μας». 34 Ὁ Ἰησοῦς, ἐπειδὴ τοὺς σπλαγχνίσθηκε, ἄγγιξε τὰ μάτια τους καὶ ἀμέσως ἄρχισαν νὰ βλέπουν καὶ τὸν ἀκολούθησαν.

 

Κεφάλαιο 21

Ἡ θριαμβευτικὴ εἴσοδος τοῦ Ἰησοῦ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα

1 Ὅταν ἐπλησίασαν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Βηθφαγῆ, εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, τότε ὁ Ἰησοῦς ἔστειλε δύο μαθητάς, 2 καὶ τοὺς εἶπε, «Πηγαίνετε εἰς τὸ ἀπέναντι χωριὸ καὶ ἀμέσως θὰ βρῆτε ὄνον δεμένην καὶ ἕνα πουλάρι μαζί της. Ἀφοῦ τὴν λύσετε, φέρετέ την σὲ ἐμέ. 3 Καὶ ἐὰν κανεὶς σᾶς πῇ τίποτε, πέστε του, «Ὁ Κύριος τὰ ἔχει ἀνάγκην· καὶ ἀμέσως θὰ τὰ στείλῃ». 4 Τοῦτο δὲ ἔγινε γιὰ νὰ ἐκπληρωθῇ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἐλέχθη διὰ τοῦ προφήτου: 5 «Νὰ πῆτε εἰς τὴν θυγατέρα Σιών, Ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται πρὸς σὲ ταπεινὰ καὶ καθισμένος ἐπάνω σ’ ἕνα πουλάρι, ποὺ εἶναι γέννημα ἑνὸς ὑποζυγίου ζώου». 6 Οἱ μαθηταί, ἀφοῦ ἐπῆγαν καὶ ἔκαναν ὅπως τοὺς διέταξε ὁ Ἰησοῦς, 7 ἔφεραν τὴν ὄνον καὶ τὸ πουλάρι καὶ ἔβαλαν ἐπάνω εἰς αὐτὰ τὰ ἐνδύματά τους καὶ ἐκάθησε πάνω εἰς αὐτά. 8 Καὶ οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἔστρωσαν τὰ ἐνδύματά τους εἰς τὸν δρόμον, ἀλλοι δὲ ἔκοβαν κλάδους ἀπὸ τὰ δένδρα καὶ τοὺς ἔστρωναν εἰς τὸν δρόμον. 9 Ὁ κόσμος δὲ ποὺ ἐπήγαινε μπροστὰ καὶ ἀκολουθοῦσε, ἐφώναζε, «Ὠσαννὰ εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Δαυΐδ, Εὐλογημένος ἂς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ ἔρχεται εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις». 10 Καὶ ὅταν αὐτὸς , ἐμπῆκε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ὁλόκληρη ἡ πόλις ἐσείσθηκε καὶ ἔλεγαν, «Ποιὸς εἶναι αὐτός;». 11 Τὰ δὲ πλήθη ἀπαντοῦσαν, «Αὐτὸς εἶναι ὁ προφήτης Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος κατάγεται ἀπὸ τὴν Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας».

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀποκαθαρίζει τὸ ναόν

12 Καὶ ὅταν ἐμπῆκε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ναὸν τοῦ Θεοῦ, ἔδιωξε ἔξω ὅλους ἐκείνους, ποὺ ἐπωλοῦσαν καὶ ἀγόραζαν εἰς τὸν ναὸν καὶ ἀναποδογύρισε τὰ τραπέζια τῶν ἀργυραμοιβῶν καὶ τὰ καθίσματα ἐκείνων, ποὺ ἐπωλοῦσαν τὰ περιστέρια. 13 Καὶ τοὺς εἶπε, «Εἶναι γραμμένον, Ὁ οἶκος μου θὰ ὀνομάζεται οἶκος προσευχῆς, σεῖς ὅμως τὸν ἐκάνατε φωληὰ ληστῶν». 14 Καὶ ἦλθαν πρὸς αὐτὸν, εἰς τὸν ναόν, τυφλοὶ καὶ κουτσοὶ καὶ τοὺς ἐθεράπευσε. 15 Ὅταν εἶδαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς τὰ θαύματα τὰ ὁποία ἔκανε, καὶ τὰ παιδιὰ νὰ φωνάζουν εἰς τὸν ναὸν καὶ νὰ λέγουν, 16 «Ὡσαννὰ εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Δαυΐδ», ἀγανάκτησαν καὶ τοῦ εἶπαν, «Ἀκοὺς τὶ αὐτοὶ λέγουν;», ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς λέγει, «Ναί. Ποτὲ δὲν ἐδιαβάσατε, ὅτι Ἀπὸ τὸ στόμα τῶν νηπίων καὶ ἐκείνων ποὺ θηλάζουν ἔκανες τέλειον ὕμνον;». 17 Καὶ ὅταν τοὺς ἄφησε, ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν πόλιν εἰς τὴν Βηθανίαν καὶ ἐκεῖ διανυκτέρευσε.

Ἡ ἄκαρπη συκιά

18 Τὸ πρωί, ὅταν ἐπέστρεψε στὴν πόλη, ἐπείνασε. Καὶ ὅταν εἶδε μία συκιὰ εἰς τὸν δρόμον, 19 ἦλθε πλησίον της ἀλλὰ δὲν εὑρῆκε εἰς αὐτὴν παρὰ μόνον φύλλα, καὶ τῆς λέγει, «Ποτὲ πλέον νὰ μὴ γίνῃ καρπὸς ἀπὸ σέ». 20 Καὶ ξεράθηκε ἀμέσως ἡ συκιά. Καὶ ὅταν εἶδαν οἱ μαθηταί, ἐθαύμασαν καὶ ἔλεγαν, «Πῶς ἀμέσως ἐξεράθηκε ἡ συκιά;». 21 Ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπεκρίθη, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ἐὰν ἔχετε πίστιν καὶ δὲν ἀμφιβάλλετε, ὄχι μόνο τὸ θαῦμα τῆς συκιᾶς θὰ κάνετε, ἀλλὰ καὶ ἂν πῆτε εἰς τὸ βουνὸ τοῦτο, «Σήκω καὶ πήγαινε εἰς τὴν θάλασσαν», θὰ γίνῃ. 22 Καὶ ὅλα, ὅσα ζητήσετε εἰς τὴν προσευχήν, ἐὰν πιστεύετε, θὰ τα λάβετε».

Ἡ ἐξουσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀμφισβητεῖται

23 Καὶ ὅταν ἦλθε εἰς τὸν ναόν, τὸν ἐπλησίασαν, ἐνῷ ἐδίδασκε, οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ, καὶ τοῦ εἶπαν, «Μὲ ποιὰν ἐξουσίαν κάνεις αὐτά, καὶ ποιὸς σοῦ ἔδωκε τὴν ἐξουσίαν αὐτήν;». 24 Ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπεκρίθη, «Θὰ σᾶς κάνω καὶ ἐγὼ μίαν ἐρώτησιν, καὶ ἐὰν μοῦ ἀπαντήσετε, θὰ σᾶς πῶ καὶ ἐγὼ μὲ ποιὰν ἐξουσία κάνω αὐτά. 25 Τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου ἀπὸ ποῦ ἦτο; Ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ἢ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους;». Αὐτοὶ συζητοῦσαν μεταξύ τους καὶ ἔλεγαν, «Ἐὰν ποῦμε, Ἀπὸ τὸν οὐρανόν, θὰ μᾶς πεῖ, Γιατὶ λοιπὸν δὲν ἐπιστέψατε σὲ αὐτόν; 26 Ἐὰν δὲ ποῦμε, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, φοβούμεθα τὸν λαό, διότι ὅλοι ἔχουν τὸν Ἰωάννην γιὰ προφήτην». 27 Καὶ ἀπεκρίθησαν εἰς τὸν Ἰησοῦν, «Δὲν γνωρίζομεν». Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Οὔτε καὶ ἐγὼ σᾶς λέγω μὲ ποιὰν ἐξουσίαν κάνω αὐτά».

Ἡ παραβολὴ τῶν δύο υἱῶν

28 «Ἀλλὰ τὶ νομίζετε περὶ τούτου; Ἕνας ἄνθρωπος εἶχε δύο παιδιά, καὶ ἐπῆγε στὸ πρῶτο καὶ εἶπε, «Παιδί μου, πήγαινε σήμερα νὰ ἐργασθῇς στὸ ἀμπέλι». 29 Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη, «Δὲν θέλω». Ἀλλὰ ὑστερα μετανόησε καὶ ἐπῆγε. 30 Καὶ ἐπῆγε εἰς τὸν δεύτερον καὶ τοῦ εἶπε τὰ ἴδια. Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη, «Μάλιστα, κύριε», ἀλλὰ δὲν ἐπῆγε. 31 Ποιὸς λοιπὸν ἀπὸ τοὺς δύο ἔκανε τὸ θέλημα τοῦ πατέρα του;». Λέγουν εἰς αὐτὸν, «Ὁ πρῶτος». Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς λέγει, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι πηγαίνουν πρὶν ἀπὸ σᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. 32 Διότι ἦλθε ὁ Ἰωάννης σ’ ἐσᾶς καὶ ἐβάδιζε τὸν δρόμον τῆς δικαιοσύνης ἀλλὰ δὲν τὸν ἐπιστέψατε, οἱ τελῶνες ὅμως καὶ αἱ πόρναι τὸν ἐπίστεψαν. Σεῖς δὲ, ἂν καὶ τὰ εἴδατε, οὔτε ὕστερα μετανοήσατε, ὥστε νὰ τὸν πιστέψετε».

Ἡ παραβολὴ τοῦ ἀμπελιοῦ

33 «Ἄλλην παραβολὴν ἀκοῦστε: Ὑπῆρχε κάποτε ἕνας οἰκοδεσπότης, ὁ ὁποῖος ἐφύτεψε ἕνα ἀμπέλι, ἔβαλε γύρω του ἕνα φράχτη, ἔσκαψε εἰς  αὐτὸ ἕνα πατητῆρι καὶ ἔκτισε ἕνα πύργο. Ὕστερα τὸ ἐνοίκιασε εἰς γεωργοὺς καὶ ἔφυγε εἰς ξένην χώραν. 34 Ὅταν δὲ ἐπλησίασε ὁ καιρὸς τῶν καρπῶν, ἔστειλε τοὺς δούλους του πρὸς τοὺς γεωργοὺς διὰ νὰ πάρουν τοὺς καρπούς του. 35 Ἀλλὰ οἱ γεωργοί, ἀφοῦ συνέλαβαν τοὺς δούλους του, ἕναν ἔδειραν, ἄλλον ἐσκότωσαν, ἄλλον ἐλιθοβόλησαν. 36 Πάλιν ἔστειλε ἄλλους δούλους περισσότερους ἀπὸ τοὺς πρώτους καὶ ἔκαναν εἰς αὐτοὺς τὰ ἴδια. 37 Τελευταῖον ἔστειλε πρὸς αὐτοὺς τὸν υἱό του καὶ εἶπε, «Θὰ ἐντραποῦν τὸν υἱόν μου». 38 Οἱ γεωργοὶ ὅμως, ὅταν εἶδαν τὸν υἱὸν, εἶπαν ἀναμεταξύ τους, «Αὐτὸς εἶναι ὁ κληρονόμος. Ἐμπρὸς ἂς τὸν σκοτώσωμεν καὶ ἂς πάρωμεν τὴν κληρονομίαν του», 39 καὶ ἀφοῦ τὸν συνέλαβαν, τὸν ὡδήγησαν ἔξω ἀπὸ τὸ ἀμπέλι καὶ τὸν ἐσκότωσαν». 40 Ὅταν λοιπὸν ἔλθῃ ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ἀμπελιοῦ, τὶ θὰ κάνῃ στοὺς γεωργοὺς ἐκείνους;». 41 Λέγουν εἰς αὐτόν, «Θὰ τοὺς ἐξολοθρεύσῃ μὲ τὸν χειρότερον τρόπον καὶ τὸ ἀμπέλι θὰ τὸ παραδώσῃ εἰς ἄλλους γεωργούς, οἱ ὁποίοι θὰ τοῦ παραδώσουν τοὺς καρποὺς εἰς τὸν καιρόν τους». 42 Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, «Ποτὲ δὲν ἐδιαβάσατε εἰς τὰς γραφὰς, ὅτι, «Ὁ λίθος ποὺ ἀπέρριψαν οἱ οἰκοδόμοι, ἔγινε ἀκρογωνιαῖος λίθος· ἀπὸ τὸν Κύριον ἔγινε αὐτό, καὶ φαίνεται θαυμαστὸν εἰς τὰ μάτια μας;». 43 Διὰ τοῦτο σᾶς λέγω, ὅτι θὰ ἀφαιρεθῇ ἀπὸ σᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ δοθῇ εἰς ἔθνος, τὸ ὁποῖο θὰ ἀποφέρῃ τοὺς καρπούς της, 44 καὶ ἐκεῖνος, ποὺ θὰ πέσῃ πάνω σ’ αὐτὸν τὸν λίθο, θὰ συντριβῇ, καῖ ἐκεῖνον εἰς τὸν ὁποῖον θὰ πέσῃ, θὰ τὸν κάνῃ κομμάτια». 45 Καὶ ὅταν ἄκουσαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι τὰς παραβολάς του, κατάλαβαν ὅτι μιλεῖ γι’ αὐτοὺς. 46 Καὶ ἐνῷ ἐζητοῦσαν νὰ τὸν συλλάβουν, ἐφοβήθηκαν τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, διότι τὸν ἐθεωροῦσαν προφήτην.

