«Ἠγόρασαν ἀρώματα και λίαν πρωΐ ἔρχονται ἐπί τό μνημεῖον»
Αγαπητοί μου αδελφοί. Όλη τη νύχτα άγρυπνες οι άγιες γυναίκες, με την ψυχή πλημμυρισμένη από αγωνία και πόνο. Απέραντη οδύνη και βαθειά ή πληγή στην καρδιά τους, για τον άδικο, θάνατο του αγαπημένoυ τους δασκάλου. Ολόκληρη ή σκέψη είναι κοντά του και από τα μάτια τους θερμά κυλούν δάκρυα. Πέρασε ή δραματική εκείνη ημέρα του Σαββάτου. Ετοίμασαν τα αρώματά τους για να έλθουν στον τάφο να εκπληρώσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και «νά ἀλείψωσι τόν Ἰησοῦν». Ήταν βαθειά ξημερώματα, «ὄρθρου βαθέως», σαν ξεκίνησαν, με απέραντη θλίψη, αλλά και με ανυποχώρητη απόφαση. Τίποτε άλλο δεν συλλογίζονται παρά την άπειρη αγάπη πού σταυρώθηκε με τόσο μίσος.