 

Κεφάλαιο 22

Ἡ παραβολὴ τῶν γάμων

 1 Καὶ πάλι ἔλαβεν τὸν λόγον ὁ Ἰησοῦς καῖ τοὺς εἶπε μὲ παραβολάς: 2 «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μοιάζει μὲ ἕνα βασιλέα, ὁ ὁποῖος ἐπρόκειτο νὰ κάνῃ τοὺς γάμους τοῦ υἱοῦ του. 3 Καὶ ἔστειλε τοὺς δούλους του νὰ καλέσουν τοὺς καλεσμένους εἰς τοὺς γάμους, ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν ἤθελαν νὰ ἔλθουν. 4 Πάλιν ἔστειλε ἄλλους δούλους μὲ τὴν ἐντολήν, «Νὰ πῆτε εἰς τοὺς καλεσμένους: ἑτοίμασα τὸ γεῦμα μου· οἱ ταῦροι καὶ τὰ μανάρια ἔχουν σφαγῆ καὶ ὅλα εἶναι ἔτοιμα. Ἐλᾶτε εἰς τοὺς γάμους». 5 Αὐτοὶ ὅμως τοὺς ἠγνόησαν καὶ ἔφυγαν, ὁ ἕνας εἰς τὸ χωράφι του, ἄλλος εἰς τὸ ἐμπόριόν του. 6 Οἱ λοιποί, ἀφοῦ συνέλαβαν τοὺς δούλους του, τοὺς ἐκακοποίησαν καὶ τοὺς ἐσκότωσαν. 7 Καὶ ὁ βασιλεύς ἐκεῖνος, ὅταν τὸ ἄκουσε, ὠργίσθηκε καὶ ἔστειλε τὸν στρατόν του καὶ ἐξωλόθρευσε τοὺς φονηάδες ἐκείνους καὶ ἔκαψε τὴν πόλιν τους. 8 Τότε λέγει εἰς τοὺς δούλους του, «Ὁ μὲν γάμος εἶναι ἔτοιμος, οἱ καλεσμένοι ὅμως δὲν ἦσαν ἄξιοι. 9 Πηγαίνετε λοιπὸν εἰς τὰ σταυροδρόμια καὶ ὅσους βρῆτε, καλέστε τους εἰς τοὺς γάμους». 10 Καὶ οἱ δούλοι ἐβγῆκαν εἰς τοὺς δρόμους, ἐμάζεψαν ὅλους ὄσους εὑρῆκαν, κακοὺς καὶ καλούς, καὶ ἐγέμισε ἡ αἴθουσα τοῦ γάμου ἀπὸ φιλοξενούμενους. 11 Ὅταν δὲ ἐμπῆκε ὁ βασιλεὺς νὰ δεῖ τοὺς φιλοξενούμενους, εἶδε ἐκεῖ ἕναν, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε ἔνδυμα γάμου, 12 καὶ τοῦ λέγει, «Φίλε, πῶς ἐμπῆκες ἐδῶ χωρὶς νὰ ἔχῃς ἔνδυμα γάμου;», αὐτὸς δὲ ἔμεινε βουβός. 13 Τότε εἶπε ὁ βασιλεύς εἰς τοὺς ὑπηρέτας, «Ἀφοῦ τοῦ δέσετε τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια, σηκώστε τον καὶ ρίξτε τον ἔξω εἰς τὸ σκοτάδι· ἐκεῖ θὰ εἶναι τὸ κλάμα καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν». 14 Διότι πολλοὶ εἶναι οἱ καλεσμένοι, λίγοι ὅμως εἶναι οἱ ἐκλεκτοί». 15 Τότε ἐπῆγαν οἱ Φαρισαῖοι καὶ ἔλαβαν ἀπόφασιν νὰ τὸν παγιδεύσουν μὲ λόγους.

Περὶ καταβολῆς φόρου

16 Καὶ στέλνουν εἰς αὐτὸν τοὺς μαθητάς των μαζὶ μὲ τοὺς Ἡρωδιανοὺς καὶ τοῦ λέγουν, «Διδάσκαλε, γνωρίζομεν ὅτι εἶσαι ἀληθὴς καὶ διδάσκεις ἀληθινὰ τὸν δρόμον τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν σὲ μέλει γιὰ κανένα, διότι δὲν λαμβάνεις ὑπ’ ὄψιν σου τὸ πρόσωπον τῶν ἀνθρώπων. 17 Πὲς μας λοιπόν, τὶ φρονεῖς; Ἐπιτρέπεται νὰ δίνωμεν φόρον εἰς τὸν Καίσαρα ἢ ὄχι;». 18 Ἐπειδὴ ὁ Ἰησοῦς κατάλαβε τὴν πονηρία των, τοὺς εἶπε, 19 «Γιατὶ μὲ πειράζετε, ὑποκριταί; Δείξατέ μου τὸ νόμισμα τοῦ φόρου». Αὐτοὶ δὲ τοῦ ἔφεραν ἕνα δηνάριον. 20 Καὶ τοὺς λέγει, «Τίνος εἶναι ἡ εἰκόνα αὐτὴ καὶ ἡ ἐπιγραφὴ;». 21 Αὐτοὶ τοῦ λέγουν, «Τοῦ Καίσαρος». Τότε τοὺς λέγει, «Δῶστε λοιπόν, εἰς τὸν Καίσαρα ὅσα ὀφείλονται εἰς τὸν Καίσαρα καὶ εἰς τὸν Θεὸν ὅσα ὀφείλονται εἰς τὸν Θεόν». 22 Καὶ ὅταν ἄκουσαν αὐτό, ἐθαύμασαν καὶ τὸν ἄφησαν καὶ ἔφυγαν.

Περὶ ἀναστάσεως

23 Κατ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν, ἦλθαν εἰς αὐτὸν Σαδδουκαῖοι, οἱ ὁποίοι ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀνάστασις νεκρῶν καὶ τὸν ἐρώτησαν, «Διδάσκαλε, ὁ Μωϋσῆς εἶπεν, 24 Ἐὰν ἕνας πεθάνῃ ἄτεκνος, τότε πρέπει ὁ ἀδελφός του νὰ νυμφευθῇ τὴν γυναῖκα του καὶ νὰ φέρῃ ἀπογόνους εἰς τὸν ἀδελφόν του. 25 Ἦσαν λοιπὸν σ’ ἐμᾶς ἐπτὰ ἀδελφοί. Ὁ πρῶτος ἀφοῦ ἐνυμφεύθη, ἐπέθανε καὶ, ἐπειδὴ δὲν εἶχε ἀπογόνους, ἄφησε τὴν γυναῖκα του εἰς τὸν ἀδελφόν του. 26 Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ εἰς τὸν δεύτερον καὶ εἰς τὸν τρίτον ἕως τὸν ἕβδομον. 27 Τελαυταία δὲ ἀπ’ ὅλους ἐπέθανε ἡ γυναῖκα. 28 Κατὰ τὴν ἀνάστασιν λοιπόν, εἰς ποιὸν ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ θὰ ἀνήκῃ ἡ γυναῖκα; Διότι ὅλοι τὴν εἶχαν γυναῖκα». 29 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς, «Πλανᾶσθε, ἐπειδὴ δὲν γνωρίζετε τὰς γραφὰς οὔτε τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ. 30 Διότι κατὰ τὴν ἀνάστασιν οὔτε νυμφεύονται οὔτε παντρεύονται, ἀλλὰ εἶναι ὅπως οἱ ἄγγελοι εἰς τὸν οὐρανόν. 31 Ὅσον ἀφορᾷ δὲ τὴν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν, δὲν ἐδιαβάσατε ἐκεῖνον, τὸ ὁποῖον σᾶς εἶπε ὁ Θεός. 32 Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραάμ, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ Ἰακώβ; Δὲν εἶναι ὁ Θεὸς, Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων». 33 Καὶ ὅταν τὰ πλήθη ἄκουσαν αὐτά, ἐξεπλάγησαν διὰ τὴν διδασκαλίαν του.

Περὶ τῆς μεγαλυτέρας ἐντολῆς

34 Οἱ Φαρισαῖοι, ὅταν ἄκουσαν ὅτι ἀποστόμωσε τοὺς Σαδδουκαίους, 35 ἐμαζεύτηκαν γύρω του, καὶ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς, νομικός, τὸν ἐρώτησε μὲ σκοπὸν νὰ τὸν πειράξῃ, 36 «Διδάσκαλε, ποιὰ ἐντολὴ μεγάλη ὑπάρχει εἰς τὸν Νόμον;». 37 Αὐτὸς δὲ τοῦ εἶπε, «Νὰ ἀγαπήσῃς Κύριον τὸν Θεόν σου μὲ ὅλην σου τὴν καρδιὰ καὶ μὲ ὅλην σου τὴν ψυχὴν καὶ μὲ ὅλον σου τὸν νοῦν». 38 Αυτὴ εἶναι ἡ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. 39 Δεύτερη ὅμοια μὲ αὐτήν, εἶναι τὸ, Νὰ ἀγαπήσῃς τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτόν σου. 40 Ἀπὸ αὐτὰς τὰς δύο ἐντολὰς ἐξαρτῶνται ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται».

 Περὶ τοῦ Μεσσίου

41 Ἐνῷ δὲ ἦσαν μαζεμένοι οἱ Φαρισαῖοι, τοὺς ἐρώτησε ὁ Ἰησοῦς, 42 «Τὶ φρονεῖτε διὰ τὸν Χριστόν; Ποίου εἶναι υἱός;». Λέγουν εἰς αὐτὸν, «Τοῦ Δαυΐδ». 43 Αὐτὸς τοὺς λέγει, «Πῶς λοιπὸν ὁ Δαυΐδ, ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα, τὸν ὀνομάζει Κύριον καὶ λέγει, 44 Εἶπε ὁ Κύριος εἰς τὸν Κύριόν μου, Κάθησε εἰς τὰ δεξιά μου, ἕως ὅτου κάνω τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδιῶν σου; 45 Ἐὰν λοιπὸν ὁ Δαυΐδ, τὸν ὀνομάζῃ Κύριον, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι υἱός του; 46 Καὶ κανεὶς δὲν ἦτο εἰς θέσιν νὰ τοῦ ἀποκριθῇ ἕνα λόγον, οὔτε ἐτόλμησε κανεὶς ἀπὸ ἐκείνην τὴν ἡμέραν νὰ τὸν ἐρωτήσῃ πλέον.

 

Κεφάλαιο 23

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κατακρίνει τοὺς γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους

 1 Τότε ὁ Ἰησοῦς ἐμίλησε εἰς τὰ πλήθη καὶ εἰς τοὺς μαθητάς του 2 καὶ εἶπε, «Εἰς τὴν ἔδραν τοῦ Μωϋσέως ἐκάθησαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι. 3 Ὅλα λοιπὸν ὅσα σᾶς ποῦν νὰ τηρήσετε, τηρήσατέ τα, ἀλλὰ μὴ κάνετε σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα τους. Διότι λέγουν καὶ δὲν κάνουν. 4 Δένουν φορτία βαρειὰ καὶ δυσβάστακτα καὶ τὰ βάζουν εἰς τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων, ἀλλ’ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι δὲν θέλουν οὔτε μὲ τὸ δάκτυλό τους νὰ τὰ κινήσουν. 5 Ὅλα τους τὰ ἔργα τὰ κάνουν, διὰ νὰ φανοῦν εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Πλαταίνουν τὰ φυλαχτά τους καὶ μεγαλώνουν τὰ ἄκρα τῶν ἐνδυμάτων τους. 6 Τοὺς ἀρέσει δὲ νὰ ἔχουν τὴν πρώτην θέσιν εἰς τὰ δεῖπνα καὶ τὰ πρῶτα καθίσματα εἰς τὰς συναγωγάς, 7 καὶ τοὺς χαιρετισμοὺς εἰς τὰς ἀγορὰς καὶ νὰ ὀνομάζωνται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους Ραββί, Ραββί. 8 Σεῖς ὅμως μὴ ὀνομασθῆτε Ραββί· διότι ἕνας εἶναι ὁ διδάσκαλός σας, ὁ Χριστός, ὅλοι δὲ σεῖς εἶσθε ἀδελφοί. 9 Καὶ κανένα μὴ ὀνομάσετε πατέρα σας εἰς τὴν γῆν, διότι ἕνας εἶναι ὁ Πατέρας σας, ἐκεῖνος, ποὺ εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς. 10 Οὔτε νὰ ὀνομασθῆτε καθηγηταί, διότι καθηγητής σας εἶναι ἕνας, ὁ Χριστός. 11 Ἀλλ’ ὁ μεγαλύτερός σας, αὐτὸς νὰ εἶναι ὑπηρέτης σας. 12 Ἐκεῖνος ποὺ θὰ ὑψώσῃ τὸν ἑαυτόν του, θὰ ταπεινωθῇ, καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ ταπεινώσῃ τὸν ἑαυτόν του, θὰ ὑψωθῇ. 13 Ἀλλοίμονον σ’ ἐσᾶς, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, , διότι κατατρώγετε τὰς περιουσίας τῶν χειρῶν καὶ γιὰ πρόφασι κάνετε μακρὲς προσευχές. Διὰ τοῦτο θὰ κατακριθῆτε περισσότερον. 14 Ἀλλοίμονον σ’ ἐσᾶς, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, διότι κλείνετε τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἐμπρὸς στοὺς ἀνθρώπους. Σεῖς οἱ ἴδιοι δὲν μπαίνετε, ἀλλὰ καὶ ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ μποῦν δὲν τοὺς ἀφήνετε. 15 Άλλοίμονον σ’ ἐσᾶς, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, διότι τριγυρίζετε τὴν θάλασσαν καὶ τὴν ξηρὰν γιὰ νὰ κάνετε ἕνα προσήλυτον, καὶ ὅταν γίνῃ, τὸν κάνετε παιδὶ τῆς γεένης, δύο φορὲς περισσότερον ἀπὸ σᾶς. 16 Ἀλλοίμονον σ’ ἐσᾶς, ὁδηγοὶ τυφλοί, ποὺ λέτε, «Ἐὰν ὁρκισθῇ κανεὶς εἰς τὸν ναόν, αὐτὸ δὲν εἶναι τίποτε· ἐὰν ὅμως ὁρκισθῇ εἰς τὸν χρυσὸν τοῦ ναοῦ, εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ τηρήσῃ τὸν ὅρκον». 17 Μωροὶ καὶ τυφλοί, ποιὸ εἰναι μεγαλύτερον, ὁ χρυσὸς ἢ ὁ ναός, ὁ ὁποῖος κάνει ἱερὸν τὸν χρυσόν; 18 Καὶ «Ὅποιος ὁρκισθῇ εἰς τὸ θυσιαστήριον, αὐτὸ δὲν σημαίνει τίποτε· ὅποιος ὅμως ὁρκισθῇ εἰς τὸ δῶρον, τὸ ὁποῖον εἶναι ἐπάνω του, εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ τηρήσῃ τὸν ὅρκον του». 19 Μωροὶ καὶ τυφλοί, ποιὸ εἶναι μεγαλύτερον, τὸ δῶρον ἢ τὸ θυσιαστήριον, τὸ ὁποῖον κάνει ἱερὸν τὸ δῶρον; 20 Ἐκεῖνος λοιπὸν, ποὺ ὡρκίσθηκε εἰς τὸ θυσιαστήριον, , ὁρκίζεται εἰς αὐτὸ καὶ εἰς ὅλα, ποὺ εἶναι ἐπάνω σ’ αὐτό. 21 Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ὡρκίσθηκε εἰς τὸν ναόν, ὁρκίζεται εἰς αὐτὸν καὶ εἰς ἐκεῖνον ποὺ κατοικεῖ ἐκεῖ. 22 Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ὡρκίσθηκε εἰς τὸν οὐρανόν, ὁρκίζεται εἰς τὸν θρόνον τοῦ Θεοῦ καὶ εἰς ἐκεῖνον ποὺ κάθετε ἐπάνω σ’ αὐτόν. 23 Ἀλλοίμονον σ’ ἐσᾶς, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, διότι δίνετε τὸ δέκατον ἀπὸ τὸν δυόσμον καὶ ἀπὸ τὸ ἄνηθον καὶ ἀπὸ τὸ κύμινον, καὶ ἀφήσατε τὰ σπουδαιότερα τοῦ νόμου, τὸ δίκαιον καὶ τὴν ἀγάπην καὶ τὴν πίστιν. Αὐτὰ εἶναι ποὺ ἔπρεπε νὰ κάνετε χωρὶς νὰ παραμελῆτε καὶ ἐκεῖνα. 24 Ὁδηγοὶ τυφλοί, ποὺ ξεκαθαρίζετε τὸ κουνούπι, ἐνῷ καταπίνετε τὴν καμήλα. 25 Ἀλλοίμονον σ’ ἐσᾶς, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, διότι καθαρίζετε τὸ ἐξωτερικὸν μέρος τοῦ ποτηριοῦ καὶ τοῦ πιάτου, μέσα δὲ εἶναι γεμάτα ἀπὸ ἁρπαγὴν καὶ ἀδικίαν. 26 Φαρισαῖε τυφλέ, καθάρισε πρῶτα τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ ποτηριοῦ καὶ τοῦ πιάτου, διὰ νὰ γίνῃ καὶ τὸ ἐξωτερικόν του καθαρόν. 27 Ἀλλοίμονον σ’ ἐσᾶς, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, διότι μοιάζετε μὲ τάφους ἀσβεστωμένους, οἱ ὁποίοι ἀπ’ ἔξω μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἀλλὰ μέσα εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ κόκκαλα νεκρῶν καὶ ἀπὸ κάθε ἀκαθαρσίαν. 28 Ἔτσι καὶ σεῖς, ἀπ’ ἔξω μὲν φαίνεσθε εἰς τοὺς ἀνθρώπους δίκαιοι, ἀλλ’ ἀπὸ μέσα εἶσθε γεμᾶτοι ὑποκρισίαν καὶ ἀνομίαν. 29 Ἀλλοίμονον σ’ ἐσᾶς, γραμματεῖς καὶ Φαριαῖοι ὑποκριταί, διότι κτίζετε τοὺς τάφους τῶν προφητῶν καὶ στολίζετε τὰ μνημεῖα τῶν δικαίων 30 καὶ λέτε, «Ἐὰν ἐζούσαμε στὶς ἡμέρες τῶν πατέρων μας, δὲ θὰ ἐλαμβάναμε μέρος εἰς τὸ αἷμα τῶν προφητῶν». 31 Ὥστε σεῖς οἱ ἴδιοι μαρτυρεῖτε ὅτι εἶσθε παιδιὰ ἐκείνων, ποὺ ἐσκότωσαν τοὺς προφήτας. 32 Συμπληρῶστε καὶ σεῖς τὸ μέτρον τῶν πατέρων σας. 33 Φίδια, γενεὰ ἐχιδνῶν, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποφύγετε τὴν κρίσιν τῆς γεένης; 34 Διὰ τοῦτο νὰ, ἐγὼ στέλλω πρὸς ἐσᾶς προφήτας καὶ σοφοὺς καὶ γραμματεῖς. Ἀπὸ αὐτούς, ἄλλους θὰ σκοτώσετε καὶ θὰ σταυρώσετε καὶ ἄλλους θὰ μαστιγώσετε εἰς τὰς συναγωγάς σας καὶ θὰ τοὺς καταδιώξετε ἀπὸ τὴν μίαν πόλιν εἰς τὴν ἄλλην, 35 διὰ νὰ ἔλθῃ ἐπάνω σας κάθε ἀθῶον αἷμα, ποὺ ἐχύθηκε εἰς τὴν γῆν, ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Ἄβελ τοῦ δικαίου ἕως τὸ αἷμα τοῦ Ζαχαρία, τοῦ υἱοῦ τοῦ Βαραχίου, τὸν ὁποῖον ἐσκοτώσατε μεταξὺ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου. 36 Ἀλήθεια σᾶς λέγω, θὰ ἔλθουν ὅλα αὐτὰ εἰς τὴν γενεὰν αὐτήν».

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς θρηνεῖ τὴν τύχην τῆς Ἱερουσαλήμ

37 «Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ, ποὺ σκοτώνεις τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολεῖς τοὺς ἀπεσταλμένους σ’ ἐσέ. Πόσες φορὲς θέλησα νὰ μαζέψω τὰ παιδιά σου, ὅπως ἡ ὄρνιθα τὰ μικρά της κάτω ἀπὸ τὰ φτερά της, ἀλλὰ δὲν τὸ θέλατε. 38 Νά, ἐγκαταλείπεται ἔρημο τὸ σπίτι σας. 39 Διότι σᾶς λέγω, ὅτι ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς δὲν θὰ μὲ ἰδῆτε ἕως ὅτου πῆτε, Εὐλογημένος ἂς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ ἔρχεται εἰς τὸ ὄνομα Κυρίου».

 

Κεφάλαιο 24

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς προλέγει τὴν καταστροφὴν τοῦ ναοῦ καὶ τὴν συντέλειαν τοῦ αἰῶνος

1 Ὁ Ἰησοῦς ἐβγῆκε ἀπὸ τὸν ναόν, καὶ ἔφευγε. Τότε ἦλθαν οἱ μαθηταί του νὰ τοῦ δείξουν τὰ κτίρια τοῦ ναοῦ. 2 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Βλέπετε ὅλα αὐτά; Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι δὲν θὰ μείνῃ ἐδῶ πέτρα ἐπάνω σὲ πέτρα, ποὺ νὰ μὴ γκρεμισθῇ». 3 Ἐνῷ δὲ καθότανε εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ἦλθαν εἰς αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἰδιαιτέρως καὶ τοῦ εἶπαν, «Πές μας, πότε θὰ γίνουν αὐτὰ καὶ ποιὸ εἶναι τὸ σημεῖον τῆς ἐλεύσεώς σου καὶ τῆς συντέλειας τοῦ κόσμου;». 4 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη, «Προσέχετε μήπως κανεὶς σᾶς πλανήσῃ, 5 διότι πολλοὶ θὰ ἔλθουν εἰς τὸ ὄνομά μου καὶ θὰ λέγουν, «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός», καὶ πολλοὺς θὰ πλανήσουν. 6 Θὰ ἀκούσετε δὲ πολέμους καὶ φήμας περὶ πολέμων. Προσέχετε νὰ μὴ φοβηθῆτε· διότι εἶναι ἀνάγκη ὅλα νὰ γίνουν, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀκόμη τὸ τέλος. 7 Διότι θὰ σηκωθῇ ἔθνος ἐναντίον ἔθνους καὶ βασίλειον ἐναντίον βασιλείου καὶ θὰ γίνουν πεῖνα καὶ ἐπιδημίαι καὶ σεισμοὶ κατὰ διαφόρους τόπους. 8 Ὅλα δὲ αὐτὰ εἶναι ἀρχὴ τῶν πόνων. 9 Τότε θὰ σᾶς παραδώσουν εἰς βασανιστήρια καὶ θὰ σᾶς σκοτώσουν καὶ θὰ εἶσθε μισητοὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη ἐξ αἰτίας τοῦ ὀνόματός μου. 10 Καὶ τότε θὰ σκανδαλισθοῦν πολλοὶ καὶ θὰ παραδώσῃ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ θὰ μισῇ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. 11 Θὰ ἐμφανισθοῦν πολλοὶ ψευδοπροφῆται καὶ θὰ πλανήσουν πολλούς. 12 Καὶ ἐπειδὴ θὰ πληθυνθῇ ἡ ἀνομία, θὰ ψυχρανθῇ ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν. 13 Ἐκεῖνος δὲ ποὺ θὰ ὑπομείνῃ ἕως τὸ τέλος, αὐτὸς θὰ σωθῇ. 14 Καὶ θὰ κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον τοῦτο τῆς βασιλείας εἰς ὅλην τὴν οἰκουμένην, πρὸς μαρτυρίαν εἰς ὅλα τὰ ἔθνη καὶ τότε θὰ ἔλθῃ τὸ τέλος. 15 Ὅταν λοιπὸν ἰδῆτε τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως, διὰ τὸ ὁποῖον ἐμίλησε ὁ Δανιὴλ ὁ προφήτης, νὰ στέκεται εἰς τὸν ἅγιον τόπον – ὁ ἀναγνώστης ἂς ἐννοήσῃ – τότε ἐκεῖνοι, 16 ποὺ εἶναι εἰς τὴν Ἰουδαίαν, ἄς φεύγουν πρὸς τὰ βουνά, 17 ἐκεῖνος, ποὺ εἶναι ἐπάνω εἰς τὴν ταράτσα, ἂς μὴ κατέβῃ νὰ πάρῃ τὰ πράγματα ἀπὸ τὸ σπίτι του, 18 καὶ ἐκεῖνος, ποὺ εἶναι εἰς τὸ χωράφι, ἂς μὴ γυρίσῃ πίσω νὰ πάρῃ τὰ ἐνδύματά του. 19 Ἀλοίμονον δὲ εἰς ἐκείνας, ποὺ θὰ εἶναι ἔγκυοι καὶ θὰ θηλάζουν κατ’ ἐκείνας τὰς ἡμέρας. 20 Προσεύχεσθε νὰ μὴ γίνῃ ἡ φυγή σας κατὰ τὸν χειμῶνα ἢ κατὰ τὸ Σάββατον. 21 Διότι θὰ ἔλθῃ τότε θλῖψις τόσο μεγάλη, ποὺ δὲν ἔγινε ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τοῦ κόσμου μέχρι σήμερα καὶ οὔτε θὰ γίνῃ. 22 Καὶ ἐὰν δὲν ἐσυντομεύοντο αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι, κανεὶς ἄνθρωπος δὲν θὰ ἐσώζετο, ἀλλὰ πρὸς χάριν τῶν ἐκλεκτῶν θὰ συντομευθοῦν αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι. 23 Τότε, ἐὰν σᾶς πῇ κανείς, «Νά, ἐδῶ εἶναι ὁ Χριστὸς» ἢ «Ἐκεῖ», μὴ τὸν πιστέψετε. 24 Διότι θὰ ἐμφανισθοῦν ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ θὰ κάνουν μεγάλα θαύματα καὶ τέρατα, ὥστε νὰ πλανήσουν, εἰ δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. 25 Ἰδοὺ, σᾶς τὰ προεῖπα. 26 Ἐὰν σᾶς ποῦν, «Νά, εἶναι εἰς τὴν ἔρημον», μὴ πηγαίνετε, «Νά, εἶναι εἰς τὰ ἀπόμερα δωμάτια», μὴ πιστέψετε. 27 Διότι ὅπως ἡ ἀστραπὴ βγαίνει ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν καὶ φαίνεται ἕως τὴν δύσιν, ἔτσι θὰ εἶναι καὶ ἡ ἔλευσις τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. 28 Ὅπου εἶναι τὸ πτῶμα, ἐκεῖ θὰ μαζευθοῦν οἱ ἀετοί. 29 Ἀμέσως δὲ ὕστερα ἀπὸ τὴν θλῖψιν τῶν ἡμερῶν ἐκείνων ὁ ἥλιος θὰ σκοτεινιάσῃ καὶ ἡ σελήνη δὲν θὰ φωτίζῃ καὶ τὰ ἄστρα θὰ πέσουν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ αἱ οὐράνιαι δυνάμεις θὰ σαλευθοῦν. 30 Καὶ τότε θὰ φανῇ εἰς τὸν οὐρανὸν τὸ σημεῖον τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τότε θὰ θρηνήσουν ὅλαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς, καὶ θὰ ἰδοῦν τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἔρχεται ἐπάνω εἰς τὰ σύννεφα τοῦ οὐρανοῦ μὲ πολλὴν δύναμιν καὶ δόξαν. 31 Καὶ θὰ στείλῃ τοὺς ἀγγέλους του μὲ μεγάλην σάλπιγγα καὶ θὰ συναθροίσουν τοὺς ἐκλεκτούς του ἀπὸ τοὺς τέσσερις ἀνέμους, ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρον τῶν οὐρανῶν ἕως τὸ ἄλλο ἄκρον».

Ἀνάγκη ἐγρηγόρσεως

32 «Ἀπὸ τὴν συκιὰ θὰ καταλάβετε τὴν παραβολήν. Ὅταν ὁ κλάδος της γίνῃ ἤδη ἁπαλὸς καὶ βλαστήσουν τὰ φύλλα, καταλαβαίνετε ὅτι πλησιάζει τὸ καλοκαίρι. 33 Ἔτσι καὶ σεῖς, ὅταν ἰδῆτε ὅλα αὐτά, νὰ γνωρίζετε ὅτι εἶναι πλησίον, εἰς τὴν πόρτα. 34 Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι δὲν θὰ περάσῃ ἡ γενεὰ αὐτή, πρὶν γίνουν ὅλα αὐτά. 35 Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ θὰ παρέλθουν, οἱ λόγοι μου ὅμως δὲν θὰ παρέλθουν. 36 Διὰ τὴν ἡμέραν δὲ ἐκείνην καὶ τὴν ὥραν, κανεὶς δὲν ξέρει τίποτε οὔτε οἱ ἄγγελοι τῶν οὐρανῶν παρὰ μόνον ὁ Πατέρας μου. 37 Ὅπως ἦσαν αἱ ἡμέραι τοῦ Νῶε, ἔτσι θὰ εἶναι καὶ ὁ ἐρχομὸς τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. 38 Ὅπως, δηλαδή, κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας, πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ, οἱ ἄνθρωποι ἔτρωγαν καὶ ἔπιναν, ἐνυμφεύοντο καὶ ὑπανδρεύοντο ἕως τὴν ἡμέραν ποὺ ἐμπῆκε ὁ Νῶε εἰς τὴν κιβωτὸν 39 καὶ δὲν ὑπωπτεύοντο τίποτε ἕως ὅτου ἦλθε ὁ κατακλυσμὸς καὶ τοὺς ἄρπαξε ὅλους, ἔτσι θὰ συμβῇ καὶ κατὰ τὸν ἐρχομὸν τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. 40 Τότε δύο θὰ βρίσκωνται εἰς τὸ χωράφι, ὁ ἕνας παραλαμβάνει καὶ ὁ ἄλλος ἀφήνεται. 41 Δύο γυναῖκες θὰ ἀλέθουν εἰς τὸν μύλον, ἡ μία παραλαμβάνεται, ἡ ἄλλη ἀφήνεται. 42 Νὰ εἶσθε λοιπὸν ἄγρυπνοι, διότι δὲν ξέρετε ποιὰν ὥρα ἔρχεται ὁ Κύριός σας. 43 Ξέρετε ὅμως τοῦτο: ὅτι ἐὰν ἤξερε ὁ οἰκοδεσπότης ποιὰν ὥρα τὴν νύχτα θὰ ἐρχότανε ὁ κλέφτης, θὰ ἀγρυπνοῦσε καὶ δὲν θὰ ἄφηνε νὰ διαρρήξουν τὸ σπίτι του. 44 Διὰ τοῦτο καὶ σεῖς νὰ εἶσθε ἕτοιμοι, διότι τὴν ὥρα ποὺ δὲν περιμένετε, θὰ ἔλθῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου».

Ἡ παραβολὴ τοῦ φρονίμου καὶ τοῦ κακοῦ δούλου

45 «Ποιὸς λοιπὸν εἶναι ὁ ἔμπιστος καὶ φρόνιμος δοῦλος, τὸν ὁποῖον ὁ κύριός του διώρισε ἐπιστάτην τῶν ὑπηρετῶν του, διὰ νὰ φροντίζῃ νὰ τοὺς δίνῃ τροφὴν τὴν κατάλληλη ὥρα; 46 Μακάριος εἶναι ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, πού, ὅταν ἔλθῃ ὁ κύριός του, θὰ τὸν βρῇ νὰ κἀνῃ τὸ ἔργον του. 47 Ἀλήθεια σᾶς λέγω, θὰ τὸν διορίσῃ ἐπιστάτην εἰς ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του. 48 Ἀλλ’ ἐὰν πῇ ὁ κακὸς ἐκεῖνος δοῦλος μέσα του, «Ἀργεῖ νὰ ἔλθῃ ὁ κύριος», 49 καὶ άρχίζῃ νὰ κτυπᾷ τοὺς συνδούλους του, νὰ τρώγῃ καὶ νὰ πίνῃ μὲ μεθύσους, 50 θὰ ἔλθῃ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου τὴν ἡμέραν ποὺ δὲν περιμένει καὶ τὴν ὥραν ποὺ δὲν γνωρίζει 51 καὶ θὰ τὸν σχίσῃ εἰς δύο καὶ θὰ τὸν βάλῃ μαζὶ μὲ τοὺς ὑποκριτάς. Ἐκεῖ θὰ εἶναι τὸ κλάμα καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν».

 

Κεφάλαιο 25

Ἡ παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων

1 «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν θὰ μοιάσῃ μὲ δέκα παρθένους, αἱ ὁποῖαι, ἀφοῦ ἐπῆραν τὶς λαμπάδες τους, ἐβγῆκαν εἰς προϋπάντησιν τοῦ νυμφίου. 2 Πέντε ἀπὸ αὐτὲς ἦσαν μωραὶ καὶ πέντε φρόνιμοι. 3 Αἱ μωραὶ, ὅταν ἐπῆραν τῖς λαμπάδες, δὲν ἐπῆραν μαζί τους λάδι. 4 Αἱ φρόνιμαι ἐπῆραν λάδι εἰς τὰ δοχεῖα μαζὶ μὲ τὶς λαμπάδες τους. 5 Ἐπειδὴ δὲ ὁ νυμφίος ἐβράδυνε, εἶχαν ὅλες νυστάξει καὶ ἐκοιμῶντο. 6 Κατὰ τὰ μεσάνυχτα ὅμως, ἀκούσθηκε φωνή, «Νὰ ὁ νυμφίος ἔρχεται, βγῆτε νὰ τὸν προϋπαντήσετε». 7 Τότε ἐσηκώθηκαν ὅλαι αἱ παρθέναι ἐκεῖναι καὶ ἐτοίμασαν τὶς λαμπάδες τους. 8 Αἱ μωραὶ εἶπαν εἰς τὰς φρονίμους, «Δῶστε μας ἀπὸ τὸ λάδι σας, διότι αἱ λαμπάδες μας σβήνουν». 9 Ἀπεκρίθησαν δὲ αἱ φρόνιμοι, «Ὑπάρχει φόβος μήπως δὲν φθάσῃ τὸ λάδι γιὰ μᾶς καὶ γιὰ σᾶς. Πηγαίνετε καλύτερα εἰς τοὺς πωλητὰς καὶ ἀγοράστε διὰ τὸν ἑαυτόν σας». 10 Ἀλλ’ ἐνῷ αὐταὶ ἐπήγαιναν νὰ ἀγοράσουν, ἦλθε ὁ νυμφίος καὶ ὅσες ἦσαν ἕτοιμες ἐμπῆκαν μαζί του εἰς τοὺς γάμους καὶ ἔκλεισε ἡ πόρτα. 11 Κατόπιν, ἔρχονται καὶ αἱ ἄλλαι παρθένοι καὶ ἔλεγαν, «Κύριε, Κύριε, ἄνοιξέ μας». 12 Ἐκεῖνος δὲ ἀπεκρίθη, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, δὲν σᾶς ξέρω». 13 Ἀγρυπνεῖτε λοιπόν, διότι δὲν ξέρετε οὔτε τὴν ἡμέραν οὔτε τὴν ὥραν κατὰ τὴν ὁποίαν ἔρχεται ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου».

Ἡ παραβολὴ τῶν ταλάντων 

14 «Ὅπως ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ θὰ ἐπήγαινε ταξίδι, ἐκάλεσε τοὺς δούλους του καὶ τοὺς παρέδωκε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του. 15 Σὲ ἕνα ἔδωκε πέντε τάλαντα, σὲ ἄλλον δύο, σὲ ἄλλον ἕνα, στὸν καθένα κατὰ τὴν ἱκανότητά του, καὶ ἔφυγε ἀμέσως για ταξίδι. 16 Ἐκεῖνος ποὺ ἐπῆρε τὰ πέντε τάλαντα, τὰ ἐμπορεύθηκε καὶ ἐκέρδισε ἄλλα πέντε. 17 Ἐπίσης ἐκεῖνος ποὺ ἐπῆρε τὰ δύο, ἐκέρδισε ἄλλα δύο. 18 Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἐπῆρε τὸ ἕνα, ἐπῆγε καὶ ἔσκαψε εἰς τὴν γῆν καὶ ἔκρυψε τὸ χρῆμα τοῦ κυρίου του. 19 Ὕστερα ἀπὸ πολὺν χρόνον ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ τοὺς ζητεῖ λογαριασμόν. 20 Ἐκεῖνος ποὺ εἶχε πάρει τὰ πέντε τάλαντα, προσῆλθε καὶ ἔφερε ἄλλα πέντε τάλαντα καὶ εἶπε, «Κύριε, μοῦ παρέδωκες πέντε τάλαντα· κύτταξε, ἐκέρδισα ἄλλα πέντε τάλαντα». 21 Ὁ κύριός του τοῦ εἶπε, «Εὖγε, δοῦλε καλὲ καὶ πιστέ. Εἰς ὀλίγα ἐφάνηκες πιστός, , εἰς πολλὰ θὰ σὲ ἐγκαταστήσω. Ἔμπα εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου». 22 Ἦλθε καὶ ἐκεῖνος ποὺ εἶχε πάρει τὰ δύο τάλαντα, καὶ εἶπε, «Κύριε, δύο τάλαντα μοῦ παρέδωκες· κύτταξε, ἐκέρδισα ἄλλα δύο τάλαντα». 23 Ὁ κύριός του τοῦ εἶπε, «Εὖγε, δοῦλε καλὲ καὶ πιστέ. Εἰς ὀλίγα ἐφάνηκες πιστός, εἰς πολλὰ θὰ σὲ ἐγκαταστήσω» Ἔμπᾶ εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου». 24 Ἦλθε καὶ ἐκεῖνος ποὺ εἶχε πάρει τὸ ἕνα τάλαντον, καὶ εἶπε, «Κύριε, σὲ ἤξερα ὅτι εἶσαι ἕνας σκληρὸς ἄνθρωπος, θερίζεις ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἔσπειρες καὶ μαζεύεις ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἐσκόρπισες, 25 καὶ ἐπειδὴ ἐφοβήθηκα, ἐπῆγα καὶ ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου εἰς τὴν γῆν, ἰδὲς ἔχεις ὅ,τι εἶναι δικό σου». 26 Ὁ κύριος του τοῦ ἀπεκρίθη, «Πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ, ἤξερες πὼς θερίζω ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἔσπειρα καὶ μαζεύω ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἐσκόρπισα. 27 Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ βάλῃς τὰ χρήματά μου εἰς τοὺς τραπεζίτας καὶ ἐγώ, ὅταν ἐπέστρεφα, θὰ τὰ ἔπαιρνα πίσω μὲ τόκον. 28 Πάρτε ἀπὸ αὐτὸν τὸ τάλαντον καὶ δῶστε το εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἔχει τὰ δέκα τάλαντα, 29 διότι στὸν καθένα ποὺ ἔχει, θὰ δοθοῦν καὶ ἄλλα καὶ θὰ περισσέψουν· ἀπὸ ἐκεῖνον ὅμως ποὺ δὲν ἔχει, θὰ τοῦ ἀφαιρεθῇ καὶ αὐτὸ ποὺ ἔχει. 30 Καὶ τὸν ἄθλιον δοῦλον ρίξτε ἔξω εἰς τὸ σκοτάδι, ἐκεῖ θὰ εἶναι τὸ κλάμα καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν».

Ἡ ἡμέρα τῆς μελλούσης κρίσεως

31 «Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μὲ ὅλην του τὴν δόξαν καὶ ὅλοι οἱ ἄγγελοι μαζί του, τότε θὰ καθήσῃ εἰς τὸν θρόνον τῆς δόξης του 32 καὶ θὰ μαζευθοῦν ἐνώπιόν του ὅλα τὰ ἔθνη καὶ θὰ χωρίσῃ τοὺς μὲν ἀπὸ τοὺς δέ, ὅπως ὁ βοσκὸς χωρίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ κατσίκια, 33 καὶ θα τοποθετήσῃ τὰ μὲν πρόβατα πρὸς τὰ δεξιά του, τὰ δὲ κατσίκια πρὸς τὰ ἀριστερά του. 34 Τότε θὰ πῇ ὁ βασιλεὺς εἰς ἐκείνους, ποὺ θὰ εἶναι πρὸς τὰ δεξιά, «Ἐλᾶτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατέρα μου, κληρονομῆστε τὴν βασιλείαν, ἡ ὁποία εἶναι ἐτοιμασμένη γιὰ σᾶς ἀπὸ τὸν καιρὸν τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου. 35 Διότι ἐπείνασα καὶ μοῦ ἐδώκατε νὰ φάγω, ἐδίψασα καὶ μ’ ἐποτίσατε, ξἐνος ἤμουνα καὶ μ’ ἐπήρατε εἰς τὸ σπίτι, 36 γυμνὸς ἤμουνα καὶ μ’ ἐνδύσατε, ἀρρώστησα καὶ μ’ ἐπισκεφθήκατε, εἰς τὴν φυλακὴν ἤμουνα καὶ ἤλθατε σ’ ἐμέ». 37 Τότε θὰ τοῦ ἀποκριθοῦν οἱ δίκαιοι καὶ θὰ ποῦν, «Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε νὰ πεινᾷς καὶ σ’ ἐθρέψαμε ἢ νὰ διψᾷς καὶ σ’ ἐποτίσαμε; 38 Πότε δὲ σὲ εἴδαμε ξένον καὶ σ’ ἐπήραμε εἰς τὸ σπίτι ἢ γυμνὸν καὶ σ’ ἐνδύσαμε; 39 Πότε σὲ εἴδαμε ἄρρωστον ἢ φυλακισμένον καὶ ἤλθαμε σ’ἐσέ;». 40 Ὁ βασιλεὺς θὰ ἀπαντήσῃ καὶ θὰ τοὺς πῇ, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅ,τι ἐκάνατε εἰς ἕνα ἀπὸ τούτους τοὺς ἀσήμαντους ἀδεφλοὺς μου, σ’ ἐμὲ τὸ ἐκάνατε». 41 Τότε θὰ πῇ σ’ ἐκείνους, ποὺ θὰ εἶναι πρὸς τὰ ἀριστερά, «Φύγετε ἀπ’ ἐμέ, καταραμένοι, στὴν αἰώνια φωτιά, ποὺ ἔχει ἐτοιμασθῆ διὰ τὸν διάβολον καὶ τοὺς ἀγγέλους του, 42 διότι ἐπείνασα καὶ δὲν μοῦ ἐδώκατε νὰ φάγω, ἐδίψασα καὶ δὲν μ’ ἐποτίσατε, 43 ξένος ἤμουνα καὶ δὲν μ’ ἐπήρατε εἰς τὸ σπίτι, γυμνὸς ἤμουνα καὶ δὲν μ’ ἐνδύσατε, ἀσθενὴς ἤμουνα καὶ φυλακισμένος καὶ δὲν μ’ ἐπισκεφθήκατε». 44 Τότε θὰ ἀποκριθοῦν καὶ αὐτοὶ καὶ θὰ ποῦν, «Κύριε, πότε σὲ εἴδαμε νὰ πεινᾷς ἢ νὰ διψὰς καὶ νὰ εἶσαι ξένος ἢ γυμνὸς ἢ ἀσθενὴς ἢ φυλακισμένος καὶ δὲν σὲ ὑπηρετήσαμε;» 45 Τότε θὰ ἀποκριθῇ εἰς αὐτοὺς καὶ θὰ πῇ, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅ,τι δὲν ἐκάνατε εἰς ἕνα ἀπὸ τοὺς ἀσήμαντους τούτους, οὔτε εἰς ἐμὲ ἐκάνατε». 46 Καὶ αὐτοὶ θὰ μεταβοῦν εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον».

 

Κεφάλαιο 26

Συνωμοσία κατὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ

1 Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐτελείωσε ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους, εἶπε εἰς τοὺς μαθητάς του,2 «Ξέρετε ὅτι ὕστερα ἀπὸ δύο ἡμέρες ἔρχεται τὸ πάσχα καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ παραδοθῇ διὰ νὰ σταυρωθῇ».3 Τότε ἐμαζεύτηκαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ εἰς τὸ ἀνάκτορον τοῦ ἀρχιερέως, ὁ ὁποῖος ὠνομάζετο Καϊάφας,4 καὶ ἀπεφάσισαν νὰ συλλάβουν μὲ δόλον τὸν Ἰησοῦν καὶ νὰ τὸν σκοτώσουν.5 Ἔλεγαν δὲ, νὰ μὴ τὸν συλλάβουν κατὰ τὴν ἑορτήν, διὰ νὰ μὴ γίνῃ θόρυβος μεταξὺ τοῦ λαοῦ.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μυρώνεται εἰς Βηθανίαν

6 Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἦτο εἰς τὴν Βηθανίαν εἰς τὸ σπίτι τοῦ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ,7 ἦλθε πρὸς αὐτὸν μία γυναῖκα ἡ ὁποία ἐκρατοῦσε ἕνα ἀλαβάστρινον δοχεῖον, μὲ πανάκριβο μύρον, καὶ τὸ ἔχυσε εἰς τὸ κεφάλι του, ἐνῷ αὐτὸς ἦτο εἰς τὸ τραπέζι.8 Ὅταν εἶδαν αὐτὸ οἱ μαθηταὶ, ἀγανάκτησαν καὶ εἶπαν, «Γιατὶ νὰ γίνῃ ἡ σπατάλη αὐτή;9 Θὰ μποροῦσε νὰ πωληθῇ τὸ μύρον διὰ μεγάλο ποςὸν καὶ νὰ δοθῇ εἰς τοὺς πτωχούς».10 Ὁ Ἰησοῦς τὸ κατάλαβε καὶ τοὺς εἶπε, «Γιατὶ ἐνοχλεῖτε τὴν γυναῖκα;Ἔκανε μιὰ καλὴ πρᾶξι γιὰ μένα,11 διότι τοὺς πτωχοὺς τοὺς ἔχετε πάντοτε μαζί σας, ἐμἐ ὅμως δὲν θὰ μὲ ἔχετε πάντοτε.12 Ὅταν αὐτὴ ἔχυσε τὸ μύρον τοῦτο εἰς τὸ σῶμα μου, τὸ ἔκανε διὰ τὸν ἐνταφιασμόν μου.13 Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅπου καὶ ἂν κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον τοῦτο εἰς ὅλον τὸν κόσμον, θὰ διαλαληθῇ καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἔκανε αὐτὴ, εἰς μνήμην της».

Ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα

14 Τότε ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα, ὁ ὀνομαζόμενος Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης,15 ἐπῆγε εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ εἶπε, «Τὶ θέλετε νὰ μοῦ δώσετε καὶ ἐγὼ θὰ σᾶς τὸν παραδώσω;».16 Αὐτοὶ δὲ τοῦ ἐζύγισαν τριάντα ἀργύρια, καὶ ἀπὸ τότε ἐζητοῦσε εὐκαιρίαν νὰ τὸν παραδώσῃ.

Τὸ τελευταῖον δεῖπνον

17 Κατὰ τὴν πρώτην ἡμέραν τῆς ἑορτῆς τῶν ἀζύμων, ἦλθαν οἱ μαθηταὶ εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ τοῦ εἶπαν, «Ποῦ θέλεις νὰ σοῦ ἐτοιμάσωμεν νὰ φάγῃς τὸ πάσχα;».18 Ἐκεῖνος δὲ εἶπε, «Πηγαίνετε εἰς τὴν πόλιν πρὸς τὸν τάδε καὶ πέστε του, «Ὁ διδάσκαλος λέγει, ὁ καιρὸς μου πλησιάζει, θὰ ἑορτάσω κοντά σου τὸ πάσχα μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς μου».19 Καὶ ἔκαναν οἱ μαθηταὶ ὅπως τοὺς διέταξε ὁ Ἰησοῦς. Καὶ ἑτοίμασαν τὸ πάσχα.20 Ὅταν ἐβράδυασε, ἦτο εἰς τὸ τραπέζι μαζὶ μὲ τοὺς δώδεκα μαθητάς του.21 Καὶ κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ φαγητοῦ εἶπε, «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ἕνας ἀπὸ σᾶς θὰ μὲ παραδώσῃ»22 Καὶ ἐλυπήθηκαν πάρα πολὺ καὶ ἄρχισαν νὰ τοῦ λέγουν ὁ καθένας ἀπὸ αὐτούς, «Μήπως εἶμαι ἐγώ, Κύριε;».23 Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη, «Ἐκεῖνος ποὺ ἐβούτηξε μαζί μου τὸ χέρι εἰς τὸ πιάτο, αὐτὸς θὰ μὲ παραδώσῃ.24 Καὶ ὁ μὲν Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου πηγαίνει καθὼς εἶναι γραμμένον δι’ αὐτόν, ἀλλοίμονον ὅμως εἰς τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον, διὰ τοῦ ὁποίου ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδεται. Θὰ ἦτο καλύτερα διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον ἐὰν δὲν εἶχε γεννηθῇ».25 Τότε ἔλαβε τὸν λόγον ὁ Ἰούδας ὁ ὁποῖος τὸν παρέδωκε καὶ εἶπε, «Μήπως εἶμαι ἐγώ, Ραββί;». Λέγει ὁ Ἰησοῦς, «Σὺ τὸ εἶπες».26 Ἐνῷ δὲ ἔτρωγαν, ὁ Ἰησοῦς ἐπῆρε τὸν ἄρτον καὶ ἀφοῦ τὸν εὐλόγησε, τὸν ἔκοψε καὶ τὸν ἔδωκε εἰς τοὺς μαθητὰς καὶ εἶπε, «Λάβετε, φάγετε, τοῦτο εἶναι τὸ σῶμα μου».27 Ὕστερα ἐπῆρε τὸ ποτήριον καὶ αφοῦ εὐχαρίστησε τὸν Θεόν,28 τοὺς τὸ ἔδωκε καὶ εἶπε, «Πίετε ἀπὸ αὐτὸ ὅλοι, διότι τοῦτο εἶναι τὸ αἷμα μου τῆς Νέας Διαθήκης, τὸ ὁποῖον χύνεται πρὸς χάριν πολλῶν, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.29 Ἀλλὰ σᾶς λέγω, ὅτι ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς δὲν θὰ πιῶ ἀπὸ τὸν καρπὸν τοῦτον τῆς ἀμπέλου ἕως τὴν ἡμέραν ἐκείνην, ποὺ θὰ τὸ πίνω μαζί σας καινούργιο εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Πατέρα μου».30 Καὶ ἀφοῦ ἀνέπεμψαν ὕμνον, ἐβγῆκαν εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν.

 Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς προλέγει τὸν διασκορπισμὸν τῶν μαθητῶν

31 Τότε τοὺς λέγει ὁ Ἰησοῦς, «Θὰ κλονισθῇ ὅλων σας ἡ ἐμπιστοσύνη σ’ ἐμὲ κατὰ τὴν νύχτα αὐτήν, διότι εἶναι γραμμένον, Θὰ κτυπήσω τὸν ποιμένα καὶ θὰ διασκορπιστθοῦν τὰ πρόβατα τοῦ ποιμνίου.32 Καὶ ἀφοῦ ἀναστηθῶ, θὰ πάω πρὶν ἀπὸ σᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν».33 Ἀλλ’ ὁ Πέτρος ἔλαβε τὸν λόγον καὶ τοῦ εἶπε, «Ἐὰν ὅλοι κλονισθοῦν εἰς τὴν ἐμπιστοσύνην τους σ’ ἐσέ, ἐγὼ ποτὲ δὲν θὰ κλονισθῶ».34 Εἶπε εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς, «Ἀλήθεια σοῦ λέγω, ὅτι αὐτὴν τὴν νύχτα πρὶν λαλήσῃ ὁ πετεινός, θὰ μὲ ἀπαρνηθῇς τρεῖς φορές».35 Ὁ Πέτρος τοῦ λέγει, «Καὶ ἂν ἀκόμη χρειασθῇ νὰ πεθάνω μαζί σου, δὲν θὰ σὲ ἀπαρνηθῶ». Τὸ ἴδιο εἶπαν καὶ οἱ ἄλλοι μαθηταί.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς Γεθσημανῆ

36 Τότε ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς μαζί τους εἰς ἕνα χωριὸ ποὺ ὀνομάζεται Γεθσημανῆ καὶ λέγει εἰς τοὺς μαθητάς του, «Καθῆστε ἐδῶ ἕως ὄτου πάω ἐκεῖ νὰ προσευχηθῶ».37 Καὶ ἀφοῦ παρέλαβε τὸν Πέτρον καὶ τοὺς δύο υἱοὺς τοῦ Ζεβεδαίου, ἄρχισε νὰ λυπᾶται καὶ νὰ ἀγωνιᾷ.38 Τότε τοὺς λέγει, «Εἶναι λυπημένη ἡ ψυχή μου μέχρι θανάτου. Μείνατε ἐδῶ καὶ ἀγρυπνεῖτε μαζί μου».39 Καὶ ἀφοῦ ἐπροχώρησε ὀλίγον, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν καὶ προσευχότανε καὶ ἔλεγε, «Πατέρα μου, ἐὰν εἶναι δυνατόν, ἂς ἀποφύγω τὸ ποτῆρι αὐτό. Ἀλλὰ ὄχι ὅπως θέλω ἐγώ, ἀλλ’ ὅπως θέλεις σύ».40 Καὶ ἔρχεται εἰς τοὺς μαθητὰς καὶ τοὺς βρίσκει νὰ κοιμοῦνται καὶ λέγει εἰς τὸν Πέτρον, «Ὤστε ἔτσι, δὲν μπορέσατε μίαν ὥραν νὰ ἀγρυπνήσετε μαζί μου;41 Ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε, διὰ νὰ μὴ πέσετε εἰς πειρασμόν· τὸ μὲν πνεῦμα εἶναι πρόθυμον ἀλλὰ ἡ σάρκα εἶναι ἀδύνατη».42 Πάλιν διὰ δευτέραν φορὰν ἀφοῦ ἐπροχώρησε, προσευχήθηκε καὶ εἶπε, «Πατέρα μου, ἐὰν εἶναι δὲν δυνατὸν νὰ ἀποφύγω τὸ ποτῆρι αὐτὸ χωρὶς νὰ τὸ πιῶ, ἂς γίνῃ τὸ θέλημά σου».43 Πάλιν ἦλθε καὶ τοὺς εὑρῆκε νὰ κοιμοῦνται, διότι τὰ μάτια τους ἦσαν βαρειά.44 Τοὺς ἄφησε καὶ πάλιν ἔφυγε καὶ προσευχήθηκε τρίτην φορὰν καὶ εἶπε τὰ ἴδια λόγια.45 Τότε ἔρχεται εἰς τοὺς μαθητάς του καὶ τοὺς λέγει, «Ἐξακολουθεῖτε νὰ κοιμᾶσθε λοιπὸν καὶ νὰ ἀναπαύεσθε. Ἰδοὺ ἐπλησίασε ἡ ὥρα καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδεται σὲ χέρια ἁμαρτωλῶν.46 Σηκωθεῖτε, ἂς φύγωμεν. Νά, πλησιάζει ἐκεῖνος ποὺ θὰ μὲ παραδώσῃ».

Σύλληψις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ

47 Καὶ ἐνῷ αὐτὸς ἀκόμη μιλοῦσε, ἦλθε ὁ Ἰούδας, ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα, καὶ μαζί του πολὺς κόσμος μὲ μαχαίρια καὶ ξύλα ἐκ μέρους τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ.48 Ἐκεῖνος ποὺ θὰ τὸν παρέδιδε τοὺς εἶχε δὠσει τὸ ἑξῆς σημάδι: «Ἐκεῖνον, ποὺ θὰ φιλήσω, ἐκεῖνος εἶναι. Συλλάβετέ τον».49 Καὶ ἀμέσως, ἀφοῦ ἐπλησίασε τὸν Ἰησοῦν, εἶπε, «Χαῖρε, Ραββί» καὶ τὸν κατεφίλησε.50 Ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Φίλε, γιατὶ ἦλθες;». Τότε ἐπλησίασαν, ἔβαλαν τὰ χέρια ἐπάνω εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ τὸν συνέλαβαν.51 Καὶ ἕνας ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἦσαν μὲ τὸν Ἰησοῦν, ἅπλωσε τὸ χέρι καὶ ἔβγαλε τὸ μαχαίρι του καὶ ἐκτύπησε τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως καὶ τοῦ ἔκοψε τὸ αὐτί του.52 Τότε τοῦ λέγει ὁ Ἰησοῦς, «Βάλε πάλιν τὸ μαχαίρι σου εἰς τὴν θήκην του, διότι ὅλοι ὅσοι κρατοῦν μαχαίρι, μὲ μαχαίρι θὰ πεθάνουν.53 Ἢ νομίζεις ὅτι δὲν μπορῶ νὰ παρακαλέσω τὸν Πατέρα μου καὶ νὰ βάλῃ ἀμέσως εἰς τὴν διάθεσίν μου περισσότερες ἀπὸ δώδεκα λεγεῶνες ἀγγέλων;54 Πῶς λοιπὸν θὰ ἐκπληρωθοῦν αἱ γραφαὶ ποὺ λέγουν ὅτι ἔτσι πρέπει νὰ γίνῃ;».55 Τὴν ὥραν ἐκείνην εἶπεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τοὺς ὄχλους, «Ὅπως γιὰ ληστὴν ἐβγήκατε μὲ μαχαίρια καὶ ξύλα νὰ μὲ συλλάβετε; Κάθε μἐρα ἐκαθόμουν μαζί σας καὶ ἐδίδασκα εἰς τὸν ναὸν καὶ δὲν μ’ ἐπιάσατε.56 Ὅλα δὲ αὐτὰ ἔγιναν διὰ νὰ ἐκλπηρωθοῦν αἱ γραφαὶ τῶν προφητῶν». Τότε ὅλοι οἱ μαθηταὶ τὸν ἄφησαν καὶ ἔφυγαν.

 Ἡ δίκη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐνώπιον τοῦ ἀρχιερέως

 57 Ἐκεῖνοι ποὺ συνέλαβαν τὸν Ἰησοῦν, τὸν ἔφεραν πρὸς τὸν Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα, ὅπου ἐμαζεύθηκαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι.58 Ὁ δὲ Πέτρος τὸν ἀκολουθοῦσε ἀπὸ μακρυὰ ἕως τὴν αὐλὴν τοῦ ἀνακτόρου τοῦ ἀρχιερέως, καὶ ὅταν ἐμπῆκε μέσα, ἐκάθησε μαζί μὲ τοὺς ὑπηρέτας διὰ νὰ ἰδῇ τὸ τέλος.59 Οἱ ἀρχιερεῖς ὅμως καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ τὸ συνέδριον ἐζητοῦσαν μίαν ψευδομαρτυρίαν ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ διὰ νὰ τὸν θανατώσουν καὶ δὲν εὑρῆκαν,60 ἂν καὶ παρουσιάσθησαν πολλοὶ ψευδομάρτυρες, ὕστερα δὲ παρουσιάσθησαν δύο61 οἱ ὁποῖοι εἶπαν, «Αὐτὸς εἶπε, «Μπορῶ νὰ γκρεμίσω τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ καὶ σὲ τρεῖς ἡμέρες νὰ τὸν ἀνοικοδομήσω».62 Τότε ἐσηκώθηκε ὁ ἀρχιερεὺς καὶ τοῦ εἶπε, «Δὲν ἀποκρίνεσαι τίποτα εἰς ὅ,τι αὐτοὶ μαρτυροῦν ἐναντίον σου;».63 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἐσιωποῦσε. Τότε ὁ ἀρχιερεὺς τοῦ εἶπε, «Σὲ ἐξορκίζω εἰς τὸν ζωντανὸν Θεὸν νὰ μᾶς πῇς, ἐὰν σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ».64 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς, «Σὺ τὸ εἶπες. Ἀλλὰ σᾶς λέγω, ὅτι ἀπὸ τώρα θὰ ἰδῆτε τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου νὰ κάθεται εἰς τὰ δεξιὰ τῆς Δυνάμεως καὶ νὰ ἔρχεται ἐπάνω εἰς τὰ σύννεφα τοῦ οὐρανοῦ».65 Τότε ὁ ἀρχιερεὺς ἔσχισε τὰ ἐνδύματά του καὶ εἶπε, «Ἐβλασφήμησε. Τὶ ἀνάγκην ἔχομεν ἀπὸ μάρτυρας; Τώρα ἀκούσατε τὴν βλασφημίαν.66 Τὶ νομίζετε;» Ἐκεῖνοι δὲ ἀπεκρίθησαν, «Εἶναι ἔνοχος θανάτου».67 Τότε τὸν ἔφτυσαν εἰς τὸ πρόσωπον καὶ τὸν ἐκτύπησαν, ἄλλοι δὲ τὸν ἐρράπιζαν68 καὶ τοῦ ἔλεγαν, «Προφήτευσε σ’ ἐμᾶς, Χριστέ, ποιὸς σ’ ἐκτύπησε».

 Ὁ Πέτρος ἀρνεῖται τὸν Χριστόν

 69 Ὁ Πέτρος ἐκαθότανε ἔξω εἰς τὴν αὐλήν. Καὶ τὸν ἐπλησίασε μία ὑπηρέτρια καὶ τοῦ εἶπε, «Καὶ σὺ ἦσο μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦν τὸν Γαλιλαῖον».70 Ἐκεῖνος ἀρνήθηκε ἐνώπιον ὅλων καὶ εἶπε, «Δὲν ξέρω τὶ λές».71 Ὅταν ἐβγῆκε εἰς τὴν ἐξωτερικὴν πύλην, τὸν εἶδε ἄλλη ὑπηρέτρια καὶ λέγει εἰς ἐκείνους, ποὺ ἦσαν ἐκεῖ, «Αὐτὸς ἦτο μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖο».72 Καὶ πάλιν ἀρνήθηκε μὲ ὅρκον, «Δὲν γνωρίζω τὸν ἄνθρωπον».73 Ὕστερα ἀπὸ ὀλίγον, ἀφοῦ ἐπλησίασαν ἐκεῖνοι ποὺ ἐστέκοντο ἐκεῖ, εἶπαν εἰς τὸν Πέτρον, «Πράγματι καὶ σὺ εἶσαι ἀπὸ αὐτούς, διότι καὶ ἡ προφορά σου σὲ φανερώνει».74 Τότε ἄρχισε μὲ κατάρες καὶ ὅρκους νὰ λέγῃ, «Δὲν γνωρίζω τὸν ἄνθρωπον». Καὶ ἀμέσως ἐλάλησε ὁ πετεινός.75 Καὶ θυμήθηκε ὁ Πέτρος τὸν λόγον τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ εἶχε πῇ, «Πρὶν ὁ πετεινὸς λαλήσῃ, θὰ μὲ ἀπαρνηθῇς τρεῖς φορές. Καὶ βγῆκε ἔξω καὶ ἔκλαψε πικρά.

 

Κεφάλαιο 27

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς παραδίδεται εἰς τὸν Ρωμαῖον ἡγεμόνα Πιλᾶτον

1 Ὅταν ἐξημέρωσε, ὅλοι οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ εἶχαν σύσκεψιν ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ, ὥστε νὰ τὸν θανατώσουν.2 Καὶ ἀφοῦ τὸν ἔδεσαν, τὸν ἔφεραν καὶ τὸν παρέδωκαν εἰς τὸν Πιλᾶτον, τὸν ἡγεμόνα.

Τὸ τέλος τοῦ Ἰούδα

3 Ὅταν εἶδε ὁ Ἰούδας, ὁ ὁποῖος τὸν παρέδωκε, ὅτι κατεδικάσθη, μετανόησε καὶ ἐπέστρεψε τὰ τριάντα ἀργύρια εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς πρεσβυτέρους4 καὶ εἶπε, «Ἁμάρτησα, διότι παρέδωκα αἷμα ἀθῶον». Αὐτοὶ δὲ εἶπαν, «Τὶ μᾶς ἐνδιαφέρει;Εἶναι δική σου δουλειά».5 Καὶ ἀφοῦ ἐπέταξε τὰ ἀργύρια εἰς τὸν ναόν, ἀνεχώρησε καὶ ἐπῆγε καὶ ἐκρεμάσθηκε.6 Οἱ ἀρχιερεῖς ἐπῆραν τὰ ἀργύρια καὶ εἶπαν, «Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὰ βάλωμε εἰς τὸ ταμεῖον τοῦ ναοῦ, διότι εἶναι ἀντίτιμον αἵματος».7 Ὕστερα δὲ ἀπὸ σύσκεψιν, ἀγόρασαν μὲ αὐτὰ τὸ χωράφι τοῦ κεραμέως, διὰ νὰ θἀβουν τοὺς ξένους.8 Διὰ τοῦτο ὠνομάσθηκε τὸ χωράφι ἐκεῖνο, «Χωράφι αἵματος», ἕως σήμερα.9 Τότε ἐκπληρώθηκε ἐκεῖνο, ποὺ ἐλέχθη διὰ τοῦ Ἱερεμίου τοῦ προφήτου, Καὶ ἐπῆραν τὰ τριάντα ἀργύρια, τὸ ἀντίτιμον ἐκείνου ποὺ ἐξετέθη εἰς ἐκτίμησιν, καὶ τοῦ ὁποίου τὴν τιμὴν ὥρισαν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας.10 Καὶ ἔδωκαν αὐτὰ διὰ τὸ χωράφι τοῦ κεραμέως, καθὼς μὲ διέταξε ὁ Κύριος.

Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου

11 Ὁ Ἰησοῦς ἐστάθηκε ἐμπρὸς εἰς τὸν ἡγεμόνα, καὶ τὸν ἐρώτησε ὁ ἡγεμών, «Σὺ εἶσαι ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;». Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε, «Σὺ τὸ λέγεις».12 Καὶ καθ’ ὃν χρόνον κατηγορεῖτο ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ πρεσβυτέρους, δὲν ἔδινεν καμμίαν ἀπάντησιν.13 Τότε τοῦ λέγει ὁ Πιλᾶτος, «Δὲν ἀκοῦς πόσα μαρτυροῦν ἐναντίον σου;»14 Ἀλλὰ δὲν τοῦ ἀπήντησε οὔτε λέξιν πρὸς μεγάλην κατάπληξιν τοῦ ἡγεμόνος.15 Κατὰ τὴν ἑορτὴν ἦτο συνήθεια ὁ ἡγεμὼν νὰ ἀφήνῃ ἐλεύθερον χάριν τοῦ λαοῦ ἕνα φυλακισμένον, ὅποιον ἤθελαν.16 Εἶχαν δὲ τότε ἕνα γνωστὸν φυλακισμένον ὀνομαζόμενον Βαραββᾶν.17 Ὅταν λοιπὸν ἦσαν συγκεντρωμένοι, τοὺς εἶπε ὁ Πιλᾶτος, «Ποιὸν θέλετε νὰ σᾶς ἀφήσω ἐλεύθερον, τὸν Βαραββᾶν ἢ τὸν Ἰησοῦν, τὸν ὀνομαζόμενον Χριστόν;»,18 διότι ἤξερε ὅτι ἀπὸ φθόνον τὸν εἶχαν παραδώσει.19 Ἐνῷ δὲ ἐκαθότανε εἰς τὴν δικαστικὴν ἕδραν, τοῦ ἔστειλε ἡ σύζυγός του μήνυμα καὶ τοῦ ἔλεγε, «Μὴ κάνῃς τίποτε εἰς ἐκεῖνον τὸν ἀθῶον, διότι ὑπέφερα πολὺ σήμερα εἰς τὸ ὄνειρόν μου ἐξ αἰτίας του».20 Οἱ ἀρχιερεῖς ὅμως καὶ οἱ πρεσβύτεροι κατώρθωσαν νὰ πείσουν τὸν ὄχλον νὰ ζητήσουν τὸν Βαραββᾶν τὸν δὲ Ἰησοῦν νὰ ἐξολοθρεύσουν.21 Ὁ ἡγεμὼν πάλιν τοὺς εἶπε, «Ποιὸν θέλετε ἀπὸ τοὺς δύο νὰ σᾶς ἀφῆσω ἐλεύθερον;». Αὐτοὶ δὲ εἶπαν, «Τὸν Βαραββᾶν».22 Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Πιλᾶτος, «Τὶ λοιπὸν νὰ κάνω τὸν Ἰησοῦν, τὸν λεγόμενον Χριστόν;». Ὅλοι τοῦ ἔλεγαν, «Νὰ σταυρωθῇ».23 Ἀλλ’ ὁ ἡγεμὼν εἶπε, «Τὶ κακὸν λοιπὸν ἔκανε;». Αὐτοὶ δὲ περισσότερον ἐφώναζαν, «Νὰ σταυρωθῇ».24 Ὅταν εἶδε ὁ Πιλάτος ὅτι ὅλα εἶναι ἀνώφελα, μᾶλλον δὲ θόρυβος γίνεται, ἐπῆρε νερό, ἔπλυνε τὰ χέρια του ἐμπρὸς εἰς τὸν ὄχλον καὶ εἶπε, «Εἶμαι ἀθῶος ἀπὸ τὸ αἷμα τούτου. Εἶναι δική σας δουλειά».25 Καὶ ὅλος ὁ λαὸς ἀπεκρίθη, «Τὸ αἷμα του ἂς βαρύνῃ ἐμᾶς καὶ τὰ παιδιά μας».26 Τότε ἄφησε πρὸς χάριν τους ἐλεύθερον τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ Ἰησοῦν, ἀφοῦ τὸν ἐμαστίγωσε, τὸν παρέδωκε διὰ νὰ σταυρωθῇ.

Ἡ σταύρωσις τοῦ Χριστοῦ

27 Τότε οἱ στρατιῶται τοῦ ἡγεμόνος, ἀφοῦ παρέλαβαν τὸν Ἰησοῦν εἰς τὸ δικαστήριον, συγκέντρωσαν γύρω του ὅλην τὴν φρουράν.28 Καὶ ἀφοῦ τὸν ἔγδυσαν, τοῦ ἐφόρεσαν ἕνα κόκκινον μανδύαν,29 καὶ ἔπλεξαν στεφάνι ἀπὸ ἀγκάθια καὶ τὸ ἔβαλαν ἐπάνω εἰς τὸ κεφάλι του, καὶ ἕνα καλάμι εἰς τὸ δεξί του χέρι, καὶ ἐγονάτιζαν ἐμπρός του, τὸν εἰρωνεύοντο καὶ τοῦ ἔλεγαν, «Χαῖρε, ὦ βασιλεῦ τῶν Ἰουδαίων».30 Καὶ τὸν ἔφτυσαν καὶ ἐπῆραν τὸ καλάμι καὶ ἐκτυποῦσαν τὸ κεφάλι του.31 Καὶ ὅταν τὸν εἰρωνεύθηκαν, τοῦ ἔβγαλαν τὸν μανδύαν καὶ τοῦ ἔδωκαν νὰ φορέσῃ τὰ δικά του ἐνδύματα καὶ τὸν μετέφεραν διὰ νὰ τὸν σταυρώσουν.32 Καθὼς ἔβγαιναν, εὑρῆκαν ἄνθρωπον ἀπὸ τὴν Κυρήνην, ὁ ὁποῖος ὠνομάζετο Σίμων. Αὐτὸν ἀγγάρευσαν νὰ φορτωθῇ τὸν σταυρόν του.33 Καὶ ὅταν ἦλθαν εἰς ἕνα τόπον, ποὺ ὠνομάζετο Γολγοθᾶ, τὸ ὁποῖον σημαίνει τόπος Κρανίου,34 τοῦ ἔδωκαν νὰ πιῇ κρασὶ ἀνακατεμένο μὲ χολήν, ἀλλ’ ὅταν τὸ ἐγεύθηκε δὲν ἤθελε νὰ πιῇ.35 Ἀφοῦ τὸν ἐσταύρωσαν, ἐμοίρασαν μὲ κλῆρον τὰ ἐνδύματά του καὶ ἐκάθησαν καὶ τὸν ἐφύλατταν ἐκεῖ.36 Ἐπάνω δὲ ἀπὸ τὸ κεφάλι του ἔβαλαν γραπτὴν τὴν κατηγορίαν τοῦ θανάτου:37 Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων.38 Τότε σταυρώνονται μαζὶ μὲ αὐτὸν δύο λησταί, ὁ ἕνας ἀπὸ τὰ δεξιὰ καὶ ὁ ἄλλος ἀπὸ τὰ ἀριστερά.39 Ὅσοι δὲ ἐβάδιζαν πλησίον, τὸν ἐβλασφημοῦσαν καὶ ἐκινοῦσαν τὰ κεφάλια τους40 καὶ ἔλεγαν, «Σὺ ποὺ θὰ ἐγκρέμιζες τὸν ναὸν καὶ σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ τὸν ἀνοικοδομοῦσες, σῶσε τὸν ἑαυτόν σου. Ἐὰν εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, κατέβα ἀπὸ τὸν σταυρόν».41 Ἐπίσης καὶ οἱ ἀρχιερεῖς, μαζὶ μὲ τοὺς γραμματεῖς καὶ τοὺς πρεσβυτέρους,42 ἔλεγαν, «Ἄλλους ἔσωσε, τὸν ἑαυτόν του δὲν μπορῇ νὰ τὸν σώσῃ. Ἐὰν εἶναι βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, ἂς κατεβῇ τῶρα ἀπὸ τὸν σταυρὸν καὶ θὰ πιστέψωμε σ’ αὐτόν.43 Ἔχει πεποίθησιν εἰς τὸν Θεόν, ἂς τὸν σώσῃ τώρα, ἐὰν τὸ θέλῃ· διότι εἶπε, «Εἶμαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ».44 Τὸ ἴδιο καὶ οἱ λησταί, ποὺ εἶχαν σταυρωθῆ μαζί του, τὸν εἰρωνεύοντο.

Θάνατος τοῦ Χριστοῦ

45 Ἀπὸ τὴν ἕκτην ὥραν ἔγινε σκοτάδι εἰς ὅλην τὴν γῆν μέχρι τῆς ἐνάτης ὥρας.46 Κατὰ τὴν ἐνάτην δὲ περίπου ὥραν ἐφώναξεν ὁ Ἰησοῦς μὲ δυνατὴ φωνή, καὶ εἶπε, «Ἠλί, Ἠλί, λαμὰ σαβαχθανί;», τὸ ὁποῖον σημαίνει: Θεέ μου, Θεέ μου, διατὶ μὲ ἐγκατέλειπες;47 Μερικοὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἦσαν ἐκεῖ, ὅταν τὸ ἄκουσαν, εἶπαν, «Τὸν Ἠλίαν φωνάζει».48 Καὶ ἀμέσως ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἔτρεξε, ἐπῆρε ἕνα σφουγγάρι, τὸ ἐγέμισε μὲ ξύδι καὶ τὸ ἔβαλε σὲ ἕνα καλάμι καὶ τὸν ἐπότιζε.49 Οἱ ἄλλοι ἔλεγαν, «Ἄφησε, νὰ ἰδοῦμε ἐὰν θὰ ἔλθῃ ὁ Ἠλίας νὰ τὸν σώσῃ».50 Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς, ἀφοῦ ἐφώναξε ἀκόμη μία φορὰ μὲ δυνατὴ φωνή, ἄφησε τὸ πνεῦμα του.51 Καὶ ἀμέσως τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθηκε σὲ δύο κομμάτια ἀπὸ ἐπάνω ἕως κάτω, καὶ ἡ γῆ ἐσείσθηκε καὶ οἱ βράχοι ἐσχίσθησαν,52 καὶ τὰ μνήματα ἄνοιξαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν πεθαμένων ἁγίων ἀναστήθηκαν.53 Καὶ ὅταν ἐβγῆκαν ἀπὸ τὰ μνήματα μετὰ τὴν ἀνάστασίν του, ἦλθαν εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ παρουσιάσθησαν σὲ πολλούς.54 Ὅταν δὲ ὁ ἑκατόνταρχος καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐφύλατταν μαζί του τὸν Ἰησοῦν, εἶδαν τὸν σεισμὸν καὶ ὅσα συνέβησαν, ἐφοβήθηκαν πολὺ καὶ ἔλεγαν, «Ἀλήθεια, αὐτὸς ἦτο Υἱὸς τοῦ Θεοῦ».55 Ἦσαν ἐκεῖ καὶ γυναῖκες πολλές, ποὺ παρακολουθοῦσαν ἀπὸ μακρυά, καὶ εἶχαν ἀκολουθήσει τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν καὶ τὸν ὑπηρετοῦσαν.56 Μεταξὺ αὐτῶν ἦτο ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωσῆ, καὶ ἡ μητέρα τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου.

Ἐνταφιασμὸς τοῦ Χριστοῦ

57 Ὅταν ἐβράδυασε, ἦλθε ἕνας πλούσιος ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαίαν, ὀνομαζόμενος Ἰωσήφ, ποὺ εἶχε καὶ αὐτὸς γίνει μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ.58 Αὐτὸς ἐπῆγε εἰς τὸν Πιλᾶτον καὶ ἐζήτησε τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ὁ Πιλᾶτος διέταξε νὰ τοῦ δοθῇ.59 Ὁ Ἰωσὴφ ἔλαβε τὸ σῶμα, τὸ ἐτύλιξε εἰς ἕνα καθαρὸ σινδόνι60 καὶ τὸ ἔβαλε εἰς τὸ δικό του καινούργιο μνῆμα, τὸ ὁποῖον εἶχε σκαλίσει εἰς τὸν βράχον· κατόπιν ἐκύλησε ἕνα μεγάλον λίθον εἰς τὴν πόρταν τοῦ μνήματος καὶ ἔφυγε.61 Ἦσαν δὲ ἐκεῖ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία, αἱ ὁποῖαι ἐκάθοντο ἀπέναντι ἀπὸ τὸν τάφον.62 Τὴν ἑπομένην ἡμέραν, μετὰ τὴν Παρασκευήν, οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι ἦλθαν ὅλοι μαζὶ εἰς τὸν Πιλᾶτον 63 καὶ τοῦ εἶπαν, «Κύριε ἐθυμηθήκαμε ὅτι ἐκεῖνος ὁ πλάνος εἶπε, ὅταν ἀκόμη ζοῦσε, «Ὕστερα ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες θὰ ἀναστηθῶ»,64 δῶσε λοιπὸν διαταγὴν ν’ ἀσφαλισθῇ ὁ τάφος ἕως τὴν τρίτην ἡμέραν, μήπως ἔλθουν τὴν νύχτα οἱ μαθηταί του καὶ τὸν κλέψουν καὶ ποῦν εἰς τὸν λαόν, «Ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς», καὶ ἡ τελευταία αὐτὴ ἀπάτη θὰ εἶναι χειρότερη ἀπὸ τὴν πρώτην».65 Ὁ Πιλᾶτος τοὺς εἶπε, «Πάρετε φρουράν, πηγαίνετε καὶ ἀσφαλίσατε τὸν τάφον, σφραγίσαντες τὸν λίθον καὶ τοποθετήσαντες φρουράν.

 

Κεφάλαιο 28

Ἡ ἀνάστασις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ

1 Μετὰ τὸ Σάββατον, μόλις ἄρχισε νὰ φωτίζῃ ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, ἦλθε ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία διὰ νὰ ἰδοῦν τὸν τάφον.2 Καὶ ἔγινε μεγάλος σεισμός, διότι ἕνας ἄγγελος τοῦ Κυρίου κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἐπλησίασε καὶ ἀπεκύλισε τὸν λίθον ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ μνήματος καὶ ἐκαθότανε ἐπάνω σ’ αὐτόν.3 Το πρόσωπόν του ἦτο σὰν ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμά του ἄσπρο σὰν τὸ χιόνι.4 Οἱ φύλακες τὸν ἐφοβήθηκαν καὶ ἐταράχθηκαν καὶ ἔγιναν σὰν νεκροί.5 Τότε ἐμίλησε ὁ ἄγγελος καὶ εἶπε εἰς τὶς γυναῖκες, «Σεῖς μὴ φοβᾶσθε· ξέρω ὅτι ζητᾶτε τὸν Ἰησοῦν τὸν σταυρωμένον.6 Δὲν εἶναι ἐδῶ, διότι ἀναστήθηκε, καθὼς εἶχε πῆ. Ἐλᾶτε, ἰδέτε τὸν τόπον, ὅπου ἦτο ὁ Κύριος.7 Γρήγορα πηγαίνετε νὰ πῆτε εἰς τοὺς μαθητάς του ὅτι ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καὶ πηγαίνει πρὶν ἀπὸ σᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν, ἐκεῖ θὰ τὸν ἰδῆτε. Νά, σᾶς τὸ εἶπα.8 Καὶ ἐβγῆκαν γρήγορα ἀπὸ τὸ μνῆμα μὲ φόβον καὶ χαρὰν μεγάλην καὶ ἔτρεξαν νὰ τὰ ἀναγγείλουν εἰς τοὺς μαθητάς του.9 Καθὼς ἐπήγαιναν διὰ νὰ τὰ ἀναγγείλουν εἰς τοὺς μαθητάς του, ὁ Ἰησοῦς τὰς συνήντησε καὶ εἶπε, «Χαίρετε». Αὐταὶ ἐπλησίασαν, ἔπιασαν τὰ πόδια του καὶ τὸν προσκύνησαν.10 Τότε λέγει εἰς αὐτὰς ὁ Ἰησοῦς, «Μὴ φοβᾶσθε, πηγαίνετε νὰ πῆτε εἰς τοὺς ἀδελφούς μου νὰ ἀναχωρήσουν εἰς τὴν Γαλιλαίαν καὶ ἐκεῖ θὰ μὲ ἰδοῦν».11 Ἐνῷ δὲ αὐταὶ ἐπήγαιναν, μερικοὶ ἀπὸ τὴν φρουρὰν ἦλθαν εἰς τὴν πόλιν καὶ ἀνήγγειλαν αἰς τοὺς ἀρχιερεῖς ὅλα ὅσα εἶχαν γίνει.12 Καὶ ἀφοῦ συναντήθηκαν μὲ τοὺς πρεσβυτέρους καὶ εἶχαν συμβούλιον, ἔδωκαν ἀρκετὰ χρήματα εἰς τοὺς στρατιώτας καὶ τοὺς εἶπαν,13 «Νὰ πῆτε, «Οἱ μαθηταί του ἦλθαν τὴν νύχτα καὶ τὸν ἔκλεψαν, ἐνῷ ἐμεῖς ἐκοιμώμεθα».14 Καὶ ἐὰν ἀκούσῃ αὐτὸ ὁ ἡγεμών, ἐμεῖς θὰ τὸν πείσωμεν καὶ θὰ σᾶς ἀπαλλάξωμεν ἀπὸ κάθε εὐθύνην».15 Αὐτοὶ ἐπῆραν τὰ χρήματα καὶ ἔκαναν ὅπως τοὺς εἶπαν. Καὶ ἡ φήμη αὐτὴ διαδόθηκε εἰς τοὺς Ἰουδαίους μέχρι τῆς σημερινῆς ἡμέρας.

Ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίζεται εἰς τοὺς ἀποστόλους εἰς Γαλιλαίαν

16 Οἱ ἕνδεκα μαθηταὶ ἐπῆγαν εἰς Γαλιλαίαν, εἰς τὸ ὄρος, ποὺ τοὺς εἶχε ὁρίσει ὁ Ἰησοῦς.17 Καὶ ὅταν τὸν εἶδαν, τὸν προσκύνησαν, μερικοὶ ὅμως ἦσαν διστακτικοί.18 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἐπλησίασε καὶ τοὺς εἶπε, «Μοῦ ἐδόθη πλήρης ἐξουσία εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.19 Πηγαίνετε λοιπὸν καὶ κάνετε ὅλα τὰ ἔθνη μαθητάς μου βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,20 διδάσκοντες αὐτοὺς νὰ τηροῦν ὅλα ὅσα σᾶς διέταξα. Καὶ ἰδοῦ ἐγὼ εἶμαι μαζί σας ὅλας τὰς ἡμέρας μέχρι τῆς συντέλειας τοῦ κόσμου».

<– πίσω